Μπορεί τα αμερικανικά χρηματιστήρια να κρατιούνται στα ιστορικά υψηλότερα σημεία τους και τα ευρωπαϊκά να αντιμετωπίζουν σχετικά ψύχραιμα τις πολιτικές εξελίξεις στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης αλλά αυτό δεν σημαίνει πως οι αγορές πρέπει να κοιμούνται ήσυχες. Η εντεινόμενη γεωπολιτική αναταραχή, η οποία φαίνεται πιο ξεκάθαρα μέσα από τις πολεμικές συρράξεις σε πολλά σημεία του πλανήτη, δεν περιορίζεται σε αυτό.
Η χειροτέρευση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Κίνας και των δυτικών δυνάμεων, η αμηχανία που επικρατεί στον ίδιο τομέα μεταξύ συμμάχων όπως οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ολοένα και μεγαλύτερη σιγουριά με την οποίαν χώρες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» αυτονομούνται από τις κινήσεις των μεγάλων δυνάμεων, είναι παράγοντες αβεβαιότητας που αφορούν άμεσα τις διεθνείς αγορές, ακόμα και αν αυτό δεν φαίνεται συνεχώς.
Αργά ή γρήγορα, η αβεβαιότητα μεταφέρεται και στα χρηματιστήρια και παίρνει την μορφή της μεταβλητότητας, κάνοντας πιο συχνές τις έντονες και απότομες μεταβολές των τιμών. Μία γεύση αύξησης της αβεβαιότητας και της μεταβλητότητας πήραμε – μάλλον παίρνουμε ακόμα – μετά την ξαφνική προκήρυξη βουλευτικών εκλογών στην Γαλλία από τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν.
Κάτι ανάλογο δεν αναμένεται να γίνει εξαιτίας των σημερινών βουλευτικών εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού όλοι είναι βέβαιοι για την άνετη επικράτηση των Εργατικών υπό την ηγεσία του Κιρ Στάρμερ. Αυτό όμως δεν εξαλείφει πλήρως τον κίνδυνο μελλοντικής αναταραχής στο ΗΒ, ειδικά αν η παράταξη Reform UK υπό τον αρχιτέκτονα του Brexit Nigel Farage καταφέρει να αποκτήσει αξιόλογη παρουσία στο Κοινοβούλιο.
Εκτός βέβαια από τις αναταράξεις που έχουν γεωπολιτικές ή πολιτικές αφορμές, υπάρχει και ο προβληματισμός για την υπερβολική εξάρτηση των διεθνών αγορών από έντονες επενδυτικές τάσεις (ορισμένοι μιλούν για μανίες), οι οποίες ανεβάζουν συνεχώς τις μετοχές μεγάλων εταιρειών του κλάδου της τεχνολογίας, οι οποίες με την σειρά τους οδηγούν τους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες σε νέα ιστορικά υψηλά την ώρα που η πλειοψηφία των μετοχών παραμένει στάσιμη ή υποχωρεί.
Και βέβαια δεν είναι δυνατόν να ξεχάσουμε και το θέμα των επιτοκίων και της «αγωνίας» για το πότε θα αρχίσει η μείωσή τους στις ΗΠΑ (στην Ευρωπαϊκή Ένωση η εκκίνηση της διαδικασίας δόθηκε μέσα στον Ιούνιο). Πολλοί ανησυχούν πως η επιμονή της Fed να περιμένει να δει ακόμα πιο πειστικές ενδείξεις για την αποδυνάμωση του πληθωρισμού θα οδηγήσει τελικά την αμερικανική οικονομία σε ύφεση, κάτι που αν συμβεί είναι βέβαιο πως δεν θα αρέσει στα χρηματιστήρια.
Πολλοί οι προβληματισμοί, μεγάλη η ανησυχία και αξιοσημείωτη η αβεβαιότητα. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως αυτή ακριβώς είναι η συνταγή για τη διαρκή άνοδο των χρηματιστηρίων και προφανώς μπορεί να έχει απόλυτο δίκιο, δεν θα είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο.
Για όποιον επενδυτή όμως αποφασίσει να πάρει κάποια μέτρα προστασίας για την περίπτωση που η αβεβαιότητα και οι προβληματισμοί εξελιχθούν σε σημαντικά αυξημένη μεταβλητότητα και πιθανώς και αξιόλογη πτώση των αγορών, το ζήτημα είναι να εντοπίσει ορισμένες επενδυτικές επιλογές που θα του παράσχουν προστασία.
Όπως έχουμε δει και παλαιότερα, η πιο απλή λύση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η πώληση ενός μέρους του χαρτοφυλακίου και η τοποθέτηση του προϊόντος της πώλησης σε όσο το δυνατόν πιο ασφαλείς επενδύσεις μέχρι να «καθαρίσει» ο ορίζοντας. Μέχρι το 2022, αυτό σήμαινε στην ουσία την παραμονή των χρημάτων αυτών σε μορφή μετρητών, καθώς τα επιτόκια ήταν ουσιαστικά μηδενικά. Τώρα όμως υπάρχει η επιλογή της αγοράς βραχυπρόθεσμων κρατικών δανειακών τίτλων.
Οι επενδυτές που κρατούν δολάρια έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν έντοκα γραμμάτια του αμερικανικού δημοσίου, τα οποία δίνουν – προ φόρων – αξιόλογες ετησιοποιημένες αποδόσεις (τα τρίμηνης διάρκειας κοντά στο 5,36%, τα εξάμηνης στο 5,30, τα ετήσια περίπου 5,09%). Το καλό αυτής της λύσης είναι πως μπορούν να ρευστοποιηθούν ανά πάσα στιγμή χωρίς πρόβλημα και, όσο κανείς περιμένει, δίνουν μία καλή απόδοση σε σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις.
Για το ευρώ, το πιο ασφαλές αντίστοιχο είναι βέβαια τα γερμανικά έντοκα γραμμάτια, τα οποία δίνουν όμως πολύ χαμηλότερες αποδόσεις (τα τρίμηνης διάρκειας είναι κοντά στο 3,38%). Τα ελληνικά έντοκα γραμμάτια δίνουν κατά τι υψηλότερες αποδόσεις και λογικά δεν έχουν ουσιωδώς μεγαλύτερο κίνδυνο.
Εκτός από αυτή τη δοκιμασμένη και ξεκάθαρη λύση υπάρχουν πολλές άλλες, όλες όμως έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Η τοποθέτηση μέρους του χαρτοφυλακίου σε υψηλής ποιότητας εταιρικά ομόλογα είναι μία συνηθισμένη. Δεν είμαστε βέβαιοι όμως πως είναι η ενδεδειγμένη για μία στιγμή σαν την τωρινή, αφού δεν είναι πολύ εύκολο να βρεθεί ένα εταιρικό ομόλογο υψηλής ποιότητας που να λήγει σχετικά σύντομα και να μπορεί να δώσει μια απόδοση παραπλήσια ή καλύτερη των έντοκων γραμματίων που αναφέραμε παραπάνω.
Ανεβαίνοντας επίπεδο κινδύνου, υπάρχει και η επιλογή των κλασσικών «αμυντικών (defensive)» μετοχών, οι οποίες ανήκουν σε κλάδους της οικονομίας που δεν επηρεάζονται εύκολα σε περιόδους σχετικής αναταραχής και έχουν και υψηλές μερισματικές αποδόσεις. Ενδεικτικά και μόνο μπορούμε να αναφέρουμε τους κλάδους των καπνικών προϊόντων και των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών.
Και οι δύο αυτοί κλάδοι είναι σχετικώς (το τονίζουμε αυτό) ασφαλείς και αν υπάρχει ένας κίνδυνος είναι κυρίως αυτός των εμποδίων που τους βάζουν κυβερνητικές και εποπτικές αρχές. Εταιρείες σαν την αγγλική British American Tobacco (BTI LONDON) και την αμερικανική Altria (MO NYSE) δίνουν πολύ αξιόλογες μερισματικές αποδόσεις και οι μετοχές τους χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρές διακυμάνσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει κίνδυνος σημαντικής πτώσης τους σε περίπτωση αρνητικών ειδήσεων.
Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε και για τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις όπως η ισπανική Telefonica (TEF MADRID) και η γαλλική Orange (ORA PARIS).
Φεύγοντας από τις μετοχές, είναι λογικό να πάμε σε μία παραδοσιακή, πανάρχαια θα μπορούσαμε να πούμε, επιλογή ασφαλείας. Προφανώς αναφερόμαστε στον χρυσό, ο οποίος όμως έχει ήδη κάνει μία σημαντική ανοδική κίνηση και βρίσκεται πολύ κοντά στα ιστορικά υψηλά του.
Στις τωρινές συνθήκες, η τοποθέτηση ενός μέρους του χαρτοφυλακίου στον χρυσό έχει νόημα για όποιους επενδυτές εκτιμούν πως θα αυξηθούν οι γεωπολιτικές εντάσεις και ιδιαίτερα για όσους εκτιμούν πως μπορεί να βρούμε σύντομα μπροστά μας σύντομα κάποιου τύπου νομισματική αναταραχή.
Κάτι τέτοιο δεν είναι εντελώς απίθανο εδώ που τα λέμε, αν αναλογιστούμε την αρκετά παράξενη κατάσταση που επικρατεί στη Γαλλία και κατ’ επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα θετικά για τον χρυσό μπορούμε να πούμε πως είναι και η προοπτική μείωσης των επιτοκίων αναφοράς, καθώς περιορίζεται το βασικό του μειονέκτημα, δηλαδή η έλλειψη προσόδων στους κατόχους του.
Φυσικά, υπάρχουν και άλλες επιλογές για τους επενδυτές που ανησυχούν για το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στη συνέχεια και θέλουν να προστατευθούν. Αν εξαιρέσουμε όμως την αγορά βραχυπρόθεσμων κρατικών δανειακών τίτλων, όπου το ρίσκο είναι σχεδόν μηδενικό, πρέπει να τονίσουμε πως χρειάζεται σοβαρή μελέτη και προετοιμασία πριν την οποιαδήποτε κίνηση. Δεν είναι δυνατόν να μην προηγηθεί μία ενδελεχής εκτίμηση του επενδυτικού κινδύνου τη στιγμή που ο λόγος πίσω από αυτή την επένδυση είναι πρωτίστως η προστασία του χαρτοφυλακίου.