Περισσότερες από 400 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό κλάδο της Βρετανίας έχουν μεταφέρει δραστηριότητες, προσωπικό και κεφάλαια υπό διαχείριση που συνολικά φτάνουν τα 1,4 τρισ. δολάρια σε άλλα κέντρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω του Brexit και η τάση δείχνει ότι θα χειροτερεύσει, σύμφωνα με μελέτη της δεξαμενής σκέψης Νew Financial.
Όπως αναφέρει η μελέτη, οι επιπτώσεις είχαν υποεκτιμηθεί και αναμένεται ότι η τάση εξόδου από το City θα ενταθεί σε βάθος χρόνου.
Η ΕΕ δεν άφησε στη Βρετανία πολλά περιθώρια άμεσης πρόσβασης στις αγορές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών των χωρών - μελών από τον Ιανουάριο που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην εμπορική συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Νew Financial, η πρόσβαση αυτή είναι απίθανο να έρθει σύντομα και ο κλάδος της Βρετανίας πρέπει να δεχτεί τις συνέπειες του Brexit και να αναθεωρήσει το πλαίσιο λειτουργίας ώστε να είναι περισσότερο στα μέτρα της βρετανικής βιομηχανίας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Περίπου 7.400 θέσεις εργασίας έχουν εγκαταλείψει τη Βρετανία η έχουν δημιουργηθεί στα νέα κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ, σύμφωνα με τραπεζικούς κύκλους, η μεταφορά προσωπικού σε αρκετές περιπτώσεις από το City του Λονδίνου έχει καθυστερήσει λόγω της πανδημίας COVID-19 και των ταξιδιωτικών περιορισμών.
Το σύνολο των 440 μετεγκαταστάσεων περιλαμβάνει τράπεζες και εταιρείες του χρηματοοικονομικού κλάδου και υπερβαίνει σημαντικά τις προβλέψεις της New Financial σε έρευνα της το 2019 που εκτιμούσε οτι θα ανέρχονταν σε 269. Η μελέτη αναφέρει ότι στην πραγματικότητα ο αριθμός ανέρχεται γύρω στις 500 μετεγκαταστάσεις.
«Τα άσχημα νέα για τη Βρετανία είναι ότι εντοπίσαμε πάνω από 440 εταιρείες του κλάδου των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που έχουν αντιδράσει στο Brexit, μεταφέροντας κομμάτι των δραστηριοτήτων, προσωπικό η και την νομική τους οντότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και πάνω από 900 δις στερλίνες ενεργητικού τραπεζών που έχει μεταφερθεί η μεταφέρεται, περίπου το 10% του ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος της Βρετανίας. Τα χειρότερα νέα είναι οτι η ανάλυση αυτή σχεδόν σίγουρα υποεκτιμά σε σημαντικό βαθμό την πραγματική εικόνα, πολλές εταιρείες έχουν ξεφύγει από τα ραντάρ μας, ιδιαίτερα τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης που είχαν ήδη εγκατασταθεί στην ΕΕ», επισημαίνει η μελέτη.
Το Δουβλίνο έχει αναδειχθεί ως το πλέον ευνοημένο κέντρο στην ΕΕ με 135 μετεγκαταστάσεις με το Παρίσι να ακολουθεί με 102, το Λουξεμβούργο με 95, τη Φρανκφούρτη με 63 και το Αμστερνταμ με 48.
«Αυτή η αναδιανομή δραστηριοτήτων στην ΕΕ γύρισε το ρολόι πίσω κατά 20 χρόνια», σημειώνει η μελέτη.
Οι τράπεζες έχουν μεταφέρει η βρίσκονται στη διαδικασία μεταφοράς πάνω από 900 δις στερλίνες ενεργητικού από τη Βρετανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι διαχειριστές κεφαλαίων έχουν μεταφέρει πάνω από 100 δις στερλίνες ενεργητικού και funds, εξέλιξη που συρρικνώνει τη φορολογική βάση της Βρετανίας.
«Εκτιμούμε οτι η Φρανκφούρτη θα είναι ο νικητής μακροπρόθεσμα όσον αφορά στο ενεργητικό που μεταφέρεται και το Παρίσι θα είναι ο μεγάλος κερδισμένος όσον αφορά στις θέσεις εργασίας», προβλέπει η New Financial.
Η πλέον ορατή αλλαγή που έφερε το Brexit στον χρηματοοικονομικό κλάδο είναι ότι το Αμστερνταμ ξεπέρασε το Λονδίνο ως το μεγαλύτερο κέντρο χρηματιστηριακών συναλλαγών στην Ευρώπη από τον Ιανουάριο φέτος.
Η μελέτη εκτιμά ότι 300 με 500 μικρότερου μεγέθους εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιδιώξουν μόνιμη παρουσία στη Βρετανία, λιγότερες από το νούμερο των 1.000 που επικρατεί στο consensus των προβλέψεων. Το Λονδίνο θα παραμείνει το κυρίαρχο χρηματοοικονομικό κέντρο της Ευρώπης, ωστόσο η επιρροή του θα μειώνεται σταδιακά, εξέλιξη που ενδεχομένως θα πλήξει και το πλεόνασμα των 26 δις στερλίνες που απολαμβάνει η Βρετανία ετησίως στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών με την ΕΕ.