Οι ζημίες από το ιαπωνικό carry trade
Shutterstock
Shutterstock

Οι ζημίες από το ιαπωνικό carry trade

Η Ιαπωνία μετά το 1945 ακολούθησε μια στρατηγική ανάπτυξης βασιζόμενη στα εμπορικά πλεονάσματα, κρατώντας τεχνητά χαμηλά τα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού των εξαγωγικών επιχειρήσεων και τεχνητά υποτιμημένο το νόμισμα της. Τα εμπορικά πλεονάσματα όμως προϋποθέτουν ότι άλλες χώρες θα «αντέχουν οικονομικά» να έχουν εμπορικά ελλείμματα. Οπότε επειδή οι χώρες με ελλείμματά δεν άντεχαν για πολύ αυτό τον αθέμιτο ανταγωνισμό της Ιαπωνίας, το 1985 με τη συμφωνία της Πλάζας, οι μεγάλες οικονομίες συμφωνήσαν με την Ιαπωνία να μην κρατά πλέον τεχνητά υποτιμημένο το νόμισμα της.

Από τότε άρχισαν τα προβλήματα της Ιαπωνικής οικονομίας καθώς έχασε τα μεγάλα εξαγωγικά πλεονάσματα, τα οποία προβλήματα φθάνουν μέχρι τις μέρες μας. Παρόλο που προέβη σε τεράστιες δημόσιες δαπάνες για να τονώσει την ανάπτυξη της, δεν κατάφερε να αυξήσει το ΑΕΠ της πάνω από τα $5 τρις τα  τελευταία 30 έτη, αλλά έγινε παγκόσμια πρωταθλήτρια στο δημόσιο χρέος (265% του ΑΕΠ).  

Έτσι, η κεντρική τράπεζα προσπάθησε να τυπώσει όσο το δυνατόν περισσότερο χρήμα και να μειώσει τα επιτόκια όσο περισσότερο γίνεται για να τονώσει την ανάπτυξη. Το 1989, 32 από τις 50 μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο ήταν ιαπωνικές και η χρηματιστηριακή αγορά της Ιαπωνίας αντιπροσώπευε το 45% της παγκόσμιας αγοράς, ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονταν στο 33%. Σήμερα, οι ιαπωνικές μετοχές αντιπροσωπεύουν το 5.4% της παγκόσμιας αγοράς και μόνο μία ιαπωνική εταιρεία (η Toyota) βρίσκεται στις 100 κορυφαίες εταιρίες παγκοσμίως.

Ενώ πολλές προηγμένες οικονομίες έχουν αντιμετωπίσει υψηλό πληθωρισμό τα τελευταία χρόνια, η Ιαπωνία αντιμετώπιζε αποπληθωρισμό. Τα ιστορικά αρνητικά επιτόκια της Ιαπωνίας και τα πολλά χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης από την τράπεζα της Ιαπωνίας οδήγησαν σε μια μακρά περίοδο εύκολου χρήματος που κυκλοφορούσε στην Ιαπωνία και αυτό προκάλεσε την εισαγωγή του «γιεν carry trade», το οποίο έγινε πολύ δημοφιλές παγκοσμίως.

Τι ακριβώς είναι το carry trade; Οι επενδυτές πηγαίνουν σε αγορές όπως η Ιαπωνία, όπου τα επιτόκια ήταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και το νόμισμα ήταν σχετικά αδύναμο σε σύγκριση με το δολάριο, δανείζονται χρήματα από αυτές τις αγορές και στη συνέχεια επενδύουν σε αγορές με υψηλότερες αποδόσεις, συνήθως αγορές με υψηλότερα επιτόκια, όπου το νόμισμα ήταν ελαφρώς ισχυρότερο. Επενδύουν σε περιουσιακά στοιχεία σε αυτές τις αγορές και κερδίζουν χρήματα από τη διαφορά.

Τα carry trades επιτρέπουν στους επενδυτές να κερδίζουν περισσότερα χρήματα και το κόστος ευκαιρίας για αυτές τις επενδύσεις είναι αρκετά χαμηλό, γι' αυτό και το carry trade έγινε πολύ δημοφιλές μέθοδος συναλλαγών για πολλούς επενδυτές. Τα χρόνια των αρνητικών επιτοκίων στην Ιαπωνία οδήγησαν σε υποτίμηση του γιεν, καθώς οι επενδυτές δανείζονταν το εξαιρετικά φθηνό γιεν για να αγοράσουν ξένα περιουσιακά στοιχεία (γνωστό ως «carry trade»), πλημμυρίζοντας τις παγκόσμιες αγορές με γιεν. Αυτή η χαμηλή τιμή βοήθησε επίσης τους Ιάπωνες εξαγωγείς (των οποίων τα προϊόντα έγιναν φθηνότερα στο εξωτερικό) και τις πολυεθνικές εταιρείες της Ιαπωνίας (των οποίων τα κέρδη στο εξωτερικό αυξήθηκαν σε αξία). 

Σε ένα ζεύγος νομισμάτων, το νόμισμα με τη χαμηλότερη απόδοση είναι αυτό που τείνει να ανατιμάται, δηλαδή το αντίθετο από το στόχο του carry trade, όπου μπορεί κάποιος να δανειστεί φθηνά και να επενδύσει σε νόμισμα με υψηλότερη απόδοση. Τότε υπήρξε ένα πλεονέκτημα πάνω στη διαφορά των επιτοκίων επειδή αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση για το δολλάριο αυξάνεται, και η ζήτηση για το γιέν μειώνεται. Και αυτό είναι ουσιαστικά που συνέβη, στην Ιαπωνία και σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου όταν η Ιαπωνία είχε τα χαμηλότερα επιτόκια της.

Το χρηματιστήριο της Ιαπωνίας σημείωσε τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση την 5/8/2024, από την «Μαύρη Δευτέρα» του 1987, έχοντας απώλειες τον τελευταίο μήνα πάνω από 20%. Ο πληθωρισμός του Ιουνίου ανήλθε στο 2,8%, γεγονός που ώθησε την Τράπεζα της Ιαπωνίας να αυξήσει τα επιτόκια την περασμένη εβδομάδα για μόλις δεύτερη φορά σε 17 χρόνια. 

Ωστόσο, η αύξηση των επιτοκίων προκάλεσε την ταχεία ανατίμηση του γιεν, καθώς το carry trade έγινε πιο ακριβό, καθιστώντας το νομισματικό περιβάλλον λιγότερο ευνοϊκό για τις ιαπωνικές εταιρείες και ωθώντας τους επενδυτές να πωλήσουν μετοχές. Το χρηματιστήριο της Ιαπωνίας κατέρρευσε πάνω από 12% τη Δευτέρα 5/8/24 (περισσότερο από ό,τι κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008).

Επίσης, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας άρχισε την ποσοτική σύσφιξη, μειώνοντας το μέγεθος του ισολογισμού της. Η προσδοκία είναι ότι το μέγεθος του ισολογισμού της θα μειωθεί κατά περίπου 8% αλλά με τις τρέχουσες κινήσεις που ανακοίνωσαν και τις μελλοντικές κινήσεις θα οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση του μεγέθους του ισολογισμού. Δηλαδή θα αποτραβηχτούν χρήματα από την αγορά της Ιαπωνίας.

Το κύριο σημείο όπου το carry trade ξεκίνησε να καταρρέει ήταν όταν οι δανειζόμενοι/επενδυτές σε γιεν, έχοντας επενδύσει σε δολάρια, είδαν το γιεν να ανατιμάται, ιδιαίτερα σε σχέση με το δολάριο. Τότε ακόμη και αν οι επενδυτές παίρνουν καλές αποδόσεις από το δολάριο παίρνουν όλο και λιγότερα γιεν όσο το γιεν συνεχίσει να ανατιμάται, ή αλλιώς, οφείλουν περισσότερα δολάρια όσο το γιεν ανατιμάται.

Και όσο περισσότεροι άνθρωποι το κάνουν αυτό, και πολλοί συνεχίζουν να το κάνουν αυτό γίνεται ένα μεγάλο φαινόμενο αγέλης. Και αν αυτό συμβεί μαζικά, τότε επέρχεται στην πραγματικότητα το αντίθετο αποτέλεσμα.  Οπότε την Δευτέρα 5/8 συνειδητοποίησαν ότι όσοι έκαναν carry trade, ήρθαν αντιμέτωποι με τετραπλές απώλειες:

Α) απώλειες των δανεικών κεφαλαίων από την ανατίμηση το γιεν που ανατιμήθηκε περίπου κατά 8% διότι με τα δολάρια αγοράζουν λιγότερα γιέν ή χρειάζονται περισσότερα δολάρια να αγοράσουν τα γιεν για να επιστρέψουν τα δάνεια σε γιεν.

Β) απώλειες από την αύξηση του επιτοκιακού κόστους των δανεικών κεφαλαίων λόγω της αύξησης των επιτοκίων της Ιαπωνικής κεντρικής τράπεζας από το -0,1% στο +0,25%.

Γ) απώλειες των αποδόσεων των επενδύσεων όπου είχαν τοποθετηθεί τα δανεικά κεφαλαία (σε ομόλογα, κλπ.), καθώς αυξάνεται η πιθανότητα η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ να μειώσει τα επιτόκια, ενόψει της αύξησης της ανεργίας από 4,1% στο 4,3% τον Ιούλιο, για να αποφύγει την ύφεση. 

Δ) απώλειες από την πώληση των επενδύσεων. Πολλοί επενδυτές  πώλησαν τις επενδύσεις για να επιστρέψουν τα δάνεια σε γιεν πριν υποστούν περεταίρω απώλειες. Οι κάτοχοι μετοχών είχαν ως αποτέλεσμα με την υπερπροσφορά των μετοχών προς πώληση, να ωθήσουν τις τιμές με ταχύτητα προς τα κάτω. Τότε ενεργοποιήθηκαν οι αυτοματοποιημένοι αλγόριθμοι πώλησης των μετοχών που έδωσαν το τελικό χτύπημα για παγκόσμιες χρηματιστηριακές απώλειες $6,4 τρις την 5/8/24.

Είναι ακόμα άγνωστο πόσες απώλειες είχαν οι επενδυτές που πωλούσαν τα ομόλογα ΗΠΑ πριν τη λήξη τους για να επιστρέψουν τα δάνεια. Ίσως, περάσει καιρός να μάθουμε τέτοια δεδομένα. 

Σε ανάλογη περίπτωση πώλησης ομολόγων πριν την λήξη τους τον Σεπτέμβρη του 2023,  οι επενδυτές ομολόγων μακράς λήξεως είχαν χάσει πάνω από 40% των χρημάτων τους από τις αρχές του 2020, μια καταστροφική απώλεια για τους επενδυτές ομολόγων που συνήθως θεωρούνται ως επενδυτές που αποστρέφονται τον κίνδυνο αναζητώντας σταθερές αποδόσεις και εισόδημα.

Στα μέσα του Σεπτεμβρίου 2023 ένα ομόλογο του αμερικανικού δημοσίου λήξεως τον Μάιο του 2050, άγγιξε για λίγο το 49 σεντς, σηματοδοτώντας τη δεύτερη φορά τους τελευταίους δύο μήνες που έπεσε κάτω από το επίπεδο των 50 σεντς, μια πολύ χαμηλή τιμή στον κόσμο των ομολόγων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τέτοιες πωλήσεις σηματοδοτούν ότι οι επενδυτές πιστεύουν ότι ο πωλητής του ομολόγου βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια. Η πτώση αυτή αντιστοιχεί σε απώλειες άνω του 40% από τα υψηλά του 2020 (σημ.: η ζημιά καταγράφεται όταν τα ομόλογα πωληθούν).

Αυτές οι απώλειες είναι υπερδιπλάσιες από τις απώλειες που σημειώθηκαν το 1981, όταν η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) για τον τερματισμό του επίμονου πληθωρισμού οδήγησε τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων σχεδόν στο 16%. Από το 1945 υπήρξαν μόνο τρεις πτώσεις στο χρηματιστήριο της τάξης του 40% ή περισσότερο. Οι δύο πιο πρόσφατες ήταν στο σκάσιμο της φούσκας των τεχνολογικών εταιρειών το 2000 και η οικονομική κρίση του 2007-2008.  Οπότε οι απώλειες κατά 40% στην αγορά ομολόγων ήταν μια από τις χειρότερες απώλειες στη σύγχρονη οικονομική ιστορία η οποία ξεπέρασε και τις χρηματιστηριακές απώλειες. 

Παρόλο που οι χρηματιστηριακές αγορές ανέκαμψαν μετά την κατάρρευση τους, για να γίνει σωστή  αποτίμηση των απωλειών, μένει να εμφανιστούν δεδομένα για τις  απώλειες των επενδυτών με carry trade σε ομόλογα που τα πούλησαν ή πρόκειται να πωληθούν πριν τη λήξη τους. Παρόλο που η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας καθησύχασε τις αγορές ότι δε θα κάνει άλλες αυξήσεις επιτοκίων προς το παρόν, το carry trade δε θα ηρεμήσεις στην πρότερα κατάσταση. 

Επίσης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα στελέχη στην Amazon, Meta, Alphabet, Nvidia, Apple, Microsoft και Tesla (οι «magnificent seven) έχουν όλοι πουλήσει μετοχές. Πρόσφατα μάθαμε ότι η Berkshire Hathaway του Warren Buffet είχε πουλήσει 390 εκατομμύρια μετοχές της Apple – περίπου το μισό του πακέτου της, διότι ενδέχεται να μην ενθουσιάζονται τόσο με το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης όσο ο υπόλοιπος κόσμος.


* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.