Η Αθήνα τίμησε χθες έναν από τους σημαντικότερους δασκάλους της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Στην ανακαινισμένη Εθνική Πινακοθήκη 150 ζωγραφικά έργα, 70 σχέδια και άλλα τεκμήρια απαρτίζουν το μεγάλο εικαστικό γεγονός, που οργάνωσε ως την τελευταία του λεπτομέρεια, η τέως διευθύντρια του ιδρύματος, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Λογικό λοιπόν είναι ότι η αφιερωματική έκθεση στον κορυφαίο δημιουργό να είναι ένα καλλιτεχνικό μνημόσυνο, ένας φόρος τιμής προς την εκλιπούσα.
«Είμαστε για πρώτη φορά στην Πινακοθήκη χωρίς τη Μαρίνα κι αυτό το λέω με πολύ μεγάλη συγκίνηση» δήλωσε στον χαιρετισμό της η υπουργός Λίνα Μενδώνη. «Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα στην ουσία, συνέλαβε, σχεδίασε και υλοποίησε αυτήν την έκθεση. Έχω αναφερθεί πολλές φορές φορές από την ημέρα της εκδημίας της στο πείσμα της, εκείνο που από μικρό κορίτσι της έδινε την ακατάβλητη ανατρεπτική δύναμη να πετυχαίνει τους στόχους της. Αυτό το πείσμα είναι που τη βοήθησε να συνεχίσει να εργάζεται γι’ αυτήν την εμβληματική έκθεση μέχρι την τελευταία στιγμή, πιστεύοντας ότι και αυτό το οποίο συνέβη, θα μπορούσε να το ξεπεράσει. Είναι το τελευταίο της έργο για την Εθνική Πινακοθήκη πριν φύγει, κι όπως η ίδια είχε πει, μας το προσφέρει με όλη την αγάπη για τον Παρθένη, για την Πινακοθήκη, για την Ελληνική Τέχνη».
Η υπουργός, όμως, δεν παρέλειψε ν’ αναφερθεί και στο νέο πρόσωπο που αναλαμβάνει το τιμόνι της Πινακοθήκης. «Σήμερα, όμως, είχαμε την ευκαιρία τούτη την ημέρα των εγκαινίων να δούμε επίσημα, για πρώτη φορά, τη νέα Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, την αγαπητή Συραγώ Τσιάρα, η οποία αναλαμβάνει να οδηγήσει την Πινακοθήκη με τον δυναμισμό της, την πολύχρονη επιτυχημένη εικαστική εμπειρία της και τις εξειδικευμένες γνώσεις της σε μια νέα πορεία». Απευθυνόμενη στη νέα διευθύντρια, της ευχήθηκε:
«Αγαπητή Συραγώ, νομίζω ότι παραλαμβάνεις την Εθνική Πινακοθήκη ως ένα απόλυτα σύγχρονο μουσείο με όλες τις δυνατότητες και τις προδιαγραφές που δείχνουν τον δρόμο του μέλλοντος. Μια Πινακοθήκη που μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες όλων. Εύχομαι από καρδιάς να ξεκινήσεις ένα νέο δημιουργικό κεφάλαιο για την Πινακοθήκη, για τη δική σου προσωπική σταδιοδρομία, ανοίγοντας αυτό το μουσείο ακόμη περισσότερο στο ελληνικό κοινό, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Αυτό, νομίζω, θα είναι η καλύτερη ενθύμηση - δε λέω μνημόσυνο, γιατί δεν μου αρέσει η λέξη – της Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα».
Η νέα διευθύντρια, με ένα ελαφρύ τρακ στην αρχή που την έκανε προσιτή, ευχαρίστησε την ελληνική πολιτεία και δήλωσε πως «δεν είναι αυτονόητο ότι η πορεία ενός ανθρώπου δικαιώνεται με μία τόσο σημαντική ανάθεση. Όπως είπα και στην πρώτη μου δήλωση, θα κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμβάλλω αυτό το πολύ σημαντικό ίδρυμα να προχωρήσει στη νέα εποχή, κεφαλαιοποιώντας όλη τη μεγάλη κληρονομιά των 122 χρόνων λειτουργίας των συλλογών, των ανθρώπων, των κτιριακών εγκαταστάσεων∙ πάνω απ' όλα όμως, της αγάπης και τη σύνδεσης που έχει η Πινακοθήκη με τους πολίτες της χώρας και τους ξένους επισκέπτες μας. Θεωρώ ότι η σχέση της Εθνικής Πινακοθήκης με την ταυτότητα του έθνους, με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό ως πολίτες, είναι πολύ σημαντική και διαχρονική».
Η κ. Τσιάρα έδωσε και το στίγμα της έκθεσης Παρθένη, μεταφέροντας στο κοινό το αίσθημά της: «Με τον τρόπο που είναι στημένη, αισθάνθηκα ότι έμπαινα σε μια ανοιχτή αγκαλιά, σε ένα δάσος από μορφές - ανθρώπινες κυρίως, αλλά και φυσικές - όπου το αλληγορικό στοιχείο συνομιλεί και η εξαΰλωση ή η ραδινότητα των μορφών, συνομιλεί με το φυσικό περιβάλλον με έναν τρόπο οραματικό. Είναι, λοιπόν, μια ανοιχτή αγκαλιά αυτή η έκθεση κι απηχεί την πίστη της Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα στη δύναμη της τέχνης, την οποία θα κρατήσουμε ως οδηγό. Έκλεισε με ένα «δάνειο» από τον Παρθένη που έλεγε σε συνέντευξή του πως «οι καλλιτέχναι πρέπει να εργάζονται με τον νουν και την ψυχήν και όχι μόνον με τον χρωστήρα και την σμίλην» (εφημ. Πρωία 1930). Άρα λοιπόν, δεν είναι μόνο τα εργαλεία, τα οποία βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο αυτή την στιγμή στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά το πάθος, η αγάπη, η γνώση και το βίωμα που θα μοιραστούμε από δω και πέρα και στα επόμενα βήματα».
Η συναρπαστική διαδρομή της ζωγραφικής του Κ. Παρθένη ξετυλίγεται στον υπόγειο χώρο των περιοδικών εκθέσεων. Γεννημένος στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, το 1878, ο ζωγράφος έζησε τα χρόνια της νιότης στην ελληνική συνοικία, μια αστική γειτονιά πολύ κοντά στο Πατριαρχείο μας και στο σπίτι του Καβάφη. Από μητέρα Ιταλίδα και πατέρα Έλληνα, ο νεαρός Κωστής μαθήτευσε στο γαλλικό κολέγιο των Ιησουιτών, λαμβάνοντας μια παιδεία κλασική με ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Ο ζωγράφος ορφάνεψε πολύ γρήγορα κι από τους δύο γονείς σε νεαρή ηλικία –προτού καν ενηλικιωθεί – αλλά σημαντικοί πάτρωνες όπως ο ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, τον έθεσαν υπό την προστασία τους, αναγνωρίζοντας πολύ νωρίς το ταλέντο του.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να πούμε ότι Παρθένης ανδρώθηκε ουσιαστικά στην ελληνική κοινότητα που είχε έντονο το στοιχείο της σύνδεσης με τη μητροπολιτική Ελλάδα και μάλιστα, είχε ενεργό ρόλο στην αναγέννησή της. Έτσι, ο Κωστής με τη βοήθεια της ομογένειας, μαθήτευσε στη Βιέννη, όπου ήταν κέντρο τότε της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ζωγραφίζοντας μάλιστα στην ορθόδοξη μητρόπολη του Αγίου Γεωργίου Βιέννης. Τα πρώτα έργα της έκθεσης δείχνουν τις τεχνοτροπικές επιρροές από τους Γάλλους συμβολιστές, όπως ο Πυβί ντε Σαβάν, από τους ναμπί, όπως ο Μωρίς Ντενί, που σφράγισαν το έργο του όχι μόνο στη μορφολογία, αλλά και στις θεματικές του επιλογές με τα θρησκευτικά έργα και τις ιδεαλιστικές αλληγορίες, που κυριαρχούν στη δημιουργία του ζωγράφου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Ενώ ο Παρθένης υποστηρίχθηκε από τα πιο δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, ο τόπος του επεφύλαξε πολλά και αντιφατικά: αμφιλεγόμενη, συχνά εξοντωτική κριτική και υπονομεύσεις που τον βύθισαν στη σιωπή και την απομόνωση, με ένα τέλος ανάξιο. Το παρασκήνιο των μέτριων και των συντηρητικών καλλιτεχνών, που επισήμανε και η υπουργός στην ομιλία της, μέσα στη γενικότερη πολιτική αστάθεια, τον πόλεμο και την Κατοχή, έδρασε εναντίον του τόσο στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου διετέλεσε καθηγητής, όσο και στην Ακαδημία Αθηνών. Προτάθηκε για μέλος της τέσσερις φορές, αλλά πάντα υπήρξε κάποιος άλλος ευνοημένος.
Ο Παρθένης, βυθισμένος στη σιωπή, αποτραβήχτηκε στο τέλος της ζωής του στο εμβληματικό σπίτι - εργαστήριό του κάτω από την Ακρόπολη που δεν σώζεται ούτε αυτό. Ο ίδιος όμως δεν έπαψε να ζωγραφίζει τις ιδέες του ως τα βαθιά γεράματα.
Τα ώριμα έργα του Παρθένη μοιάζουν με θεοφάνειες. Η χρωστική ουσία χάνει την υλική της υπόσταση και συμπυκνώνει τα βασικά χαρακτηριστικά του Δάσκαλου: έμφαση στη γραμμή, υποχώρηση του χρώματος, έντονο στιλιζάρισμα. Ο Παρθένης, αυτός που εισήγαγε την αρμονία των καθαρών χρωμάτων στην νεοελληνική ζωγραφική, τα έσβησε απ’ το έργο του για να μην τον εμποδίζουν στη σύνθεση των αρμονικών και καθαρών σχημάτων. Στο τέλος, θεωρούσε σύμβολα τα ίδια τα εικαστικά στοιχεία κι έδινε μορφή αγγέλων στις αφηρημένες έννοιες της Πειθαρχίας, της Νίκης, της Ομόνοιας, της Ομορφιάς κλπ. Οι ιδανικές μορφές του που συμβιώνουν αρμονικά με ολύμπιους θεούς και ήρωες της Επανάστασης, μετεωρίζονται σε έναν υπερβατικό χώρο, που δίνει το όνομα της έκθεσης: «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του».
«Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές στον θλιβερό κόσμο του βαθέος γήρατος, στο εξουθενωτικό μεσοδιάστημα του ζωντανού θανάτου, χωρίς ακοή, με χέρια ημιπαράλυτα, με αρθριτικά που έχουν σκεβρώσει τα χέρια του στην ίδια κίνηση της δουλειάς του, σαν να κρατάει ένα πινέλο ή ένα μολύβι» τον περιγράφει, λίγο πριν το τέλος, στα 89 του χρόνια η Mαρία Kαραβία. Τι οφείλουμε στον Παρθένη; Είναι ο ζωγράφος ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, συμβολίζει την ένταξη της νεοελληνικής περίπτωσης στην ευρύτερη ευρωπαϊκή τέχνη. Με το κριτήριο αυτό δικαιώνει την επιλογή της Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα κι αντανακλά τη μεγάλη της αγάπη στο έργο του κορυφαίου Δασκάλου.