Είναι κοινή διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια συντελείται μία μεγάλη αλλαγή στην παγκόσμια οικονομία, την παγκόσμια βιομηχανία και το παγκόσμιο εμπόριο. Η «χρυσή» περίοδος μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η οποία χαρακτηρίστηκε από τη δραστική μείωση των εμποδίων στη δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων σε όποιες χώρες έκριναν πως τους συμφέρει, τη μεγάλη ευκολία στην προμήθεια πρώτων υλών από όλο τον κόσμο, την ανεμπόδιστη διακίνηση αγαθών και παροχή υπηρεσιών ανά την υφήλιο, την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και την περίσσεια φθηνού εργατικού δυναμικού φαίνεται πως περνά σταδιακά στην ιστορία.
Όπως και η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας οι καταναλωτές συνήθισαν αν βλέπουν τις τιμές των περισσότερων προϊόντων να μειώνονται σχεδόν κάθε χρόνο. Αφετηρία αυτής της αλλαγής αποτέλεσε (τουλάχιστον στα μάτια μας) η αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα και τον κυρίαρχο ρόλο που παίζει πλέον στην παγκόσμια οικονομία. Κάποιοι είχαν εκτιμήσει πως επρόκειτο για ένα καπρίτσιο του Ντόναλντ Τραμπ αλλά όπως αποδείχθηκε από την πολιτική του διαδόχου του οι δασμοί και οι περιορισμοί στις κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ δεν καταργήθηκαν αλλά απλώς έγιναν πιο στοχευμένοι.
Πριν μερικές ημέρες μάλιστα είδαμε τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να αποφασίζει την επιβολή ακόμα πιο υψηλών δασμών σε ένα ευρύ φάσμα κινεζικών προϊόντων ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ υπόσχεται την επιβολή ακόμα υψηλότερων εφόσον επανεκλεγεί. Από την άλλη μεριά, η πίεση προς την κινεζική τεχνολογική βιομηχανία, η οποία ξεκίνησε με την ουσιαστική εκδίωξη της Huawei από την αμερικανική βιομηχανία τηλεπικοινωνιών και συνεχίστηκε με το κυνηγητό εναντίον της και από τους συμμάχους των ΗΠΑ, κλιμακώνεται όλο και περισσότερο και τείνει να επεκταθεί σε όλο το φάσμα της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας.
Μία άλλη πολύ σημαντική αλλαγή είναι η σταδιακή επιστροφή προς την πολιτική της υποστήριξης της εγχώριας βιομηχανίας μέσω της οικονομικής ενίσχυσης όσων επιχειρήσεων διατηρούν μεταποιητική δραστηριότητα εντός μίας χώρας. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι αυτό του αμερικανικού νόμου Inflation Reduction Act (IRA), μέσω του οποίου οι ΗΠΑ προσπαθούν να προσελκύσουν όσο περισσότερες διεθνείς βιομηχανίες γίνεται, ειδικά σε τομείς που έχουν σχέση με την υψηλή τεχνολογία και την ενεργειακή μετάβαση. Οι ΗΠΑ βέβαια δεν είναι μόνες τους, καθώς την ίδια τακτική ακολουθεί τώρα τελευταία και ο Καναδάς.
Από την μεριά της, η Κίνα ασκεί εδώ και πολλά χρόνια μία πολιτική ουσιαστικής ενίσχυσης των τοπικών βιομηχανιών με εμφανή σκοπό την απόκτηση κυρίαρχης θέσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Πράγμα που είναι φανερό πως έχει καταφέρει σε πολλούς τομείς, ιδιαίτερα δε σε ότι έχει σχέση με τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ηλεκτροκίνηση των οχημάτων.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής μας έχουν πλέον αποφασίσει πως η περίοδος συνεργασίας με αμοιβαίο όφελος έχει περάσει και ήρθε η ώρα του ευθέως ανταγωνισμού, με σίγουρο θύμα τις εμπορικές και επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ τους. Όπως είναι φυσικό, κάπου στη μέση βρίσκονται και όλες οι άλλες χώρες του κόσμου και βέβαια η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επηρεάζεται άμεσα (ίσως και απειλείται) και από την προσπάθεια των ΗΠΑ και του Καναδά να προσελκύσουν όλες τις αξιόλογες επιχειρήσεις των κρατών μελών και από τα πολύ φθηνά και συνολικά ανταγωνιστικά κινεζικά προϊόντα που είτε έχουν ήδη κατακλύσει τον κόσμο, όπως τα φωτοβολταϊκά πάνελ, είτε θα το κάνουν σύντομα όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου προέδρου Μακρόν είναι ενδεικτικές της ανησυχίας που επικρατεί στην Ε.Ε. Ο Μακρόν πιστεύει πως η Ε.Ε. πρέπει να αντιληφθεί άμεσα πως είναι η μόνη που «παίζει» σύμφωνα με τους παγκόσμιους κανόνες εμπορίου και να αντιδράσει ανάλογα όπου διαπιστωθεί πως ζημιώνεται από την «αντιθεσμική» συμπεριφορά των άλλων δυνάμεων. Η λογική μας λέει πως δεν θα αργήσουμε να δούμε επιβολή περιορισμών στις εισαγωγές προϊόντων που έρχονται από τρίτες χώρες, όπως επίσης και την ανάληψη πιο αποφασιστικής δράσης για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Όλα αυτά είναι αδύνατον να αφήσουν αδιάφορες τις ελληνικές επιχειρήσεις. Έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, σύντομα θα δούμε τις εισαγωγές από την Κίνα να γίνονται πιο ακριβές και τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ να γίνονται μάλλον πιο δύσκολες (μην ξεχνάμε πως ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί με επιβολή δασμών 10% σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ). Και όλα αυτά την ίδια ώρα που το κέντρο βάρος της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου μετατοπίζεται ξεκάθαρα προς την Ανατολή και τον Νότο (σε σχέση με την Ελλάδα και την Ε.Ε.).
Σε μία τέτοια κατάσταση δεν είναι και πολύ εύκολο να πούμε πως θα επηρεαστούν οι εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Είναι όμως σίγουρο πως θα επηρεαστούν με κάποιο τρόπο. Η λογική λέει πως θα επηρεαστούν θετικά όσες επιχειρήσεις έχουν ήδη παραγωγικές δραστηριότητες στις ΗΠΑ, ειδικά αν τα προϊόντα τους απευθύνονται στην τοπική αγορά. Εδώ μας έρχεται άμεσα στον νου η περίπτωση της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ που διαθέτει πολύ σημαντική παρουσία εδώ και δεκαετίες. Ενδεικτική της σημασίας που αποκτά η ύπαρξη παραγωγικών εγκαταστάσεων στις ΗΠΑ είναι και η προσπάθεια της Cenergy Holdings να ανεγείρει στις ΗΠΑ εργοστάσιο παραγωγής ειδικών καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος προκειμένου να ικανοποιήσει την τοπική ζήτηση.
Όσο αφορά στις εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα, προφανώς η επιβολή εισαγωγικών δασμών από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είναι καθόλου θετική εξέλιξη για τις επιχειρήσεις που τροφοδοτούν την ελληνική αγορά με προϊόντα που κατασκευάζονται στην ασιατική υπερδύναμη. Χαρακτηριστική ίσως του προβληματισμού μεγάλων εγχώριων εισαγωγικών επιχειρήσεων είναι και η προσπάθεια της Jumbo να διαφοροποιήσει τη σύνθεση των προμηθευτών της και να συνάψει συμφωνίες με εταιρείες που έχουν την έδρα τους πιο κοντά στην Ελλάδα.
Αυτό προφανώς οφείλεται και στην τραυματική εμπειρία με τα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων την περίοδο της πανδημίας αλλά σίγουρα έχει σχέση και με τις εξελίξεις στο μέτωπο των εμπορικών πολέμων. Για τις επιχειρήσεις που εισάγουν από την Κίνα προϊόντα που δεν είναι εύκολο να τα προμηθευτούν από αλλού τα πράγματα ίσως είναι πιο δύσκολα. Δεν είναι όμως φρόνιμο να πούμε κάτι περισσότερο αυτή τη στιγμή, καθώς δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα για τη φύση των μέτρων που θα πάρει κάποια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ενδιαφέρον έχει η περίπτωση των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων που προμηθεύουν εργοστάσια μεγάλων βιομηχανιών που βρίσκονται στο έδαφος της Ε.Ε. Αν η ηγεσία της Ένωσης αποφασίσει τελικά να πάρει μέτρα ενίσχυσης των βιομηχανιών που βρίσκονται στις χώρες μέλη, τότε αυτό θα είναι αναμφίβολα μία πολύ θετική εξέλιξη. Ειδικά στην περίπτωση των επιχειρήσεων που προμηθεύουν την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ θετικά.
Όχι μόνο γιατί θα αποκτήσουν ένα πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές τους από τρίτες χώρες αλλά και γιατί αναμένεται και η δημιουργία νέων εργοστασίων εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως από κινεζικές επιχειρήσεις οι οποίες αντιλαμβάνονται πως με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσουν πολύ πιο εύκολα πρόσβαση στους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Γενικότερα πάντως, και σύμφωνα με ό,τι μπορούμε να καταλάβουμε διαβάζοντας αναλύσεις στον διεθνή Τύπο, πέρα από τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτός ο εμπορικός πόλεμος που συνδυάζεται με την πριμοδότηση των εγχώριων βιομηχανιών κάθε κράτους, μία σχεδόν βέβαιη είναι η αύξηση του κόστους των προϊόντων για τους καταναλωτές.
Αυτό μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να αντισταθμιστεί εν μέρει από την αύξηση των μισθών αν βελτιωθούν οι οικονομικές επιδόσεις αυτών των βιομηχανιών αλλά για τους περισσότερους πολίτες τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο καλά. Θέλουμε δεν θέλουμε, κάτι παρόμοιο θα γίνει και στη χώρα μας.