Πόσο έτοιμη είναι η Ευρώπη για ενεργειακή βαρυχειμωνιά;

Πόσο έτοιμη είναι η Ευρώπη για ενεργειακή βαρυχειμωνιά;

Mε το σταγονόμετρο πραγματοποιείται η ροή ρωσικού αερίου από τον Νord Stream 1, ενώ η ενέργεια αποτελεί «όπλο» στα χέρια του Πούτιν, που την εργαλειοποιεί. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα γίνει τον χειμώνα, όπου οι ανάγκες για φυσικό αέριο είναι αυξημένες. «Ενδεχόμενος περαιτέρω περιορισμός της ροή φυσικού αερίου στην Ευρώπη επηρεάζει αρνητικά επιχειρήσεις, αγορές και πολίτες» αναφέρει σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Liberal o Ευάγγελος Διοικητόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ερευνητικός Συνεργάτης, King’s College London, Data Analytics for Finance and Macro (DAFM) Research Centre. Ο ίδιος σημειώνει πως «η ετοιμότητα της Ευρώπης σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο στηρίζεται στα εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει και αυτά είναι περιορισμένα». 

Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλος

 Πώς θα αντιδράσουν οι αγορές σε περίπτωση που μειωθούν περαιτέρω οι ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη;

Αυτό το ενδεχόμενο θα επηρεάσει αρνητικά τις αγορές λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, οι τρέχουσες αποφάσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων εξαρτώνται από τα μελλοντικά εισοδήματα/κέρδη και, πιο σημαντικά, από την ποσότητα των αγαθών που μπορούν να αγοραστούν/επενδυθούν από αυτά τα μελλοντικά εισοδήματα/κέρδη.

Δεδομένης της ζήτησης για το βασικό αγαθό της ενέργειας, ο περιορισμός τροφοδοσίας της Ευρώπης με φυσικό αέριο, οδηγεί σε μείωση της προσφοράς του αγαθού ενέργειας, αύξηση της τιμής του, αύξηση στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων, μείωση της προσφερόμενης ποσότητας αγαθών, αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών και μείωση των πραγματικών εισοδημάτων/κερδών, όπως παρατηρούμε και από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία. Επίσης, η αβεβαιότητα και ο πανικός, είτε από τα νοικοκυριά ή τον πολιτικό κόσμο, πολλαπλασιάζει τα παραπάνω αποτελέσματα.

 Είναι έτοιμη η Ευρώπη για διακοπή τροφοδοσίας του ρωσικού αερίου ή περιορισμού της ροής του;

Η ετοιμότητα της Ευρώπης στηρίζεται στα εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει και αυτά είναι περιορισμένα. Μια αύξηση των τιμών των πρώτων υλών μπορεί να αντιμετωπιστεί με:

α) αύξηση της παραγωγής ενέργειας, η οποία στην περίπτωση του φυσικού αερίου είναι αδύνατη.

β) υποκατάσταση με άλλες πηγές ενέργειας η όποια, όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είναι χρονοβόρα καθώς η τεχνολογία αποθήκευσης τους βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. Επίσης, η υποκατάσταση με χρήση με άλλες πηγές ενέργειας, όπως ο λιγνίτης, είναι περιορισμένη στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και εκεί που είναι λιγότερο περιορισμένη, η χρήσης τους έρχεται με κόστος στο φυσικό περιβάλλον και την υγείας μας.

γ) μείωση της ζήτησης για ενέργεια. Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης λειτουργεί είτε με αλλαγή καταναλωτικής συμπεριφοράς, είτε με επιβολή ποσοστώσεων στην κατανάλωση ενέργειας (δελτία απόκτησης ενέργειας) ή οποία έχει κόστος στην καθημερινότητα των νοικοκυριών. Η ποσόστωση χρήσης ενέργειας στις επιχειρήσεις δεν βοηθάει, καθώς μειώνει την παραγωγή και δημιουργεί επιπλέον πληθωρισμό.

Στο παραπάνω σενάριο, πώς επηρεάζεται η καθημερινότητά μας;

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, ενδεχόμενη ακόμα μεγαλύτερη μείωση της ροής του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις καθώς θα δουν την αγοραστική δυνατότητα των εισοδημάτων/κερδών τους να περιορίζονται (αύξηση τιμών). Επίσης, οι καταναλωτές θα πρέπει να περιορίσουν τη βασική κατανάλωση ενέργειας με βραχυχρόνιο κόστος τον περιορισμό των καταναλωτικών τους αναγκών. Προσοχή, οποιαδήποτε πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης, είτε από την από την Ευρώπη (μεταξύ άλλων, νομισματική πολιτική) ,είτε εθνικά πχ καθολικές επιδοτήσεις των τιμών του ρεύματος, διατηρούν (και ενισχύουν) τη χρήση ενέργειας, κερδίζει αυτός που παρέχει την ενέργεια και επιβραδύνεται η προσαρμογή της οικονομίας. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές δεν πρέπει να είναι ενισχυτικές του προβλήματος που καταπολεμάμε.

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μακροχρόνιο και τέτοιες κρίσεις πρέπει να τις βλέπουμε ως ευκαιρία διαρθρωτικών αλλαγών με μελλοντικό όφελος. Γενικά, θα πρέπει να υπάρξει υπομονή από τα νοικοκυριά και τις κυβερνήσεις. Η αύξηση του επιπέδου των τιμών λειτουργεί ως ένας αυτόματος μηχανισμός μείωσης της ζήτησης και κατ’ επέκταση αναχαίτισης των πληθωριστικών πιέσεων. Αν όμως αυτή η προσαρμογή καθυστερεί, τι μπορούμε να κάνουμε εν το μεταξύ;

Από πλευρά οικονομικής πολιτικής, οι επιδοτήσεις ή οποιαδήποτε υποστηρικτική πολιτική θα πρέπει να επιβραβεύει την εξοικονόμηση ενέργειας. Οι καταναλωτές με τη σειρά τους, θα πρέπει να υποκαταστήσουν τη χρήση ενέργειας εκεί που μπορούν, για παράδειγμα, η αντικατάσταση της χρήσης αυτοκίνητου με χρήση μετρό, λεωφορείου ή ποδηλάτου. Αυτό οδηγεί α) σε μικρότερη ζήτηση ενέργειας (άρα χαμηλότερες τιμές και υψηλότερα πραγματικά εισοδήματα) β) σε απόκτηση περιβαλλοντικής συνείδησης η οποία επιταχύνει τη μετάβαση σε πράσινη ενέργεια και συντελεί στο να μην ξαναζήσουμε παρόμοιες καταστάσεις.