Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα για όσους ασχολούνται με την αγορά χρέους αυτή την περίοδο από την άποψη που ακούγεται σε πολλά dealing rooms: «Πού θα βρούμε καλύτερες αποδόσεις από τις τρέχουσες;».
Η αλήθεια είναι ότι αν πέρυσι τέτοια περίοδο που οι διαχειριστές στην αγορά ομολόγων καραδοκούσαν για έστω οριακά θετικές αποδόσεις στα ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, ισχυριζόταν κανείς ότι έναν χρόνο μετά θα έβρισκε την αμερικανική δεκαετία με απόδοση 3,88%, τη γερμανική στο 2,09%, τη γαλλική στο 2,75%, τη βρετανική στο 4,2850%, την ισπανική στο 3,33% κλπ, οι περισσότεροι θα τον θεωρούσαν αν μη τι άλλο αιθεροβάμονα.
Για πολλούς που αναγκάζονταν να επενδύσουν σε ομόλογα χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης για μια απόδοση πέριξ του 4% και 5%, οι τρέχουσες αποδόσεις στην αγορά των κρατικών ομολόγων είναι πραγματικά «μάνα εξ’ουρανού».
Αν κάτι όμως μας έχουν διδάξει οι αγορές είναι ότι ο εχθρός του καλού πολλές φορές είναι το καλύτερο.
Αν δούμε δε τις ομολογιακές αποδόσεις όχι μεμονωμένα, αλλά μέσα στο ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον και τις προοπτικές που έχουν διαμορφωθεί για την παγκόσμια οικονομία και τη νομισματική πολιτική, τότε νομοτελειακά αρχίζει ο προβληματισμός κατά πόσον αυτές οι δελεαστικές αποδόσεις μπορούν να γίνουν ακόμα καλύτερες.
Η μεγάλη εικόνα
Οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν οδηγηθεί σε αυτά τα υψηλά επίπεδα-ήτοι οι τιμές τους τόσο χαμηλά- λόγω των πρωτοφανών πληθωριστικών πιέσεων που διατρέχουν σχεδόν όλες τις οικονομίες και οδηγούν τις Κεντρικές Τράπεζες στην πολιτική της νομισματικής και ποσοτικής σύσφιξης, ήτοι στην άνοδο των επιτοκίων και στη μείωση των αγορών ομολόγων μέσω του τερματισμού σιγά σιγά των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης.
Ταυτόχρονα, καθώς οι προοπτικές της αγοράς γίνονται όλο και πιο αβέβαιες- ακριβώς εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού και της επιβράδυνσης της οικονομίας- και οι Κεντρικές Τράπεζες ολοένα και πιο επιθετικές στη ρητορική τους καθώς οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό συνεχώς αναθεωρούνται επί τα χείρω, η επενδυτική κοινότητα προετοιμάζεται για οικονομική επιβράδυνση. Ως εκ τούτου, η διάθεση για ρίσκο σχεδόν για όλα τα χρηματοοικονομικά προϊόντα μειώνεται.
Αυτοί είναι οι λόγοι που οι αγορές κρατικών ομολόγων βρίσκονται σε τροχιά για τη χειρότερη χρονιά από το 1949, όταν η Ευρώπη ανοικοδομούσε τις πόλεις από τα ερείπια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όπως πολύ εύλογα παρατήρησαν οι αναλυτές στρατηγικής της Bank of America.
Οι προοπτικές
Ο αντίλογος στην ερώτηση «Πού θα βρούμε καλύτερες αποδόσεις» προέρχεται από τον μεγαλύτερο παράγοντα των αγορών των ομολόγων, τις ίδιες τις Κεντρικές Τράπεζες.
Είτε ακούει κανείς τον Πάουελ, είτε τη Λαγκάρντ, το συμπέρασμα είναι ένα: Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προκειμένου να ελέγξουν τον πληθωρισμό, θα ωθήσουν τα επιτόκια υψηλότερα και δεν θα διστάσουν αν χρειαστεί να τα διατηρήσουν σε υψηλά επίπεδα, ακόμη και αν αυτή η πολιτική επιφέρει μεγάλο τίμημα για την οικονομία.
Αν τώρα θυμηθούμε προηγούμενους κύκλους σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής θα δούμε ότι οι αποδόσεις είχαν την τάση να κορυφώνονται κοντά στο επιτόκιο - στόχο της Fed.
Το ξέρουμε όμως αυτό το επιτόκιο-στόχο;
Η απάντηση είναι ότι ακόμα δεν το γνωρίζουμε, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γνωρίζουμε τον τελικό σταθμό του πληθωρισμού.
Το έχουμε ξαναπεί: Στο τέλος της ημέρας, τα επιτόκια θα φτάσουν σε εκείνο το ύψος που το πραγματικό επιτόκιο θα καταστεί θετικό. Όσο θα αυξάνεται λοιπόν ο αφαιρετέος- ο πληθωρισμός- τόσο μεγαλύτερος θα πρέπει να καταστεί και ο μειωτέος , δηλαδή το ονομαστικό επιτόκιο.
Μέσα από αυτό το πρίσμα είναι πολύ νωρίς για να ξέρουμε αν οι τρέχουσες αποδόσεις των ομολόγων είναι πράγματι ένα καλό σημείο εισόδου. Αντίθετα, η λογική επεξεργασία των δεδομένων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα οι αποδόσεις των ομολόγων να γίνουν δελεαστικότερες.
Πώς φτάσαμε η Βρετανία να «φιγουράρει» δίπλα στην Ιταλία
Αυτή την εβδομάδα, η οποία σηματοδοτεί και το τέλος του μήνα και του τριμήνου, ήδη η αγορά παρουσιάζει εκ νέου μεγάλη μεταβλητότητα λόγω των ανακοινώσεων για τον πληθωρισμό, αλλά και των ομιλιών διαφόρων διαμορφωτών νομισματικής πολιτικής.
Ειδικά χθες ήταν μια εξαιρετικά σκληρή μέρα για τα ομόλογα, με τις ισχυρές πωλήσεις να επισκέπτονται και την αμερικανική αγορά. Η απόδοση του δεκαετούς έφτασε στο 3,88% και
του 2ετούς πάνω από το 4,30%, με την αντιστροφή της καμπύλης απόδοσης να μας υπενθυμίζει ότι η ύφεση αιωρείται ακόμα και πάνω από την αμερικανική οικονομία, παρά το γεγονός ότι η ενδυνάμωση του δολαρίου είναι ένα ανάχωμα για τον πληθωρισμό, ενώ την ίδια στιγμή δεν αντιμετωπίζει ούτε κατ’ελάχιστο τα προβλήματα ενεργειακού ανεφοδιασμού της Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έχουν ξεκινήσει ήδη οι αποκλίσεις στο spread με την Γερμανία, με τους κερδοσκόπους να είναι πιθανότατα έτοιμοι να τεστάρουν τον μηχανισμό κατά του κατακερματισμού της ΕΚΤ, «χτυπώντας» τις πιο αδύναμες οικονομίες από άποψη χρέους, δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά και πολιτικού κινδύνου.
Στην Ιταλία, η νίκη της ακροδεξιάς και τα δείγματα γραφής εφεξής της Μελόνι είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την αγορά των ομολόγων, ενώ στη Βρετανία, τα κρατικά ομόλογα βρίσκονται σε τροχιά για τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση τους τουλάχιστον από το 1957, με τους επενδυτές να αναζητούν «διεξόδους» μετά το δημοσιονομικό σχέδιο της νέας κυβέρνησης για ιστορικές φορολογικές περικοπές και τη μεγαλύτερη αύξηση δανεισμού από το 1972, προκειμένου να τις χρηματοδοτήσει.
Η αφοπλιστική ειλικρίνεια της Λαγκάρντ
Η παγκόσμια οικονομία αναμένεται σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ να δεχθεί μεγαλύτερο πλήγμα το 2023 από ό,τι είχε προβλεφθεί προηγουμένως, δεδομένου ότι το κόστος για την παγκόσμια οικονομία του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία αγγίζει τα 2,8 τρισ. δολάρια, γεγονός που ροκανίζει τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας το 2023 στο 2,2%, από 2,8% που ήταν η προηγούμενη εκτίμησή του τον Ιούνιο.
Ως εκ τούτου, η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και από άλλες κυβερνήσεις προκειμένου να ελέγξουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια είναι το πιο πιθανό σενάριο.
Αυτό όμως ανεβάζει το ρίσκο για μια νέα άνοδο του πληθωρισμού, όπως επεσήμανε και η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε ομιλία της σε Επιτροπή της Ευρωβουλής.
Η Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε χθες ευκρινώς : «...αναμένουμε ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν περαιτέρω στις επόμενες συνεδριάσεις για να περιοριστεί η ζήτηση και να αποτραπεί ο κίνδυνος επίμονης ανοδικής αναθεώρησης των πληθωριστικών προσδοκιών». Προέβλεψε επίσης ότι η οικονομική δραστηριότητα θα επιβραδυνθεί τα επόμενα τρίμηνα και απηύθυνε έκκληση στις κυβερνήσεις να περιορίσουν τις επιδοτήσεις στα τρόφιμα και την ενέργεια προκειμένου να μην τροφοδοτήσουν εκ νέου τον πληθωρισμό.
Είναι γεγονός ότι ακούγεται σκληρή μια έκκληση για περιορισμό των επιδοτήσεων στα τρόφιμα και την ενέργεια, όμως πριν αρχίσουμε να ασκούμε κριτική για τις συστάσεις της Λαγκάρντ, ας σκεφτούμε την αιτιολόγηση της.
- Πρώτον, ο υψηλός πληθωρισμός περιορίζει τις δαπάνες και την παραγωγή σε ολόκληρη την οικονομία, και αυτοί οι αντίθετοι άνεμοι ενισχύονται από τις διακοπές του εφοδιασμού με φυσικό αέριο.
- Δεύτερον, η αποδυνάμωση της παγκόσμιας ζήτησης, επίσης στο πλαίσιο της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής σε πολλές μεγάλες οικονομίες και η επιδείνωση των όρων εμπορίου, θα σημαίνουν λιγότερη στήριξη για την οικονομία της ζώνης του ευρώ.
- Τρίτον, η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή, όπως αποκαλύπτει η πτώση της εμπιστοσύνης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Οι τρεις αυτές παραδοχές οδήγησαν την ΕΚΤ σε καθοδική αναθεώρηση των τελευταίων προβλέψεων της για την οικονομική ανάπτυξη για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους, αλλά και για το 2023 -πλέον η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 3,1% το 2022, 0,9% το 2023 και 1,9% το 2024 - ενώ αναθεωρήθηκαν και οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό. Πλέον αναμένεται να διαμορφωθεί στο 8,1% το 2022, στο 5,5% το 2023 και στο 2,3% το 2024, με την υποσημείωση ότι οι κίνδυνοι για τις προοπτικές του πληθωρισμού είναι κατά κύριο λόγο ανοδικοί.
Τουτέστιν, πιθανότατα να έχουμε εκ νέου ανοδική επανεκτίμηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις προσδοκίες για τα επιτόκια και κατ’επέκταση για τις αποδόσεις των ομολόγων.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.