Η πτώση του ευρώ, σε χαμηλό ενός έτους, έχει ανάψει τη συζήτηση, αν η τσουλήθρα του κοινού νομίσματος μπορεί να φέρει την ισοτιμία του στο 1-προς-1 με το αμερικανικό δολάριο.
Το ευρώ-δολάριο, το ζευγάρι νομισμάτων με την υψηλότερη συναλλακτική δραστηριότητα παγκοσμίως, έχει εξασθενήσει 6% στα $1,05 από το υψηλό ενός έτους τον Σεπτέμβριο. Σε αυτό συνέβαλλε η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ και η προοπτική επιβολής δασμών στις εισαγωγές που μπορεί να προκαλέσει πλήγμα στην οικονομία της Ευρωζώνης.
Θα μπορούσε το ευρώ να πέσει περισσότερο στο $1; Η απάντηση είναι ότι μπορεί να συμβεί. Η απόλυτη ισοτιμία με το αμερικανικό νόμισμα απέχει μόλις 5% και το ευρώ έχει διολισθήσει στο επίπεδο αυτό δύο φορές: στην αρχή της δεκαετίας του 2000 και άλλη μια φορά, για μερικούς μήνες, το 2022, όταν τα επιτόκια των ΗΠΑ ανέβαιναν ταχύτερα από αυτά της Ευρωζώνης, που αντιμετώπιζε την εκτόξευση των τιμών ενέργειας που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Για τους παίκτες στην αγορά ισοτιμιών, το επίπεδο του 1-προς-1 με το δολάριο έχει ψυχολογική σημασία. Μια διολίσθηση του ευρώ στην περιοχή αυτή μπορεί να επιδεινώσει το αρνητικό κλίμα για το κοινό νόμισμα και να το οδηγήσει ακόμη χαμηλότερα.
Μεγάλες τράπεζες, όπως η Deutsche Bank και η JPMorgan εκτιμούν ότι η πτώση του ευρώ στο $1 μπορεί να συμβεί και θα εξαρτηθεί από το σκέλος των δασμών από τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Επίσης, οι φοροελαφρύνσεις που έχει κατά νου ο Τραμπ μπορεί να αναζωπυρώσουν τον πληθωρισμό και να περιορίσουν τις μειώσεις επιτοκίων της Fed. Το σενάριο αυτό θα έκανε το δολάριο πιο ελκυστικό από το ευρώ.
Στην πραγματική οικονομία, η επίπτωση στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μιας εξασθένησης του ευρώ θα ήταν ότι θα αυξηθεί το κόστος των εισαγωγών.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές στα τρόφιμα, την ενέργεια και στις πρώτες ύλες, εξέλιξη που θα ήταν πληθωριστική.
Μετά την έξαρση του πληθωρισμού, σε διψήφια νούμερα, πριν δύο χρόνια, ακολούθησε σχετικά γρήγορη αποκλιμάκωση, που σημαίνει ότι η επίπτωση στις τιμές, από την αδυναμία του νομίσματος, δεν θα ήταν μεγάλη ανησυχία προς το παρόν. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι βλέπουν τον πληθωρισμό να επιστρέφει στον στόχο του 2% την επόμενη χρονιά.
Από την άλλη, η εξασθένηση του ευρώ μπορεί να καταστήσει τις εξαγωγές της Ευρωζώνης φθηνότερες, θετική εξέλιξη για τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, τους οίκους ειδών πολυτελείας και γενικότερα για τις βιομηχανικές εξαγωγές.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία της Γερμανίας, που για μεγάλο διάστημα ήταν η εξαγωγική μηχανή της Ευρώπης, αλλά σήμερα αντιμετωπίζει μετωπικούς ανέμους, μεταξύ των οποίων και την αδυναμία της κινεζικής οικονομίας.
Δεν είναι βέβαια μόνο το ευρώ που βρίσκεται υπό πίεση. Άλλα νομίσματα σημαντικών εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ έχουν, επίσης, χτυπηθεί τις τελευταίες έξι εβδομάδες από τις ανησυχίες για επικείμενους δασμούς.
Το ευρώ έχει χάσει πάνω από 4,5%, αλλά το πέσο του Μεξικού 6% και το γουόν της Κορέας 5,4%. Όσο για το γιέν της Ιαπωνίας, καταγράφει απώλειες σχεδόν 10% φέτος έναντι του δολαρίου.
Μακροπρόθεσμα, δεν είναι όλοι «αρκούδες» για το ευρώ. Αρκετές τράπεζες θεωρούν ότι η διολίσθησή του σε απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο μπορεί να συμβεί, αλλά δε σημαίνει ότι το υιοθετούν ως το πιθανότερο σενάριο.
Ταχύτερες μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε σύγκριση με τη Fed στις ΗΠΑ θα είχαν αρνητική επίδραση στο ευρώ, αλλά υπάρχει και η θετική πλευρά της νομισματικής αυτής χαλάρωσης. Θα πρόσφερε στήριξη στο κοινό νόμισμα μακροπρόθεσμα, γιατί θα τόνωνε τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.
Η ΕΚΤ σήμερα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ότι την τελευταία φορά που το ευρώ έπεσε σημαντικά, το 2022.
Τότε, ο πληθωρισμός είχε πάρει την ανιούσα και η διολίσθηση του ευρώ, κάτω από το $1, πίεζε την ΕΚΤ να προβεί σε αυξήσεις επιτοκίων.
Σήμερα, ο πληθωρισμός κινείται πτωτικά και μια διολίσθηση του ευρώ στο $1 δεν θα ήταν τεράστιος πονοκέφαλος για την ΕΚΤ, που δίνει μεγαλύτερη σημασία στις επιδόσεις του, έναντι καλαθιού νομισμάτων των σημαντικών εμπορικών εταίρων της Ευρωζώνης.
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν επίσης ότι η μετάδοση πιέσεων στον πληθωρισμό από την αδυναμία του νομίσματος είναι σχετικά μικρή, που σημαίνει ότι αδυναμία του ευρώ δεν θα ήταν λόγος να παγώσουν οι μειώσεις επιτοκίων.