Αχρείαστο θόρυβο και ανησυχία προκαλούν το τελευταίο διάστημα στην ελληνική κεφαλαιαγορά αντικρουόμενες νομικές απόψεις για το αν οι Κοινές Επενδυτικές Μερίδες που περιέχουν μετοχές εισηγμένων εταιρειών, εξακολουθούν να απολαμβάνουν τα ευνοϊκά φορολογικά των Κοινών Τραπεζικών Λογαριασμών. Τα σκοτεινά σημεία μετά τις αλλεπάλληλες αλλαγές των νόμων τα τελευταία χρόνια έρχονται τώρα στην επιφάνεια και χρήζουν άμεσης ρύθμισης από την Πολιτεία προκειμένου να υπάρξει ασφάλεια δικαίου, να κλείσουν οι τρύπες εκμετάλλευσης επενδυτών από trusts και να μην προκληθούν ολέθριες συνέπειες στην ελληνική κεφαλαιαγορά.
Οι Κοινές Επενδυτικές Μερίδες είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στο εξωτερικό αλλά και στην ελληνική αγορά καθώς εδώ και πολλά χρόνια επιτρέπουν σε χιλιάδες μετόχους να μοιράζονται με την οικογένειά τους ή άλλους συν-επενδυτές το χαρτοφυλάκιο των μετοχών τους, και να έχουν τα ίδια δικαιώματα στη διαχείρισή τους. To πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι εμπίπτουν στο ίδιο ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς που προέβλεψε ο νόμος 5638/32 για τους Κοινούς Τραπεζικούς Λογαριασμούς, σύμφωνα με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα σε περισσότερους του ενός καταθετών (ή επενδυτών στις ΚΕΜ) να παρακάμψουν την κληρονομική διαδοχή και να αποφύγουν την καταβολή φόρου κληρονομιάς και δωρεάς υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Με λίγα λόγια αν κάποιος από τους δικαιούχους φύγει από τη ζωή, οι μετοχές (και στην περίπτωση των Κοινών Τραπεζικών Λογαριασμών, τα χρήματα) περιέρχονται αυτοδίκαια στους υπόλοιπους συνδικαιούχους εφόσον έχει δηλωθεί η υπαγωγή στη διάταξη του άρθρου 2 του νόμου 5638/1932, ενώ αν δεν έχει δηλωθεί, το υπόλοιπο των αξιογράφων μεταφέρεται στους λογαριασμούς των κληρονόμων ως ως κληρονομιαία περιουσία.
Όπως επισημαίνει στο Liberal ο επικεφαλής της Δικηγορικής εταιρείας Κουμεντάκης και Συνεργάτες, Σταύρος Κουμεντάκης, «οι διατάξεις για τους Κοινούς τραπεζικούς Λογαριασμούς (:ν. 5638/1932) είναι απολύτως ευνοϊκές για τους συνδικαιούχους και των Κοινών Εποενδυτικών Μερίδων. Κατά τη δική του ερμηνεία την οποία διαυπώνει με βεβαιότητα, εξακολουθούν να ισχύουν, εφόσον το επιλέξουν οι συνδικαιούχοι. Η εφαρμογή τους στις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες, παρέχει στους συγκυρίους των Κοινών Επενδυτικών Μερίδων αντίστοιχες διευκολύνσεις με αυτές του κοινού, τραπεζικού, λογαριασμού. Οι ευχέρειες που παρουσιάζει η δημιουργία Κ.Ε.Μ. εντοπίζεται, σαφώς, σε θέματα κληρονομικής διαδοχής, καθώς, σε περίπτωση θανάτου ενός δικαιούχου Κ.Ε.Μ., οι αξίες που βρίσκονται στην κοινή επενδυτική μερίδα περιέρχονται αυτοδικαίως στους συνδικαιούχους του».
Στον νέο κανονισμό του Αποθετηρίου προκύπτει με ευκρίνεια ότι οι δύο κοινοί λογαριασμοί (επενδυτικός και τραπεζικός) παραμένουν σε πλήρη σύνδεση. Συγκεκριμένα αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι :
Η άποψη του κ. Κουμεντάκη όπως και της πλειονότητας των νομικών που γνωρίζουν άριστα το θέμα των Κοινών Επενδυτικών Λογαριασμών είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Ισχυρότερη μεν, καθώς αυτή υιοθετείται μέχρι σήμερα, αλλά δεν παύει να αποτελεί ερμηνεία η οποία έρχεται σε αντίθεση με άλλες νομικές ερμηνείες σύμφωνα με τις οποίες δεν ισχύουν πλέον τα ίδια ευεργετήματα για τις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες και τους Κοινούς Τραπεζικούς Λογαριασμούς.
Εξ ου και προκύπτει ως άμεσα αναγκαία μια διευκρινιστική ρύθμιση από τις φορολογικές Αρχές προκειμένου να υπάρξει ασφάλεια δικαίου και να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς - καθώς σε αντίθετη περίπτωση εκατομμύρια Ελλήνων επενδυτών ευρώ θα έκαναν φτερά σε ξένες εταιρείες που δημιουργούν trusts για να εκμεταλλευτούν τις γκρίζες ζώνες της ελληνικής νομοθεσίας.
Αν μπορούμε να μιλήσουμε για «πρόβλημα» (σ.σ δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί σε όλο του το μέγεθος) αυτό άρχισε να δημιουργείται καθώς οι νομικοί σύμβουλοι διαφόρων ξένων εταιρειών ισχυρίζονται ότι οι Κοινές Επενδυτικές Μερίδες δεν διασφαλίζουν φορολογικά τους δικαιούχους, με σκοπό να τους πείσουν να μεταφέρουν τις μερίδες τους στο εξωτερικό.
Η γκρίζα ζώνη δημιουργήθηκε στα χρόνια των μνημονίων. Τη δεκαετία του 1990 με την κωδικοποίηση του Κώδικα Φορολογίας Δωρεάς -Κληρονομιών είχαν επιβεβαιωθεί μια σειρά από φοροαπαλλαγές (π.χ φόρος κληρονομιάς κ.α) για τους Κοινούς Τραπεζικούς Λογαριασμούς, οι οποίες με εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών επεκτάθηκε και στις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες.
Το εν λόγω άρθρο τροποποιήθηκε το 2010 χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά, ούτε αναφορά δια της παραπομπής στις ΚΕΜ αλλά μόνο στους Κοινούς Τραπεζικούς Λογαριασμούς και τις κοινές μερίδες των Αμοιβαίων Κεφαλαίων.
Παρότι έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε, μόλις σήμερα το ζήτημα έχει αρχίσει να παίρνει διαστάσεις και να δημιουργεί ανησυχία.
Το ίδιο το Χρηματιστήριο Αθηνών επιχειρεί το τελευταίο διάστημα να αντιμετωπίσει αυτή την ασάφεια του θεσμικού πλαισίου, ενώ η νομική σύμβουλος του Χ.Α Ernst & Young συντάσσεται με την πλειονότητα των νομικών και κρίνει πως δεν έχει αλλάξει τίποτα, θεωρώντας πως είναι ξεκάθαρο πως η φορολογική αντιμετώπιση των κοινών επενδυτικών μερίδων παραμένει ίδια με αυτή των κοινών τραπεζικών λογαριασμών.
Αν πρέπει να γίνει κάτι άμεσα, πριν ο θόρυβος που έχει σηκωθεί στην κεφαλαιαγορά από τη νομική διχογνωμία προκαλέσει τόσο μεγάλη ανησυχία σε χιλιάδες επενδυτές που διατηρούν κοινές επενδυτικές μερίδες και αρχίσουν να μεταναστεύουν στο εξωτερικό, αυτό είναι οι φορολογικές αρχές να σπεύσουν να ξεκαθαρίσουν το τοπίο και να επιβεβαιώσουν απλά και με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο πως εξακολουθούν να ισχύουν όλα όσα ίσχυαν τόσα χρόνια για τις Κοινές Επενδυτικές Μερίδες και τους Κοινούς Τραπεζικούς Λογαριασμούς.