Υπάρχει μια κοινοτυπία στη Wall Street, «ότι δεν μπορείς να πουλήσεις κάτι, αν προηγουμένως δεν έχεις βρει πως να το ονομάσεις. Για να βγάλεις χρήματα, απαιτεί πιασάρικους τίτλους και εξωτικά αρκτικόλεξα. Ο ιδανικός συνδυασμός θα είναι να περιέχουν αρκετή ασάφεια, ώστε να αποδίδουν τη σημασία και την επιθυμία, χωρίς απαραίτητα να εξηγούν τι ακριβώς πωλείται»
Το νέο καυτό ακρωνύμιο που ενθουσιάζει τη χρηματοοικονομική κοινότητα ακούει στο όνομα SRT (Synthetic Risk Transfer) ελληνιστί, Συνθετική Μεταφορά Κινδύνου. Σύμφωνα με έρευνα του FT Alphaville, η συγκεκριμένη αγορά αγγίζει το $1 τρισ. Η έκπληξη είναι πως τα 2/3 προέρχονται από την Ευρώπη. Είναι σπάνιο φαινόμενο να κυριαρχεί η Ευρώπη στη χρηματοοικονομική μηχανική έναντι των ανταγωνιστών στη Wall Street.
Η προγενέστερη ονομασία ήταν Credit Risk Transfer (CRT), ενώ στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, μετονομάστηκε σε Significant Risk Transfer - Σημαντική Μεταφορά Κινδύνου - που συμπίπτει με την τωρινή συντομογραφία SRT.
Με αυτό τον τίτλο αποτυπώνεται στις κατευθυντήριες γραμμές της EBA, όπου και έδωσε τις ευλογίες της για τη χρήση του συγκεκριμένου εργαλείου. Ταυτόχρονα, εξηγεί και το λόγο που ο μεγαλύτερος όγκος συναλλαγών εντοπίζεται στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Κάτι που μάλλον πρόκειται να αλλάξει σύντομα, καθώς η FED με την επεξηγηματική εγκύκλιο του Σεπτεμβρίου 2023, έδωσε ουσιαστικά το πράσινο φως στις αμερικανικές τράπεζες να εγγράψουν δάνεια κάτω από το καθεστώς SRT.
Τι είναι λοιπόν και πως λειτουργεί η όχι και τόσο νέα, όπως διαπιστώνεται καινοτομία;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2007-8, οι εποπτικές αρχές, απαίτησαν από τα πιστωτικά ιδρύματα να έχουν επαρκή κεφάλαια να καλύψουν τυχόν ζημιές που θα προκύψουν από τα χαρτοφυλάκια τους. Με βάση τους κανόνες της Βασιλείας III, αυτό καθορίζεται από τα Σταθμισμένα Στοιχεία Ενεργητικού ή Risk Weighted Assets (RWA).
Τα RWA χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του ελάχιστου ποσού κεφαλαίου που πρέπει να κατέχει μια τράπεζα σε σχέση με το προφίλ κινδύνου των δανειοδοτικών της δραστηριοτήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Αυτό γίνεται για να μειωθεί ο κίνδυνος αφερεγγυότητας και να προστατευθούν οι καταθέτες. Όσο περισσότερο ρίσκο έχει μια τράπεζα, τόσο περισσότερα κεφάλαια χρειάζεται. Η κεφαλαιακή απαίτηση βασίζεται σε εκτίμηση κινδύνου για κάθε είδος τραπεζικού περιουσιακού στοιχείου.
Για παράδειγμα, ένα δάνειο πιστωτικής κάρτας θεωρείται πιο ριψοκίνδυνο από ένα στεγαστικό δάνειο που εμπεριέχει εξασφαλίσεις και επομένως απαιτεί περισσότερο κεφάλαιο. Ένα ομόλογο του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, από την άλλη πλευρά, έχει υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα και η κατοχή αυτών των περιουσιακών στοιχείων απαιτεί από την τράπεζα να διαθέτει πολύ λιγότερο κεφάλαιο από ένα εμπορικό δάνειο.
Σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙΙ, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και οι τίτλοι επιβαρύνονται με κίνδυνο 0%, ενώ τα στεγαστικά δάνεια κατοικιών που δεν είναι εγγυημένα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σταθμίζονται από 35% έως 200%, ανάλογα με μια κυλιόμενη κλίμακα αξιολόγησης κινδύνου.
Το SRT είναι ένα εμπεριστατωμένο εργαλείο διαχείρισης κινδύνου που χρησιμοποιούν οι τράπεζες από τη δεκαετία του 1990 για να μοιράζονται τον πιστωτικό κίνδυνο ενός χαρτοφυλακίου δανείων με τρίτους επενδυτές, όπως ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία και ταμεία εναλλακτικών επενδύσεων.
Σε ένα SRT, μια τράπεζα και ένας τρίτος επενδυτής υπογράφουν μια σύμβαση, στην οποία συμφωνούν ότι η τράπεζα θα πληρώσει στους επενδυτές ένα συγκεκριμένο επιτόκιο για να αναλάβουν μερίδιο του πιστωτικού κινδύνου ενός χαρτοφυλακίου δανείων. Αυτό το μερίδιο είναι γενικά η πρώτη ζημιά ή το μικρότερο κομμάτι ολόκληρου του χαρτοφυλακίου.
Σε αντάλλαγμα, ο επενδυτής συμφωνεί να καλύψει τις ζημίες του δανειακού χαρτοφυλακίου μέχρι ένα όριο. Το όριο συνήθως ποικίλλει ανάλογα με τη συναλλαγή και τη δικαιοδοσία. Για παράδειγμα, το όριο για τις τράπεζες των ΗΠΑ είναι το πρώτο 12,5% των ζημιών, που συχνά αναφέρεται ως η δόση από 0 έως 12,5%.
Όπως υπογραμμίζει το Reuters, οι επενδυτές σε μεταβιβάσεις κινδύνου, ενδέχεται να ζητήσουν κουπόνια που ισοδυναμούν με περίπου το 15% των ζημιών που ασφαλίζουν στην Ευρώπη και ίσως το 12% στις ΗΠΑ. Αυτό το κουπόνι συνήθως, περιλαμβάνει ό,τι οι επενδυτές πιστεύουν ότι θα χάσουν για την κάλυψη των μη ανακτήσιμων χρεών των τραπεζών. Για τους δανειστές, εξακολουθεί να αξίζει τον κόπο.
Εκτός από την απελευθέρωση κεφαλαίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλες κερδοφόρες χρήσεις, έχουν ουσιαστικά εξομαλύνει το κόστος τους μετατρέποντας τις κατ' αποκοπή πιστωτικές απώλειες σε μια ροή πληρωμών που μοιάζουν με τόκους.
Το κίνητρο για τους πιστωτές, είναι πρωτίστως η ανακούφιση της επάρκειας κεφαλαίων. Γίνεται περισσότερο δελεαστικό καθώς πλησιάζουμε προς την εφαρμογή του τελευταίου συνόλου κανόνων, που έχει τον τίτλο «Basel III Endgame». Τα απελευθερωμένα κεφάλαια μπορούν να κατευθυνθούν σε επιστροφές κεφαλαίων, χρηματοδοτήσεις και πάσης φύσεως επενδυτικές δραστηριότητες.
Εδώ αναφύεται και μια σειρά κινδύνων, που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη χρήση του SRT. Τα πιστωτικά ιδρύματα θέλουν να έχουν όσο κεφάλαιο χρειάζεται για να ικανοποιήσουν τις ρυθμιστικές αρχές, τους οίκους αξιολόγησης, τους πιστωτές και τους μετόχους, αλλά όχι περισσότερο. Γενικά, όσο περισσότερα κεφάλαια πρέπει να έχει μια τράπεζα, τόσο χαμηλότερα τα κέρδη της.
Είναι πιθανό, η εξάπλωση της μεταφοράς ρίσκου, να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση πως έχει μετριασθεί ο κίνδυνος και οι όποιες ζημιές είναι ελεγχόμενες. Επομένως, οι τράπεζες θα διακρατούν λιγότερα κεφάλαια και θα δίνουν όλο και περισσότερα δάνεια και θα επιδίδονται σε πιο επισφαλείς επενδύσεις, προσθέτοντας νέα στρώματα χρέους. Αρκεί ένα ισχυρό ταρακούνημα, που θα έθετε αμφιβολίες για τη φερεγγυότητα όλων των συμμετεχόντων.
Όπως μας δίδαξε η ξεχασμένη πια οικονομική κρίση, οι ζημιές σε μια κατηγορία ενεργητικού, κάνουν πολύ εύκολα μετάσταση σε θεωρητικά ασφαλή προϊόντα και σίγουρα δεν περιορίζονται στα διαχειρίσιμα επίπεδα του 10-15%.
Επίσης, φαίνεται πως τα ιδιωτικά πιστωτικά κεφάλαια έχουν αρχίσει να γίνονται ιδιαίτερα ενεργά σε SRT, καθώς έλκονται από τις εντυπωσιακές αποδόσεις. Το ΔΝΤ εκτιμά πως τα εν λόγω κεφάλαια έχουν αναπτυχθεί γεωμετρικά, φτάνοντας τα $2 τρισ., για να το διαψεύσει η JP Morgan, ανεβάζοντας τον πήχη στα $3,1 τρισ.
Αυτό το πλέγμα σχέσεων, μεταξύ τραπεζικού συστήματος και ιδιωτικών κεφαλαίων, έχει ήδη δημιουργήσει ανησυχίες στις ρυθμιστικές αρχές. Το ΔΝΤ μάλιστα, επισημαίνει στην τελευταία έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ότι το SRT δύναται να δημιουργήσει αρνητικές αυτοτροφοδοτούμενες κρίσεις.
Η μόχλευση αποτελεί ταυτόχρονα πονοκέφαλο αλλά και ερωτηματικό για το εύρος της. Αν οι τράπεζες δανείζουν ιδιωτικά κεφάλαια για να αγοράζουν τις εκδόσεις SRT, τότε δε μεταφέρουν τον κίνδυνο εκτός. Αντιθέτως, μεγεθύνουν το ρίσκο, καθώς μεταμφιέζουν υποχρεώσεις υψηλού ρίσκου σε χαμηλό. Παράλληλα, η μετάδοση ανισορροπιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα γίνεται πολύ πιο επικίνδυνη.
Το Ταμείο συμπληρώνει, ότι οι μεταφορές ενδέχεται επίσης, να συγκαλύπτουν την ανθεκτικότητα των παραδοσιακών δανειστών, επειδή βελτιώνουν τα αποθέματα ασφαλείας μιας τράπεζας, ενώ αφήνουν αμετάβλητο το συνολικό επίπεδο κεφαλαίου.
Παρά τις εκατέρωθεν διαβεβαιώσεις, ότι οι τιτλοποιήσεις περιορίζονται σε υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας υποκείμενων τίτλων, το παρελθόν μας διδάσκει ότι σε ανύποπτο χρόνο θα ξεκινήσει - αν δεν έχει ήδη γίνει - η ανάμιξη με τίτλους χαμηλότερης ποιότητας, όπου η διάβρωση των χαρτοφυλακίων αναπόφευκτα θα πυροδοτήσει βόμβα μεγατόνων.
Η ιστορία θα δείξει αν ακόμα μια καινοτομία θα μετατραπεί από χρήσιμο εργαλείο σε κατάρα. Άλλωστε, ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.
* Ο Νίκος Τσαγκανέλιας είναι στέλεχος χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων για τρεις δεκαετίες και διαθέτει μεταπτυχιακό στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές. Από το 2015 εργάζεται στην Tavira Financial Ltd.