Η στήλη αυτή έχει αναφερθεί πολλές φορές στο μπαράζ επενδύσεων των πολυεθνικών αμερικανικών κολοσσών στη χώρα μας, σαν αποτέλεσμα της νέας εποχής στην οποία έχουν περάσει πλέον οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Η Ελλάδα έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε έναν υπολογίσιμο γεωπολιτικό, ενεργειακό και επενδυτικό παίκτη.
Και η πραγματικότητα αυτή απεικονίζεται τόσο στο χρηματιστηριακό πεδίο, όσο και στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Στο μεν πρώτο, παρακολουθούμε μια διαρκή εισροή νέων επενδυτικών κεφαλαίων από την πλευρά των ξένων θεσμικών επενδυτών στις συστημικές τράπεζες και τις ισχυρές εταιρείες υψηλής κεφαλαιοποίησης που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Στο δε δεύτερο, παρακολουθούμε σημαντικές αμερικανικές επιχειρήσεις όπως είναι η AWS (Amazon Web Services), η Microsoft, η Cisco και η Meta (Facebook) να προχωρούν σε σειρά επενδύσεων στη χώρα μας.
Ωστόσο το κλίμα αυτό, δεν επικρατεί γενικότερα στην Ευρώπη. Όπως είχε αναφερθεί στο άρθρο «Γιατί η ευρωπαϊκή βιομηχανία φοβάται το πακέτο Μπάιντεν», οι Ευρωπαίοι μετά τη ψήφιση του πακέτου Μπάιντεν γνωστού και σαν Inflation Reduction Act (IRA), άρχισαν να διακρίνουν ένα είδος κρυφού προστατευτισμού των ΗΠΑ απέναντι στις εισαγωγές ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων.
Πέραν του προστατευτισμού της αμερικανικής βιομηχανικής παραγωγής, o IRA προβλέπει μια σειρά από επιδοτήσεις των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενέργειας. Στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής προϊόντων «καθαρής ενέργειας», προβλέπονται $40 δισ. φορολογικών κινήτρων και απαλλαγών για τους κατασκευαστές ανεμογεννητριών, ηλιακών πάνελ, μπαταριών και επεξεργασίας κρίσιμων μετάλλων. Προσφέρονται επίσης χαμηλότοκα δάνεια ύψους $20 δισ. για την δημιουργία νέων μονάδων κατασκευής «ενεργειακά καθαρών» οχημάτων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμά ότι ο Inflation Reduction Act, είναι σχεδιασμένος με τέτοιον τρόπο ώστε να παρεμβαίνει στο ανοικτό εμπόριο ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ. Τα φορολογικά και λοιπά κίνητρα που υιοθετεί ο νόμος, ουσιαστικά επιδοτούν την παραγωγή στις ΗΠΑ, καθιστώντας τις εισαγωγές από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακριβότερες. Ειδικά στο χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας και των τεχνολογιών των μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Αυτό λοιπόν όχι μόνο δυσκολεύει τις εξαγωγές των ευρωπαϊκών προϊόντων προς τις ΗΠΑ, αλλά μεταβάλει το παγκόσμιο επενδυτικό περιβάλλον. Διότι ο ΙRΑ ουσιαστικά καθιστά τις ΗΠΑ έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Ήδη σύμφωνα με το Bloomberg η Telsa ανακοίνωσε τον περιορισμό ορισμένων δραστηριοτήτων της στη Γερμανία και το ενδιαφέρον μεταφοράς μέρους της παραγωγής της από την Ευρώπη πίσω στις ΗΠΑ.
Στην Wall Street Journal είχε δημοσιευτεί προ ημερών η είδηση πως η ελβετική εταιρεία κατασκευής ηλιακών πάνελ Meyer Burger Technology AG και η σουηδική κατασκευάστρια μπαταριών Northvolt θεωρούν ότι τα κίνητρα των ΗΠΑ τους έχουν ήδη ωθήσει στην αλλαγή του προσανατολισμού των επενδύσεων τους. Κάτι παρόμοιο σκέπτεται και η Volkswagen για το τμήμα παραγωγής των ηλεκτρικών αυτοκινήτων της.
Τον περασμένο Ιανουάριο, ο Χένρικ Άντερσεν, διευθύνων σύμβουλος της δανικής εταιρείας Vestas Wind Systems A/S, μιας από τις μεγαλύτερες στην κατασκευή ανεμογεννητριών στον κόσμο, είχε καλέσει τους ηγέτες της Ευρώπη να αντιγράψουν τον νόμο των ΗΠΑ.
Και χθες στην οικονομική – χρηματιστηριακή εκπομπή «Squawk Box Europe» του αμερικανικού οικονομικού τηλεοπτικού σταθμού CNBC, ο CEO της Mytilineos, Ευάγγελος Μυτιληναίος, ανέφερε ότι υπάρχει μια τιμωρητική διάθεση των ευρωπαϊκών αρχών απέναντι στις ενεργειακές επιχειρήσεις. Σαν αποτέλεσμα οι ευρωπαϊκές εταιρείες προτιμούν τα κίνητρα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, παρά τις ποινές των ευρωπαϊκών αρχών. Μάλιστα σε παλαιότερη δήλωση του, ο Ευάγγελος Μυτιληναίος είχε χαρακτηρίσει την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, σαν αυτοκτονική.
Στις 14 Μαρτίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να ανακοινώσει το δικό της Green Deal με το Critical Raw Material Act. Η κίνηση αυτή θα αποτελέσει απάντηση στο αμερικανικό Inflation Reduction Act. Θα είναι όμως αρκετή; Θα είναι αποτελεσματική;