Οι κραδασμοί του Χρηματιστηρίου Αθηνών, έχουν γίνει αντιληπτοί από το σύνολο της επενδυτικής κοινότητας. Το οχυρό, που με τόσο κόπο είχε κατακτηθεί και εννοούμε το επίπεδο των 900 μονάδων, δεν άντεξε, με αποτέλεσμα ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου, όχι μόνο να έχει χάσει τα κέρδη του 2022, αλλά και να παρουσιάζει ζημίες. Είναι άραγε η πτώση αυτή, μόνο αποτέλεσμα των αρνητικών συναισθημάτων των επενδυτών, δηλαδή του φόβου και της αγωνίας, της αμφιβολίας και της αποστροφής απέναντι στο ρίσκο; Ή μήπως ανατρέπονται πλέον θεμελιωδώς οι προοπτικές της πραγματικής οικονομίας και των εισηγμένων εταιρειών;
Η εγχώρια οικονομία καλείται να συνεχίσει την πορεία της για το 2022, με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχε σχεδιαστεί. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στον κρατικό προϋπολογισμό, που έχει προβεί σε ορισμένες παραδοχές που ήδη έχουν μεταβληθεί. Αναφερόμαστε και στα επιχειρηματικά σχέδια των εισηγμένων εταιρειών, που καλούνται να αντιμετωπίσουν ανατροπές τόσο όσον αφορά τα κόστη τους, όσο και τους κύκλους εργασιών τους, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε αμφισβήτηση τις προβλέψεις για τα αποτελέσματα του οικονομικού έτους 2022.
Οι βασικοί παράγοντες που δείχνουν να επηρεάζονται μετά από τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και μετά από την υιοθέτηση των κυρώσεων της Δύσης απέναντι στη Ρωσία, είναι τρεις.
- Ο πρώτος παράγοντας είναι το ενεργειακό πρόβλημα και η εξέλιξη του πληθωρισμού.
- Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι επιτοκιακές πολιτικές και οι νομισματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών.
- Και ο τρίτος παράγοντας είναι οι νέες δημοσιονομικές ισορροπίες, που θα προκύψουν από τους προαναφερθέντες εξωγενείς παράγοντες.
Και φυσικά στην τελευταία εξίσωση, τίθεται το ερώτημα του ρυθμού ανάπτυξης που μπορεί να πετύχει η Ελλάδα, μέσα στην κινούμενη οικονομική και γεωπολιτική άμμο.
Γνωρίζουμε τι θα γίνει με τις τιμές της ενέργειας; Όχι. Μόνο κάποιες οριακές προβλέψεις και εκτιμήσεις γίνονται για τα επίπεδα τιμών και τον χρόνο που θα χρειαστεί για την αποκατάσταση της ισορροπίας στις αγορές. Με το πετρέλαιο πάνω από τα $110 το βαρέλι, όλα τα σενάρια είναι ανοικτά. Γνωρίζουμε αν θα υπάρχει ενεργειακή επάρκεια στο σύστημα; Όχι, ούτε αυτό το γνωρίζουμε.
Γνωρίζουμε τι θα γίνει με τις τιμές των αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων; Η επιβάρυνση του κόστους παραγωγής τους είναι δεδομένη. Η μετακύλιση του αυξημένου κόστους, στην τελική τιμή, πρέπει και αυτή να θεωρείται δεδομένη. Οι επιχειρήσεις θα παρουσιάσουν χαμηλότερη κερδοφορία και τα νοικοκυριά, θα διαθέτουν πιο ασθενή πορτοφόλια.
Θα συνεχιστεί η προσπάθεια αύξησης των επιτοκίων και το «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής, σε μια προσπάθεια να ελεγχθούν οι πληθωριστικές πιέσεις; Ή θα μεταβληθεί άρδην, έτσι ώστε να διατηρηθεί αναπτυξιακή πορεία εν μέσω της γεωπολιτικής κρίσης; Πιθανότατα το δεύτερο.
Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν εκ νέου πολιτικές στήριξης των νοικοκυριών και των εργαζομένων. Αναμένεται νέα αύξηση του κατώτατου μισθού και παροχή επιδομάτων, σε κατηγορίες ευάλωτων πολιτών που πλήττονται ιδιαίτερα από την κρίση. Αυτό θα οδηγήσει σε δημοσιονομικές εκτροπές, οι οποίες από αυτά που διαβάζουμε, θα γίνουν αποδεκτές από τις Βρυξέλλες. Με αποτέλεσμα οι απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα να μετατεθούν για το 2024. Όμως ακόμα κι έτσι, τα πράγματα είναι τα δύσκολα. Για παράδειγμα, τα 2 δισ. ευρώ που θα εισρεύσουν στη χώρα για την ενίσχυση της οικονομίας λόγω της ενεργειακής κρίσης, είναι δάνειο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που θα πρέπει να αποπληρωθεί μέσα σε διάστημα 12 ετών.
Το ερώτημα της ανάπτυξης παραμένει και αυτό αναπάντητο. Διότι η ανάπτυξη προϋποθέτει αύξηση των επενδύσεων, αύξηση των εξαγωγών, αύξηση της κατανάλωσης καθώς και αύξηση του τουρισμού. Οι δρομολογημένες επενδύσεις θα συνεχιστούν. Πιθανότατα το ίδιο θα συμβεί και με τις επενδύσεις, που σχετίζονται με το Ταμείο Στήριξης. Άραγε οι εξαγωγές θα συνεχίσουν τον αυξητικό τους ρυθμό, σε ένα κόσμο που θα είναι «μαζεμένος»;
Το ίδιο άλλωστε δεν θα ισχύει και στο ερώτημα της εσωτερικής κατανάλωσης; Το ζήτημα του τουρισμού, είναι και αυτό σημαντικό και όχι τόσο λόγω της πιθανότατης απουσίας Ρώσων τουριστών οι οποίοι άλλωστε το 2021 ανήλθαν στους 110.000. Το πρόβλημα έγκειται κυρίως στις αφίξεις των Αμερικανών, που αντιμετωπίζουν την Ευρώπη ως «όλον», οπότε πιστεύουν ότι η Ευρώπη φλέγεται. Επομένως και το παζλ, του ρυθμού ανάπτυξης, δύσκολα βρίσκει τις λύσεις του, σήμερα.
Οδηγίες χρήσεως: Προσέχουμε και επιλέγουμε κλάδους εταιρειών που όσο το δυνατόν δείχνουν πιο ανθεκτικοί στην κρίση και είναι λιγότεροι εκτεθειμένοι στην αβεβαιότητα. Κι αν δεν είμαστε σίγουροι, καθόμαστε στον άκρη και περιμένουμε να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Δεν είμαστε οι πιο έξυπνοι για να αγοράσουμε στα απόλυτα χαμηλά. Τέλος, κάνουμε κινήσεις τις οποίες αντέχει όχι μόνο το πορτοφόλι μας, αλλά και η καρδιά μας.