Η έναρξη δημοσίευσης των αποτελεσμάτων του α’ τριμήνου στην Wall Street από την Παρασκευή θα είναι μια καλή αφορμή για να στραφεί το ενδιαφέρον των επενδυτών στα θεμελιώδη και την προοπτική των εταιριών πέρα από την τοξική εικόνα των έντονων διακυμάνσεων των τελευταίων ημερών.
Ωστόσο, είναι μάλλον αναμενόμενο η επενδυτική κοινότητα να εστιάσει περισσότερο στο κοντινό μέλλον παρά σε όσα έγιναν κατά την διάρκεια των πρώτων 90 ημερών του 2025. Και τούτο διότι υπάρχει πλέον μια νέα οικονομική πραγματικότητα που θα ενσωματωθεί στην προοπτική της χρονιάς και λέγεται «αύξηση του κόστους πωληθέντων» και παράγεται από την έναρξη εφαρμογής των νέων δασμών αλλά και τα αντίμετρα των χωρών που απάντησαν στις ταρίφες των ΗΠΑ.
Παρόλα αυτά με βάση τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών το α’ τρίμηνο αναμένεται να είναι το έβδομο συνεχόμενο τρίμηνο αύξησης κερδών ανά μετοχή των εταιριών του S&P με μέση αύξηση κερδών 7%. Στο ξεκίνημα της χρονιάς οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις ήταν αισθητά υψηλότερα αναμένοντας αύξηση κερδών 11,7% ωστόσο καθώς το οικονομικό περιβάλλον φορτίστηκε από την φημολογία των δασμών οι αναθεωρήσεις οδήγησαν το ρυθμό αύξησης στο χαμηλότερο σημείο πριν την έναρξη των δημοσιευμένων αποτελεσμάτων. Η εκτιμώμενη μείωση των κερδών είναι υψηλότερη από το μέσο όρο που παρατηρείται τα τελευταία 20 χρόνια (3,3%).
Οι τράπεζες ανοίγουν λοιπόν την αυλαία και παρά το γεγονός ότι ο τραπεζικός κλάδος δεν υπόκεινται σε δασμούς ως κυκλικές επιχειρήσεις οι τραπεζικές δραστηριότητές είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στις τάσεις της ευρύτερης οικονομίας, η οποία με τη σειρά της επιβαρύνεται από τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για τους δασμούς.
Οι κίνδυνοι αστοχιών στις προβλέψεις κερδοφορίας έχουν αυξηθεί, με πολλούς διεθνείς οίκους να αυξάνουν τις πιθανότητες ύφεσης μειώνοντας παράλληλα τις προσδοκίες τους για την αύξηση του ΑΕΠ. Προς το παρόν η επίδραση των δασμών δεν έχει περάσει στην οικονομία ωστόσο αν η κατάσταση δεν αλλάξει σύντομα τα πράγματα θα γίνουν πιο δύσκολα για τις τράπεζες.
Σε μια αδύναμη οικονομική συγκυρία η ζήτηση για πιστώσεις θα μειωθεί και ταυτόχρονα η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών θα επιδεινωθεί καθώς ένα μέρος των υφιστάμενων δανειοληπτών της αδυνατεί να αποπληρώσει τα δάνειά του. Τα μηνιαία στοιχεία για τον όγκο των δανείων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ δείχνουν μια μέτρια αύξηση της ζήτησης δανείων κατά τους τρεις πρώτους μήνες του έτους, με τα επιχειρηματικά δάνεια και τα δάνεια στεγαστικής πίστης να παρουσιάζουν μια μετριοπαθή αύξηση. Το κυρίαρχο ζήτημα ωστόσο είναι κατά πόσον αυτές οι τάσεις μπορούν να διατηρηθούν στο τρέχον μακροοικονομικό περιβάλλον.
Τα προβλήματα στην αγορά εμπορικών ακινήτων είναι γνωστά και έχουν ήδη ληφθεί επαρκείς προβλέψεις από τις μεγάλες τράπεζες. Όπως και με τη ζήτηση δανείων, το βασικό ερώτημα στο μέτωπο της πιστωτικής ποιότητας θα είναι οι προσδοκίες για τις επόμενες περιόδους σε ένα μακροοικονομικό σκηνικό που στην καλύτερη περίπτωση δείχνει πολύ συγκρατημένη ανάπτυξη, αν όχι ύφεση. Επομένως το ενδιαφέρον θα εστιάσει σε σενάρια ενός πιο δύσκολου μέλλοντος και μιας εν δυνάμει νέας αρνητικής αναθεώρησης για το σύνολο της χρονιάς.
Σε κλαδικό επίπεδο οι κλάδοι που σημείωσαν την μεγαλύτερη μείωση στις εκτιμήσεις τους για τα κέρδη ανά μετοχή για το α' τρίμηνο του 2025 από τις 31 Δεκεμβρίου έως τις 31 Μαρτίου είναι ο κλάδος των υλικών (-17,6%) και των καταναλωτικών αγαθών (-10,4%). Από την άλλη πλευρά, ο τομέας των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (+0,1%) ήταν ο μόνος τομέας που κατέγραψε αύξηση στις εκτιμήσεις για το Q1:25 κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου
Επιστρέφοντας στο σύνολο των εταιριών του S&P-500, η υποχώρηση των κεφαλαιοποιήσεων έχει αλλάξει αισθητά τα δεδομένα διαπραγμάτευσης καθώς ο δείκτης P/E για τον S&P 500 για την κερδοφορία των επόμενων 12 μηνών υποχώρησε στις 19,4 φορές (στα υψηλά της αγοράς ήταν πάνω από 22,5 φορές).Παρόλα αυτά παραμένει υψηλότερα από τον μέσο όρο των 10 ετών (18,3x) και οριακά χαμηλότερα από το μέσο όρο της πενταετίας (19,9x)
Μέχρι στιγμή για το 1ο τρίμηνο του 2025 (με 19 εταιρείες του S&P 500 να έχουν ανακοινώσει αποτελέσματα), 12 εταιρείες του S&P 500 έχουν εμφανίσει θετική έκπληξη για τα κέρδη ανά μετοχή και 13 εταιρείες του S&P 500 έχουν εμφανίσει καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις για τα έσοδα.
Εξυπακούεται προς το μεγάλο ενδιαφέρον θα πέσει στον τομέα τεχνολογίας ο οποίος κουβάλησε την αγορά στα τελευταία τρία χρόνια. Η σχέση με τις κινεζικές εισαγωγές δεν είναι αμελητέα και η επενδυτική κοινότητα πιθανότατα θα εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στο μέλλον. Με βάση το καλεντάρι των αποτελεσμάτων αυτό θα το γνωρίζουμε τo κρίσιμο τριήμερο 22-24 Απριλίου. Θα είναι το πρώτο τεστ των προσδοκιών με την νέα πραγματικότητα.