ΔΕΚΑ τιτλοφορείται η πρόσφατη έκδοση που συνυπογράφει ο Βλάσης Φρυσίρας με πρόσωπα από το δημόσιο βίο. Ο γνωστός συλλέκτης και ιδρυτής του ομώνυμου μουσείου τη φορά αυτή συστήνεται ως ζωγράφος, μοιραζόμενος με το κοινό τα έργα που φιλοτέχνησε στην περίοδο της πανδημίας. Για αυτή του την έκθεση στο δημόσιο βλέμμα, μια δεκαμελής ομάδα φιλοτεχνεί στο λεύκωμα ένα «ομαδικό πορτρέτο για τον Φρυσίρα». Πρόκειται για αφηγήσεις προσωπικού χαρακτήρα από καθηγητές, καλλιτέχνες και συγγραφείς που γνωρίζουν τον Βλάση (όχι απλώς τον συλλέκτη) και μιλούν για το ζωγραφικό του εγχείρημα. Εκεί, ο αναγνώστης θα βρει κρίσεις που συνδέουν κι επεξηγούν τις επιλογές του Φρυσίρα με τις όψιμες γυναικείες μορφές που υπογράφει. Ορισμένοι προχωρούν και σε μία αισθητική αποτίμηση που αφορά τη νεοελληνική ζωγραφική συνολικά και την κατεύθυνση που έλαβε από τις εκθέσεις του συλλέκτη στο παρελθόν έως τις μέρες μας.
Ένας από τους «Δέκα» είναι ο ζωγράφος Αλέξης Βερούκας. Η ιστορία του με τον συλλέκτη πηγαίνει πίσω στον χρόνο, όταν ακόμη δεν είχε γίνει το μουσείο στην Πλάκα και οι δύο τους αναζητούσαν την κατάλληλη επίπλωση στο Παρίσι. Ο ζωγράφος βλέπει τα γυμνά του Φρυσίρα ως «Σελεστίνες» διευκρινίζοντας κάτω από τον τίτλο: «αυτές που αγάπησε και μίσησε ατέλειωτα». Η Σελεστίνα, λογοτεχνική ηρωίδα του Φερνάντο ντε Ρόχας, υπήρξε δαιμόνια πλανεύτρα των ερωτευμένων, μάγισσα των πόθων και των καημών κι έτσι την ανακαλεί ο Βερούκας: μια εμμονή στα όρια ερωτικού παροξυσμού που στον Φρυσίρα μετουσιώνεται σε αναζήτηση ζωγραφική. Αναδημοσιεύουμε το σημείωμα του Α. Βερούκα που φωτίζει το βλέμμα των γυναικών, όχι με την ψυχρότητα που απαιτεί η ακαδημαϊκή εργασία, αλλά με τη χάρη ενός συγγραφέα που αποσπά το καίριο από το πλήθος των δεδομένων για να αποκαλύψει τελικά το βλέμμα του δημιουργού τους.
«Κύρια απασχόληση: κυνηγός κεφαλών. Ζωγραφισμένων, ευτυχώς. Αλλά με μια προγονική, μύχια μανία. Το καταλάβαινες όταν τραβούσε έναν πίνακα απ’ τις ατέλειωτες σειρές της αποθήκης του και αισθανόσουνα ένα σύρσιμο ξίφους να τραβιέται απ’ το θηκάρι. Τα κοίταζε με όλο του το σώμα, με τα μάτια και τα άκρα του μαζί. Όπως το κυνηγιάρικο σκυλί πριν να ορμήσει. Έτσι κάπως κοίταζε και σένα (τον ζωγράφο) στην πρώτη συνάντηση, αλλά γρήγορα καταλάβαινες ότι ήταν καρτερία γι’ αδελφοποίηση περισσότερο, παρά αδιακρισία.
Έπρεπε να σπουδάσει δικηγόρος, κατέληξε να διευθύνει ένα από τα ισχυρότερα γραφεία της Αθήνας, αλλά έσερνε ένα βαθύ απωθημένο: ήθελε να γίνει ζωγράφος. Γύρισε όλες τις γκαλερί, όργωσε εργαστήρια, γύρισε σωρούς τελάρα ανάποδα, δίπλωσε τα γόνατά του στις πινακοθήκες της Ευρώπης, στις σχολές Καλών Τεχνών, έκανε εφόδους στα φοιτητικά δωμάτια. Πάτησε πάνω σε αδειασμένα σωληνάρια, πότισε τα ρούχα του με τη μυρωδιά του λινέλαιου, κηλίδωσε τα καλά πουκάμισα με λαδομπογιές και μελάνια, τα μαλλιά του συχνά μύριζαν νέφτι. Ξόδεψε πολλά χρήματα. Μάζεψε κλεμμένες ματιές σε έργα ατελείωτα που κρύβαν οι ζωγράφοι, χάιδεψε πίνακες να πάρουν τα δάκτυλά του τη θερμοκρασία της παστωμένης μπογιάς. Αναστήλωσε δυο αρχοντικά στην Πλάκα και στέγασε τα εκατοντάδες πολύτιμα θηράματά του. Οργάνωσε εκθέσεις που ζηλέψανε πολλά ευρωπαϊκά μουσεία, με ανθρώπινες μορφές από αναρίθμητους ζωγράφους, στην αναζήτησή της Σελεστίνης, της μιας μοναδικής μορφής που θα έδινε στο πρόβλημά του κάποια λύση.
Είχε εξαντληθεί αρκετά, από την κόπωση του βίου, τα γόνατα δεν βοηθούσαν πια, οι πόροι του λιγόστευαν, όμως συνέχισε με κάθε ευκαιρία την αναζήτηση. Έμοιαζε με καταδίωξη μάλλον γιατί ήταν ανάγκη να βρει αυτό το πρόσωπο που του ’ταξε ό,τι αγάπησε, τα πάντα, του έδειξε τα σημεία, τη Ζωή, την Τέχνη, αλλά του μεγάλωνε και τον φόβο της προδοσίας και της απώλειας. Ένα πρωί αξημέρωτο απ’ την αϋπνία, βρήκε σιωπηρά την λύση: εφόσον τόσα χρόνια δεν την εντόπισε θα την έκανε δημιούργημά του. Θα την έφτιαχνε μόνος του.
Μπήκε στο εργαστήριό του και ζωγράφισε. Την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη, σε λίγο μεγαλύτερο τελάρο, ακόμη μεγαλύτερο, τόσο που η ανθρωπομετρία τους να ταιριάξει, και ελεύθερος πια να μπορεί να την αγκαλιάσει να την τραβήξει απ’ το κακό, να τη φιλήσει όταν εκείνη θα γινότανε χολερική, να την συνεφέρει όταν εκείνη θα τυφλωνότανε απ’ τη ζήλια και τον φθόνο. Θα προσπαθούσε να κρατήσει τα δυο της μάτια ανοικτά όταν το ένα, γκριζογάλαζο ζαβό της μάτι γύριζε να κοιτάξει τη χίμαιρα και να γκρεμίσει το σύμπαν. Ζωγράφισε δέκα, δεκαπέντε, τις ζευγάρωσε, τις ένωσε σε κοριτσίστικη παρέα, άρχισαν σιγά - σιγά να γίνονται ένας χορός νέων γυναικών που όλο ανοίγει περισκοπικά κι έτσι θα είναι πάντα έτοιμος όταν φανερωθεί να την κοιτάξει κατάματα.
Ο Βλάσης ζωγραφίζει γυναίκες ευδαίμονες, νωχελικά μοναχικές, καρτερικά ταραγμένες, πάντα με μια αμφισημία στη στάση του σώματός τους όπως και στους κενούς εσωτερικούς - εξωτερικούς χώρους. Ταυτίζει ανάμεσά τους τη μητρική, την αδελφική και τη συντροφική μορφή του έρωτά του. Προσπαθεί να διεισδύσει στον πίσω κήπο των αισθημάτων τους. Με αντικατοπτρισμένο το βλέμμα του σ’ αυτές και τη συμπαράστασή τους, είναι σε επιφυλακή για την ώρα της αναγνώρισης της ασύλληπτης Ξένης. Επί του παρόντος εξακολουθεί να ζωγραφίζει, θαυμάσια, υποψήφιες Σελεστίνες».
«ΔΕΚΑ / TEN Εννέα συγγραφείς και ο ζωγράφος Βλάσης Φρυσίρας» σε επιμέλεια του Ηλία Καφάογλου (δίγλωσση έκδοση στα ελληνικά κι αγγλικά από τον Πατάκη). Γράφουν ακόμη οι: Θανάσης Μουτσόπουλος, Γιάννης Μπασκόζος, Λένα Διβάνη, Ανδρέας Μαράτος, Χρήστος Οικονόμου, Κώστας Παππής, Έλενα Μαρούτσου, Ηλίας Μαγκλίνης, Κώστας Νταούλας.