Εικοσιπέντε χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων οι εμπειρίες μας έχουν εμπλουτιστεί και με τα συμπεράσματα της μακροχρόνιας έντασης του 2020. Ένταση πρωτόγνωρη σε διάρκεια που απαίτησε μια πρωτοφανή κινητοποίηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων παράλληλα με πολυμέτωπη ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών.
Το 1996 η μικρότερης διάρκειας όχι όμως και έντασης κρίση, λάμβανε χώρα σε μια περίοδο κυβερνητικής μετάβασης στην Ελλάδα, σχετικής πολιτικής αστάθειας στην Τουρκία ενώ οι ΗΠΑ διατηρούσαν ετοιμότητα και ικανότητες δραστικής παρέμβασης. Το 2020, η προβληματική κυβερνητική μετάβαση είχε μεταφερθεί στην Ουάσιγκτον με την Αθήνα και Άγκυρα να διαθέτουν σταθερές κυβερνήσεις εν μέσω όμως πρωτόγνωρης πανδημίας.
Αμφότερες οι περιπτώσεις (1996 και 2020) αναμφισβήτητα αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα κρίσεων στις διεθνείς σχέσεις καθώς Ελλάδα και Τουρκία θεωρούσαν ότι διακυβεύονταν ζωτικά συμφέροντα τους, ο κίνδυνος στρατιωτικής σύγκρουσης (μικρής ή μεγάλης κλίμακος) ήταν υπαρκτός, ενώ η πίεση χρόνου ήταν πάντα παρούσα και απειλητική. Η στρατιωτική σύγκρουση τελικά αποφεύχθηκε και στις δύο περιπτώσεις και μεταφέρθηκε (τουλάχιστον επί του παρόντος) στο διπλωματικό επίπεδο.
Αναμφίβολα, το πρώτο ερώτημα που ασυναίσθητα έρχεται στο μυαλό όλων μας είναι αν η αποκλιμάκωση και στις δύο κρίσεις βρήκε την χώρα μας ενισχυμένη ή σε δυσχερέστερη κατάσταση. Βέβαια η απώλεια των τριών ηρωικών στελεχών των ενόπλων δυνάμεων το 1996, από μόνη της και μόνο, προκαλεί αβάστακτη θλίψη. Επιπρόσθετα η αποβίβαση τουρκικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος και η προσωρινή ολιγόωρη παραμονή τους συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση της εδαφικής μας κυριαρχίας. Ακόμη όμως και η συμφωνία αποκλιμάκωσης το πρωί της 31ης Ιανουαρίου (no ships, no troops, no flags) ήταν δυσμενής για τις ελληνικές θέσεις. Η αρνητική αυτή κατάληξη υπήρξε αποτέλεσμα σειράς λανθασμένων και ατυχών ενεργειών στο χειρισμό της κρίσεως που οδήγησε στο δίλλημα σύγκρουση ή αποδοχή μιας αρνητικής συμφωνίας.
Περισσότερο όμως προβληματικός υπήρξε ο εν συνεχεία χειρισμός των συνεπειών της κρίσεως που οδήγησε σε μια σταδιακή αύξηση των τουρκικών προκλήσεων και ανυπόστατων διεκδικήσεων. Η σημερινή τουρκική παραβατικότητα στην περιοχή των Ιμίων και σε πληθώρα άλλων περιπτώσεων που ακολούθησαν, δεν υπήρξε αποκλειστικό αποτέλεσμα της δυσμενούς εξέλιξης της κρίσης του 1996 αλλά συνέπεια της μακροχρόνιας ελληνικής αδυναμίας -ίσως και αναποφασιστικότητας- να αποτρέψει ανάλογες μεθοδευμένες τουρκικές κινήσεις. Εκτιμάται ότι και άνευ της κρίσεως των Ιμίων ή ακόμη και με θετική για την Αθήνα εξέλιξη, ο τουρκικός αναθεωρητισμός θα αποκτούσε, αργά ή γρήγορα, τη σημερινή απειλητική του μορφή.
Στην πρόσφατη αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά την εντυπωσιακή κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων και την καλύτερη διαχείριση της κρίσεως δεν μπορέσαμε να εμποδίσουμε την είσοδο του τουρκικού ερευνητικού σκάφους (και του στολίσκου που το συνόδευε) σε περιοχές της θεωρούμενης ως ελληνικής υφαλοκρηπίδας (και ΑΟΖ). Στην περίπτωση αυτή δεν παρατηρήθηκαν εμφανείς αστοχίες στο γενικότερο χειρισμό της κρίσης αλλά κατέστη καταφανής η αδυναμία παρεμπόδισης του ερευνητικού σκάφους χωρίς τη χρήση δυναμικών ενεργειών που όμως θα οδηγούσαν σε στρατιωτική σύγκρουση. Ανάλογες δυσκολίες αντιμετωπίζουμε και με τις συνεχείς τουρκικές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και των χωρικών μας υδάτων. Σίγουρα οι πρόσφατες παράνομες τουρκικές ερευνητικές ενέργειες δεν παράγουν νομικά αποτελέσματα ως προς το καθεστώς της περιοχής αλλά όμως σε επίπεδο συμβολισμών εμπεριέχουν σημαντικά μηνύματα προς την Ελλάδα και τρίτους.
Το 2020, η Ελλάδα φάνηκε ότι άντλησε διδάγματα από την κρίση των Ιμίων και δεν παρασύρθηκε σε κινήσεις αυτοπαγίδευσης μεταξύ μιας ανεπιθύμητης (σε τόπο, χρόνο και συνθήκες) σύγκρουσης και μιας προβληματικής ή ταπεινωτικής υποχώρησης. Η επιτυχία ή μη των πρόσφατων ελληνικών χειρισμών είναι αδύνατον να προδικαστεί σήμερα καθώς η τελική έκβαση θα εξαρτηθεί από μια σειρά μακροχρόνιων διπλωματικών κινήσεων με πολύ πιθανή την επιστροφή στην κλιμάκωση και τανάπαλιν.
Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός δεν πρόκειται να λήξει σύντομα ενώ ούτε μια στρατιωτική σύγκρουση -ανεξαρτήτως αποτελέσματος- αναμένεται να επιφέρει οριστικά αποτελέσματα. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα εξομαλυνθούν μόνο σε βάθος χρόνου, όταν οι ελίτ της Τουρκίας αντιληφθούν το μέγεθος της επαπειλούμενης ζημιάς της χώρας τους από μια αμφιβόλου αποτελέσματος στρατιωτική περιπέτεια (επιτυχία της ελληνικής αποτροπής) και ο ίδιος ο τουρκικός λαός αποστασιοποιηθεί από τυχοδιωκτικές ενέργειες που τον αποπροσανατολίζουν από τα πραγματικά του προβλήματα (επιτυχία των ελληνικών διπλωματικών και ψυχολογικών ενεργειών). Είμαστε όμως ακόμη πολύ μακράν από μια τέτοια επιθυμητή κατάσταση.
Το 1996 και το 2020, οι ένοπλες δυνάμεις βρέθηκαν με υψηλό ηθικό και ετοιμότητα αντίδρασης. Αδυναμίες παρατηρήθηκαν και διορθωτικές ενέργειες ελήφθησαν και λαμβάνονται. Καταφανής υπήρξε -σε αμφότερες τις περιπτώσεις- η προ των κρίσεων παραμέληση του εξοπλιστικού μας προγράμματος με εμφανείς τις συνέπειες στο ισοζύγιο ισχύος παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των στελεχών. Δυστυχώς ο εξοπλιστικός οργασμός της περιόδου που ακολούθησε την κρίση των Ιμίων είχε σημαντικές αστοχίες, περιορισμένη συνεισφορά στην ανάπτυξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας, μηδενική βελτίωση της αμυντικής αυτάρκειας αλλά κυρίως συνοδεύθηκε από απαράδεκτη παραμέληση υποστήριξης και της σταδιακής με μακροχρόνιο ορίζοντα, ανανέωσης των οπλικών συστημάτων. Ανάλογη αμέλεια παρατηρήθηκε και στον αναντικατάστατο ανθρώπινο παράγοντα.
Συμπερασματικά, όπως απέδειξε το παρελθόν, μετά από κάθε κρίση γινόμαστε «σοφότεροι» ειδικά σε θέματα χειρισμού. Δυστυχώς δεν δείχνουμε την ίδια επιμέλεια στη συστηματική προετοιμασία αδυνατώντας να διατηρήσουμε σταθερό το βηματισμό και την αποφασιστικότητα μας σε βάθος χρόνου αναλαμβάνοντας τα επιβαλλόμενα κόστη. Συχνά μάλιστα, οι ακολουθούσες κινήσεις μας στα τραπέζια των συνομιλιών συνοδεύονται από μικρές αλλά αθροιστικά επικίνδυνες ανισοβαρείς διολισθήσεις από τις αρχικές θέσεις μας. Δεν είναι όμως μόνο οι φαινομενικά μικρές παραχωρήσεις επικίνδυνες αλλά κυρίως η εντύπωση που προκαλείται στον αντίπαλο ότι μέσω του πειθαναγκασμού συνεχώς θα μεγιστοποιεί τα οφέλη του. Η ιδανική δηλαδή «συνταγή» για την επόμενη κρίση και τελικά την αναπόφευκτη σύγκρουση.
* O Iπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος εν αποστρατεία, διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (fainst.eu), διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)