Ο Τζο Μπάιντεν είναι από χθες και επίσημα ο 46ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, δίνοντας θρησκευτικό όρκο στο Σύνταγμα των ΗΠΑ και ζητώντας την βοήθεια του Θεού. Εξελέγη ύστερα από τις πιο επεισοδιακές και αμφισβητούμενες εκλογές τουλάχιστον της μεταπολεμικής ιστορίας των ΗΠΑ, χωρίς την δική του ή του κόμματός του ευθύνη αλλά αποκλειστικά του αντιπάλου του.
Όταν τον περασμένο Μάρτιο διεξάγονταν οι προκριματικές εκλογές στις τάξεις των Δημοκρατικών για την ανάδειξη του υποψηφίου του κόμματος στις προεδρικές εκλογές και διαφαινόταν αρχικά ως φαβορί ο αριστερών αντιλήψεων Γερουσιαστής Μπέρνι Σόντερς, ο γράφων είχε διαβλέψει ότι μόνο ο Τζο Μπάιντεν με την κεντρώα πολιτική και την πολυδεκαετή εμπειρία του θα ήταν ικανός από τις τάξεις των Δημοκρατικών να κερδίσει τον Πρόεδρο Τραμπ, αποτελώντας ως ήρεμη δύναμη αξιόπιστο αντίπαλο δέος σε έναν άτσαλο, θυελλώδη και αλλοπρόσαλλο αντίπαλο. Αν οι Δημοκρατικοί εξέλεγαν τον Σόντερς θα πάθαιναν ό,τι και οι Βρετανοί Εργατικοί με τον επίσης ριζοσπάστη Αριστερό Τζέρεμυ Κόρμπιν από τον επίσης αντισυστημικό Δεξιό Μπόρις Τζόνσον στην Βρετανία. Ένα δίδυμο Τραμπ-Σόντερς στις ΗΠΑ θα είχε τηρουμένων των αναλογιών την ίδια κατάληξη με το δίδυμο Τζόνσον-Κόρμπιν στην Βρετανία, δηλ. την άνετη επικράτηση του Τραμπ, ανεξαρτήτως της μετέπειτα πανδημίας. Προφανώς αυτό διαισθάνθηκαν το κατεστημένο και κατά συνέπεια και οι ψηφοφόροι του Δημοκρατικού κόμματος και ενεργοποιώντας το ένστικτο αυτοσυντήρησης ανέδειξαν υποψήφιό τους τον ικανό, πλην όμως γηραιό Μπάιντεν.
Σίγουρα πάντως οι εκλογές της 3 Νοεμβρίου 2020 ήταν οι πιο πολωτικές των τελευταίων δεκαετιών, απόδειξη ότι ο νικητής Μπάιντεν έλαβε τις πιο πολλές ψήφους στην ιστορία των αμερικανικών εκλογών αλλά και ο αντίπαλός του απελθών πλέον Πρόεδρος Τραμπ έλαβε, αν και χαμένος, για πρώτη φορά επίσης στην ιστορία περισσότερες ψήφους απ’ ό,τι στις προηγούμενες εκλογές που τις είχε κερδίσει. Η πόλωση αυτή, η οποία όχι μόνο εκτονώθηκε από το αποτέλεσμα των εκλογών αλλά οξύνθηκε και μάλιστα σφόδρα έτι περαιτέρω με τις πιεστικές και πεισματικές αμφισβητήσεις του εκλογικού αποτελέσματος από τον Τραμπ και τους οπαδούς του, τις δικαστικές προσφυγές μέχρι και το Ανώτατο Δικαστήριο, όλες αποτυχημένες, το τοξικό κλίμα που δημιουργήθηκε με αποκορύφωμα τα πρωτοφανή και επονείδιστα επεισόδια βίαιης κατάληψης του Καπιτωλίου από οπαδούς του Τραμπ με την προτροπή του για ακύρωση του αποτελέσματος των εκλογών. Ο μισός σχεδόν πληθυσμός λατρεύει τον Ντόναλντ Τραμπ και το προσωπικό και πολιτικό του στυλ που ονομάστηκε «τραμπισμός» και οι άλλοι μισοί τον απεχθάνονται.
Ο διχασμός αυτός είναι το βαρύ φορτίο που κληρονομεί ο Τζο Μπάιντεν από τον προκάτοχό του και θα είναι η πρώτη προτεραιότητα της πολιτικής του να τον αμβλύνει. Το έργο του θα είναι πολύ δύσκολο, όχι μόνο γιατί το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του Τραμπ πιστεύει τις αναπόδεικτες και ανορθολογικές αιτιάσεις του περί «νοθείας» στις εκλογές και «κλοπής» του αποτελέσματός τους αλλά και γιατί η κρίση είναι πολύ βαθύτερη και με αίτια κοινωνικά και πολιτικά. Από την μια ο ανορθολογικός αντισυστημισμός κατά της παγκοσμιοποίησης του «τραμπισμού» που θα παραμείνει μετά τις εκλογές και που κυριαρχεί κοινωνικά στα κατώτερα στρώματα των λευκών και σε αγροτικές και ημιαστικές περιοχές και γεωγραφικά στον νότο και στις κεντρικές Πολιτείες, την λεγόμενη «βαθιά Αμερική». Απ’ την άλλη βρίσκεται ο κοσμοπολιτισμός και ορθολογισμός αλλά και η ελιτίστικη πολιτική ορθότητα των Δημοκρατικών, που κυριαρχούν κοινωνικά στην αστική τάξη και τα πιο μορφωμένα στρώματα και γεωγραφικά στις Πολιτείες της Ανατολικής και Δυτικής Ακτής και τα μεγάλα αστικά κέντρα όλων των Πολιτειών, η οποία (πολιτική ορθότητα) πολλές φορές προσλαμβάνει ακραίες μορφές, επίσης ενίοτε με ανορθολογικά χαρακτηριστικά, συνθέτουν ένα άνευ προηγουμένου εκρηκτικό κοκτέηλ διχασμού, που καλείται ο κεντρώος ως πολιτικός και μετριοπαθής ως άνθρωπος Μπάιντεν να διαχειριστεί.
Η προεδρία Μπάιντεν θα έχει και άλλες μεγάλες προκλήσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Θα πρέπει να διαχειριστεί τις συνέπειες της πανδημίας Covid-19 και της καταστροφικής πολιτικής του προηγούμενου Προέδρου, που αποτέλεσε ίσως την κυριότερη αιτία της ήττας του, με τρόπο πιο ορθολογικό και σίγουρα πιο αποτελεσματικό απ’ ό,τι ο προκάτοχός του. Κι εδώ το έργο του δεν θα είναι εύκολο λόγω της κληρονομιάς Τραμπ που και σε αυτό το θέμα διέγειρε τον ανορθολογικό αρνητισμό κυρίως των κατώτερων στρωμάτων αρχικά κατά της ύπαρξης του ιού, εν συνεχεία της σοβαρότητας των αποτελεσμάτων του και τέλος κατά των μέσων αντιμετώπισής του, της μάσκας και του εμβολίου.
Η ισορροπία μεταξύ της ακραίας αριστερής πτέρυγας του κόμματός του υπό την άτυπη ηγεσία του Σόντερς, που θα επιδιώξει την επιβολή της αριστερής ατζέντας σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής αφενός και αφετέρου της πολιτικής μείωσης των φόρων που είναι απαίτηση της αστικής και επιχειρηματικής τάξης και που αποτέλεσε παράγοντα των επιτυχών οικονομικών αποτελεσμάτων της διακυβέρνησης Τραμπ, είναι ένα ακόμα στοίχημα.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, που τόσο επλήγησαν και μάλιστα με πρωτοφανή τρόπο από την προεδρία Τραμπ και τον ίδιο προσωπικά, είναι ακόμα μια μεγάλη πρόκληση στο εσωτερικό της χώρας για την προεδρία Μπάιντεν. Πολλά θα εξαρτηθούν και από την πορεία της υπόθεσης παραπομπής του Τραμπ στην Γερουσία για δίκη με την κατηγορία της πρόκλησης εξέγερσης και την αντίδραση του ρεπουμπλικανικού πολιτικού κατεστημένου. Ερωτηματικό παραμένει εάν το κομματικό κατεστημένο θα συναινέσει με μία καταδίκη στο «ξεφόρτωμα» του αντισυστημικού και προκλητικού «καυγατζή» και εν τέλει «τραμπούκου» Τραμπ, το στυλ του οποίου όμως διεγείρει τα πλήθη, ή εξαιτίας αυτού του λόγου θα συνεχίσει να τον αποδέχεται ως ηγέτη του με προοπτική τις επόμενες εκλογές.
Στο εξωτερικό αναμένεται ότι η προεδρία Μπάιντεν θα αναθεωρήσει την πολιτική απομονωτισμού των τελευταίων 4 χρόνων. Οι ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν αναμένεται να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο διεθνώς και σίγουρα όχι με βάση τα προσωπικά οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέρονται του Προέδρου τους, όπως συνέβη τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Μερικές από τις προκλήσεις είναι οι ακόλουθες:
Η πολιτική έναντι της κλιματικής αλλαγής, που την έχει καταστήσει ως μία από τις πρώτες προτεραιότητές του και σίγουρα βρίσκεται στον αντίποδα του προκατόχου του. Θα δούμε στην πράξη πώς εννοεί αυτήν την διαφοροποίηση ο νέος Πρόεδρος.
Η στάση των ΗΠΑ έναντι της νέας υπερδύναμης Κίνας, οι σχέσεις με την οποία είναι σχεδόν ψυχροπολεμικές και εντάθηκαν σφόδρα τα τελευταία χρόνια, τελευταία και με αιχμή του δόρατος το ξέσπασμα του κορωνοϊού. Δεδομένης της έντονης ανταγωνιστικής σχέσης της Κίνας όχι μόνο με τις ΗΠΑ αλλά και την Δύση γενικότερα, παραμένει ζητούμενο εάν η ένταση στις σινοαμερικανικές σχέσεις θα συνεχισθεί ή θα επιδιωχθεί πολιτική σύγκλισης.
Οι σχέσεις τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση που έφτασαν σε οριακό σημείο με την τοποθέτηση Τραμπ ότι τάσσεται υπέρ της διάλυσης της ΕΕ και την κήρυξη εμπορικού πολέμου κατά αυτής. Αναμένεται ότι οι σχέσεις αυτές θα βελτιωθούν. Το προσωπικό ενδιαφέρον του νέου Αμερικανού Προέδρου για το Brexit και την διατήρηση της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής στον Ιρλανδία μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδίας και Προτεσταντών και Καθολικών της Βόρειας Ιρλανδίας για την διατήρηση της ειρήνης στο νησί, αποτελεί ένα πρώτο θετικό δείγμα, μην λησμονώντας βέβαια την ιρλανδική του καταγωγή. Στο πλαίσιο των αμερικανοευρωπαϊκών σχέσεων εντάσσεται και ο ρόλος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, όπου αναμένεται ότι η πολιτική του απομονωτισμού των τελευταίων τεσσάρων χρόνων θα αναθεωρηθεί και στο θέμα αυτό με μεγαλύτερη ενεργοποίηση των ΗΠΑ εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Οι σχέσεις με την Ρωσία του Προέδρου Πούτιν είναι ένα ακόμα μείζον θέμα στην ατζέντα του νέου Προέδρου. Εδώ αναμένεται μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, εάν κρίνουμε από την στάση του στο θέμα της πώλησης των πυραύλων SS-400 στην Τουρκία. Αναμένουμε επίσης ότι ο Μπάιντεν δεν θα επιδιώξει προσωπικές οικονομικές σχέσεις με τον Πρόεδρο Πούτιν, όπως ο προκάτοχός του, αν και οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν για ανάλογες σχέσεις του γιου του με την Ουκρανία.
Όσον αφορά την γειτονιά μας Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο, δεν διαφαίνεται ότι θα αποτελέσει μία από τις πρώτες προτεραιότητες της νέας ηγεσίας. Σίγουρα η στάση του έναντι της Τουρκίας θα είναι πιο αυστηρή, όχι λόγω των ελληνοτουρκικών διαφορών αλλά λόγω της στάσης της Τουρκίας του Ερντογάν στις εξοπλιστικές σχέσεις με την Ρωσία, στην Συρία και την Λιβύη, όπου η τουρκική πολιτική αντιστρατεύεται τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος της φιλικής πολιτικής του Στέητ Ντηπάρτμεντ υπό την ηγεσία του Ρεπουμπλικανού Μάικ Πομπέο έναντι της χώρας μας, παρά την απροκάλυπτα φιλοτουρκική πολιτική του Προέδρου Τραμπ για λόγους προσωπικών οικονομικών συμφερόντων με τον Πρόεδρο Ερντογάν μέσω των γαμπρών τους. Μία επικριτική στάση έναντι της Τουρκίας θα σημάνει οπωσδήποτε καλλίτερη κατανόηση των ελληνικών θέσεων, το ερώτημα είναι ποια η αμερικανική στάση στις ελληνοτουρκικές διαφορές εάν η Τουρκία πάψει να προκαλεί με την πολιτική της τα αμερικανικά συμφέροντα.
Όταν, όμως, μιλάμε για αμερικανική εξωτερική πολιτική πάντα θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι αυτή καθορίζεται εν πολλοίς από διάφορα κέντρα και παράκεντρα της αμερικανικής γραφειοκρατίας και του πολιτικού κατεστημένου, Στέητ Ντηπάρτμεντ, Πεντάγωνο, Κογκρέσο, CIA, στρατοβιομηχανικό κατεστημένο κ.α., τα οποία έχουν διαχρονική πολιτική ανεξάρτητα από τον ένοικο του Λευκού Οίκου, τον Υπουργό Εξωτερικών ή τον Υπουργό Αμύνης. Την αδιαμφισβήτητη αυτή αλήθεια κατανόησε πολύ καλά ο Μάικ Πομπέο αλλά αρνήθηκε να αποδεχθεί ο Ντόναλντ Τραμπ, εξοργίζοντας όλα αυτά τα κέντρα και στρέφοντας τα εναντίον του, ποντάροντας στο χαρτί του αντισυστημισμού, χωρίς όμως επιτυχία. Κατά συνέπεια, πλην της προσωπικής πινελιάς που έδωσε ο Τραμπ σε κάποια θέματα εξωτερικής πολιτικής μεταξύ των οποίων και στις σχέσεις με την Τουρκία, δεν θα πρέπει να περιμένουμε θεαματικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, στο μέτρο που αυτή αντισταθμιζόταν από την πολιτική των παραπάνω κέντρων εξουσίας, όπως αποδείχθηκε στην πολιτική των κυρώσεων έναντι της Τουρκίας. Επίσης, αν και οι παραδοσιακά φιλελληνικές αντιλήψεις του Μπάιντεν για τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό και η βαθιά γνώση του γι αυτά τα θέματα, αποτελούν ένα καταρχήν θετικό στοιχείο, μην περιμένουμε ότι αυτός θα διαφοροποιηθεί από την πολιτική του Στέητ Ντηπάρτμεντ, αν και στο θέμα αυτό έχουμε ως σύμμαχο τις φιλικές προς την χώρα μας και αντίθετες προς την Τουρκία θέσεις του Κογκρέσου.
Η περίοδος Τζο Μπάιντεν-Καμάλα Χάρις μόλις ξεκίνησε. Δεν μένει παρά να τους ευχηθούμε καλή επιτυχία στο έργο τους προς όφελος και του αμερικανικού λαού αλλά και των ευρωαμερικανικών και ελληνοαμερικανικών σχέσεων που θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν πρωτίστως ως Έλληνες και Ευρωπαίους. Οι τελευταίες βέβαια εξαρτώνται εν πολλοίς και από τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις κάτι που θα πρέπει να έχουμε σταθερά υπόψη μας.