Η επίσημη ανακοίνωση ενός ακόμη γύρου διερευνητικών επαφών την Τρίτη και μιας ακόμη συνάντησης σε επίπεδο υφυπουργών εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας για τη λεγόμενη θετική ατζέντα, κάθε άλλο παρά πρέπει να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα περί εισόδου σε μια περίοδο, έστω και υπό όρους έντασης, κανονικότητας.
Το αντίθετο ίσως συμβαίνει. Οι δυο αυτές συναντήσεις αποτελούν την πολύ λεπτή κλωστή που διατηρεί την επαφή μεταξύ των δύο χωρών που έχουν εισέλθει σε μια πολύ βαθιά κρίση με αφορμή την προσπάθεια της Τουρκίας να εξαντλήσει την επιθετικότητα και επεκτατισμό της, που δυσκολεύεται να εκτονώσει σε άλλα μέτωπα, έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οι προσπάθειες για τη θετική ατζέντα είναι κατανοητές και καλώς συνεχίζονται. Βέβαια, οι πραγματικές προοπτικές για ανάπτυξη σχεδίων συνεργασίας πέραν εκείνων που έχουν τη δική τους δυναμική (όπως ο τουρισμός, το εμπόριο) είναι μηδαμινές, δεδομένου του αρρωστημένου πολιτικού κλίματος, της αβεβαιότητας και της δυσπιστίας που δημιουργεί ο κλιμακούμενος επεκτατισμός της Τουρκίας.
Οι διερευνητικές επαφές που έχουν χάσει εδώ και πολύ καιρό το περιεχόμενο τους, (αν ποτέ υπήρξε τέτοιο) η ειλικρινής διάθεση αναζήτησης λύσης στο θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών. Έχουν εξελιχθεί σε μια σχεδόν τυπική διαδικασία, όπου η Τουρκία διαρκώς προβάλει και θέτει νέες απαιτήσεις, και καθώς αυτές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές η συζήτηση καταλήγει με μηδενικά, κάθε φορά, αποτελέσματα.
Πάντως, οι διερευνητικές επαφές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως χρήσιμη διαδικασία, καθώς κάθε φορά, θα έπρεπε τουλάχιστον, να δίνουν τροφή για σκέψη στην Αθήνα. Τόσο για το εάν και πως θα μπορούσε να προχωρήσουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο και για το εάν τελικά ο «τοίχος» που κτίζει η Τουρκία, είναι τόσο ψηλός και αδιαπέραστος που θα έπρεπε να υποχρεώσει την Ελλάδα να διαμορφώνει μια στρατηγική στην οποία δεν υπάρχει ορίζοντας αντιμετώπισης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Όμως οι διερευνητικές επαφές έχουν και μια ιδιαίτερα αρνητική διάσταση όταν χρησιμοποιούνται από την Τουρκία για την αφομοίωση δια της επαναλήψεως, νέων διεκδικήσεων της έναντι της ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Διότι το θέμα, για παράδειγμα, της αποστρατικοποίησης των νησιών ετίθετο στις διερευνητικές και στο πρόσφατο παρελθόν. Όμως, η εκτίμηση της Αθήνας ήταν ότι απλώς οι Τούρκοι διπλωμάτες το θέτουν από «υποχρέωση» επειδή υπάρχει στη γενική ατζέντα και όχι γιατί πράγματι η τουρκική αντιπροσωπεία ήθελε να αποτελέσει και το ζήτημα αυτό θέμα συζήτησης.
Έτσι καταλήξαμε στο 2021, όπου η Τουρκία συνδέει την αποστρατικοποίηση με την κυριαρχία των νησιών, και θα πρέπει να αναμένεται ότι και με αυτή τη διάσταση θα τεθεί στο τραπέζι των διερευνητικών. Οι διερευνητικές δεν πρέπει να λησμονεί κανείς ότι ξεκίνησαν ως φόρμουλα διαλόγου (μετά το Ελσίνκι) για τη διερεύνηση συμβιβαστικής λύσης για τα κυριαρχικά δικαιώματα των δυο χωρών επί της υφαλοκρηπίδας η παραπομπή στη Χάγη και κατέληξε δυστυχώς σε συζήτηση στην οποία η Τουρκία ήγειρε θέματα κυριαρχίας της Ελλάδας είτε αυτά αφορούν το εύρος των χωρικών υδάτων της είτε τις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» τις οποίες τώρα επιχειρεί να διευρύνει.
Σε ό,τι αφορά το νέο αφήγημα της Τουρκίας σχετικά με την αποστρατικοποίηση των νησιών, υπάρχει ισχυρή επιχειρηματολογία η οποία μπορεί να δώσει απάντηση στην τουρκική αυτή απόπειρα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας, την οποία προφανώς θέλει να χρησιμοποιήσει προκειμένου να εμφανίσει το Αιγαίο ως περιοχή ειδικών συνθηκών και τα νησιά με περιορισμένη κυριαρχία, συνεπώς και με περιορισμένη επήρεια στις θαλάσσιες ζώνες.
Ο τούρκος πρεσβευτής στο Όσλο εξάλλου στην παρέμβαση του στη διάρκεια της διάλεξης του Ν. Δένδια, είχε αποστηθίσει καλά το σημείωμα της Διεύθυνσης Ελλάδας του τουρκικού ΥΠΕΞ. Για αυτό ξεστόμισε στο τέλος αυτό που είναι η πάγια επιδίωξη της Τουρκίας από το 1975 και μετά: η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο με μέση γραμμή μεταξύ των δυο απέναντι ηπειρωτικών ακτών, παραβλέποντας τα νησιά. Μια θεωρία η οποία θα επιβεβαίωνε φυσικά και τη «Γαλάζια Πατρίδα» αφήνοντας χωρίς θαλάσσιες ζώνες την Κρήτη, την Κάρπαθο, τη Ρόδο και το Καστελόριζο.
Οι απαντήσεις δίνονται σε πολιτικό επίπεδο, όμως έχει καθυστερήσει σημαντικά η επίσημη απάντηση της Ελλάδας στον ΟΗΕ (σε απάντηση της τουρκικής επιστολής της 30ης Σεπτεμβρίου 2021) ώστε να μην μένει αναπάντητη μια τόσο εξόφθαλμα ακραία τουρκική διεκδίκηση και συγχρόνως να μην δίνεται η εντύπωση ότι η Ελλάδα δυσκολεύεται να αποτυπώσει τη νομική επιχειρηματολογία της απέναντι στην τουρκική επιστολή, η οποία λίγο πολύ θα μπορούσε να αποτελεί και το τουρκικό «δικόγραφο», εφόσον η υπόθεση αυτή θα οδηγείτο στο ΔΔ της Χάγης (κάτι που δεν μπορεί να συμβεί λόγω της ελληνικής εξαίρεσης). Επιχειρηματολογία η οποία εξάλλου δεν ήταν και άγνωστη καθώς έχει αποτυπωθεί αναλυτικά ήδη από το 2004 στο βιβλίο του που άφησε παρακαταθήκη στην τουρκική εξωτερική πολιτική ο διπλωμάτης Ν. Μπουλούκμπασι, για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις.…
Και κυρίως δεν πρέπει να αφεθεί να μετατραπεί η διαρκής και συστηματική προβολή νέων απαιτήσεων εκ μέρους της Τουρκίας στις διερευνητικές ως κανονικότητα. Γιατί έτσι απλώς εμπεδώνονται και αφομοιώνονται οι νέες διευρυμένες διεκδικήσεις της Τουρκίας.