Η αμυντική Συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας, που για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία περιλαμβάνει μια ουσιαστική σε περιεχόμενο «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής», σε συνδυασμό με την προμήθεια των γαλλικών φρεγατών και των Rafale, και η «συμπληρωματική» ανανέωση της ελληνοαμερικανικής MDCA είναι ένα σημαντικότατο βήμα για την ενίσχυση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος. Οι εξελίξεις αυτές, που είναι αποτέλεσμα της συστηματικής διπλωματικής προσπάθειας, πολλές φορές και παρασκηνιακής, του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη και του ΥΠΕΞ Ν.Δένδια, κτίζοντας σε θεμέλια που είχαν μπει και από προηγούμενες κυβερνήσεις, δημιουργούν νέα δεδομένα στην περιοχή, βάζουν την Ελλάδα από καλύτερη θέση στο δύσκολο παιγνίδι της αντιμετώπισης και ανάσχεσης του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Τη στιγμή που η Τουρκία παραμένει επικίνδυνη αλλά δείχνει «πελαγωμένη» αναζητώντας ισορροπίες μεταξύ της τυχοδιωκτικής ταύτισης με τη Ρωσία και της εξάρτησης της από μια εχθρική και καχύποπτη προς το παρόν αμερικανική ηγεσία.
Ίσως και γι’ αυτό προτιμήθηκε η σιωπή για δυο εικοσιτετράωρα μετά την υπογραφή της Ελληνογαλλικής Συμφωνίας, από τους συνήθως λαλίστατους κυρίους Ερντογάν, Ακάρ και Τσαβούσογλου.
Σύντομα και ζυγίζοντας τις εξελίξεις και κυρίως τα παζάρια με την Ε.Ε. αλλά και την Ουάσιγκτον, η Τουρκία είναι σαφές ότι θα «καταδικάσει» τη Συμφωνία και θα εκπέμψει μηνύματα «αυτοπεποίθησης» δηλώνοντας ότι οι συμμαχίες αυτές δεν πτοούν τις επιδιώξεις της, ούτε οι αμυντικοί εξοπλισμοί της Ελλάδας είναι ικανοί να αντισταθμίσουν το μεγάλο τουρκικό εξοπλιστικό πρόγραμμα.
Όμως η πραγματικότητα είναι ότι η Ελληνογαλλική Συμφωνία και η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής και η συμφωνία για την αγορά των Rafale και των γαλλικών φρεγατών είναι game changer στην Ανατολική Μεσόγειο, που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη την Τουρκία.
Είναι για πρώτη φορά, με την εξαίρεση της «Ελληνοσερβικής Συνθήκης Ειρήνης, Φιλίας και Αμοιβαίας Συνεργασίας» που συνήψε ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1913 και την αναφορά σε αμοιβαία συνδρομή στη συμφωνία που υπέγραψε ο Ν. Δένδιας τον Νοέμβριο του 2020 στη διάρκεια της επίσκεψης του Κ. Μητσοτάκη στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που η Ελλάδα έχει στα χέρια της ένα συμβατικό κείμενο που προβλέπει τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της επικράτειας της και έχει ουσιαστικό περιεχόμενο καθώς το έτερο συμβαλλόμενο μέρος είναι η Γαλλία, μια χώρα που αναζητεί και επιδιώκει όχι μόνο περιφερειακό αλλά παγκόσμιο ρόλο.
Και η δέσμευση της για αμοιβαία συνδρομή δεν είναι ρητορικό σχήμα, μιας και η Γαλλία πολύ συχνά δείχνει ότι δεν διστάζει να παρέμβει επί του πεδίου, ενώ τα στρατηγικά συμφέροντα της, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μ.Ανατολή και στη Β.Αφρική είναι απολύτως συμβατά και ορισμένες φορές ταυτίζονται με εκείνα της Ελλάδας.
Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, όπως εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια και απειλεί την Ελλάδα και την Κύπρο, συγχρόνως στρέφεται και εναντίον των γαλλικών συμφερόντων, στην περιοχή της Μ. Ανατολής όπου υπάρχουν παραδοσιακά γαλλικά συμφέροντα.
Η επιδίωξη της Τουρκίας να επιβάλει «PAX OTTOMANA» στην Ανατολική και Κεντρική Μεσόγειο και στη Μ. Ανατολή έρχεται σε απευθείας σύγκρουση όχι μόνο με τις γειτονικές χώρες αλλά και με τη Γαλλία, η οποία ως μεσογειακή χώρα με παγκόσμιο ρόλο δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει τον έλεγχο της μισής Μεσογείου στο έλεος των νεοθωμανικών επιδιώξεων της Άγκυρας.
Η Γαλλία εγκαίρως έχει δείξει την εντελώς αρνητική στάση της απέναντι στην Τουρκία και αυτό δεν αφορά μόνο τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας, αλλά οι διαφορές είναι και ιδεολογικού πολιτισμικού χαρακτήρα και η σύγκρουση αφορά ένα ευρύτατο πεδίο. Από τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου μέχρι τον σεβασμό του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, τη διαφάνεια, τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών και την αποδοχή του status quo.
Με δεδομένη την αδυναμία της Ε.Ε. να συμφωνήσει για τη μετεξέλιξη της ΚΕΠΠΑ σε ένα πραγματικό μηχανισμό άσκησης κοινής εξωτερικής πολιτικής και συγκρότησης ενιαίου αμυντικού βραχίονα της Ευρώπης, η Γαλλία, λόγω και της ιδιαιτερότητας της σχέσης της με το «αγγλοσαξωνικό» ΝΑΤΟ, έχει επιλέξει εδώ και χρόνια την παράλληλη αυτόνομη πορεία. Η Κεντρική Αφρική, το Σαχέλ, η Βορειοανατολική Αφρική, ο Ειρηνικός είναι πεδία στα οποία η Γαλλία έχει αυτόνομη παρουσία.
Στην Ανατολική Μεσόγειο η στρατηγική σχέση της με την Αίγυπτο κτίσθηκε μεθοδικά και έτσι σήμερα υπάρχει μια σε βάθος συνεργασία με την κυβέρνηση Αλ Σίσι η οποία έχει δείξει την προτίμηση της σε γαλλικούς εξοπλισμούς. Οι σχέσεις με την Κύπρο έχουν ενισχυθεί και με την υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας η οποία προβλέπει και παροχή διευκολύνσεων στο Γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό και τη Γαλλική Πολεμική Αεροπορία.
Ο κ. Μακρόν πριν μερικές εβδομάδες στο περιθώριο της επίσκεψης του στο Ιράκ επισκέφθηκε το Ιρακινό Κουρδιστάν που υπέγραψε σημαντικές οικονομικές και ενεργειακές συμφωνίες, ενώ εξέφρασε και την υποστήριξη του στην αυτόνομη αυτή περιοχή του Ιράκ, που συχνά δέχεται επιθέσεις και αμφισβητείται η ακεραιότητα του από την Τουρκία με πρόσχημα τον «αγώνα εναντίον του ΠΚΚ». Αλλά και στον Λίβανο είναι έντονη η γαλλική παρουσία, ενώ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα υπάρχει στρατηγική σχέση με το Παρίσι που πηγαίνει πέραν των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Το σχήμα αυτό το οποίο έφερνε όλο και πιο κοντά τη Γαλλία στην περιοχή έχει δουλευτεί συστηματικά τους προηγούμενους μήνες και από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και από τον ΥΠΕΞ Ν.Δένδια.
Τον Μάιο του 2020 πραγματοποιήθηκε διευρυμένη τριμερής Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου με τη συμμετοχή της Γαλλίας και των Εμιράτων, όπου εξετάσθηκαν όλα τα περιφερειακά θέματα, και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την Ελλάδα ότι στο ανακοινωθέν όλες οι χώρες καταδίκασαν την τουρκική επιθετικότητα αλλά και το Τουρκολυβικό Μνημόνιο, δηλώνοντάς ότι «παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συμμορφώνεται με το δίκαιο της θάλασσας και δεν μπορεί να επιφέρει ουδεμία νομική συνέπεια για τρίτα κράτη». Αργότερα τον Νοέμβριο του 2020, στην άσκηση «Μέδουσα 10» στις δυνάμεις της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αιγύπτου προστέθηκαν και δυνάμεις από τη Γαλλία και τα Εμιράτα, βάζοντας έτσι τα θεμέλια σε μια στρατιωτική συνεργασία που έκτοτε αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο.
Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία είναι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της Ελλάδας και σε συνδυασμό με το ευρύ πλαίσιο των Τριμερών συνεργασιών και κυρίως την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της χώρας, δημιουργούν μια ισχυρή ασπίδα αποτροπής.
Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγουν ορισμένες λεπτομέρειες:
Παρά τις αισιόδοξες και ενθουσιώδεις προβλέψεις ότι η Ελληνογαλλική Συμφωνία, ανοίγει τον δρόμο για τον Ευρωπαϊκό Στρατό, ο δρόμος αυτός είναι μακρύς και δύσκολος και πάντως στο ορατό μέλλον δεν διαφαίνεται τέτοιο κλίμα στην Ε.Ε. ώστε να αποφασισθεί η συγκρότηση κοινής δύναμης η οποία θα αναλαμβάνει όχι μόνο αποστολές στο εξωτερικό αλλά και την προστασία των συνόρων της Ε.Ε.
Οι φρεγάτες θα αρχίσουν να παραδίδονται από το 2025 και μετά. Μέχρι τότε, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού, η υπεροπλία της Τουρκίας η οποία διαρκώς προσθέτει νέα σύγχρονα σκάφη, τουρκικής μάλιστα κατασκευής, στο οπλοστάσιο της, θα είναι εμφανής.
Επίσης, θα πρέπει να είναι σαφές ότι καμιά Γαλλία δεν θα κάνει πόλεμο για λογαριασμό μας. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν οι επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας δεν εκδηλώνονται ακριβώς εναντίον της «επικράτειας» της χώρας (με την εξαίρεση των «Γκρίζων Ζωνών») αλλά εναντίον των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας είτε σε οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα (με την Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία) είτε σε μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Η Ελληνογαλλική Συμφωνία καλύπτει όμως μόνο την «επικράτεια» στην οποία μπορεί να συμπεριληφθούν και τα χωρικά ύδατα που σήμερα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο είναι στα 6 ν.μ.. Και όλα αυτά θα είναι ερωτήματα που θα προκύψουν εάν και όποτε χρειασθεί και οι απαντήσεις δεν θα δοθούν από τα συμβατικά κείμενα αλλά από τις πολιτικές συγκυρίες της εποχής.
Σε κάθε περίπτωση όμως το μεγάλο διπλωματικό και στρατηγικό κεφάλαιο για την Ελλάδα είναι ότι η Ελληνογαλλική Συμφωνία θα υποχρεώσει τον επίδοξο επιτιθέμενο να υπολογίσει πολύ τις συνέπειες μιας επιθετικής ενέργειας. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα όταν έχει απέναντι της και θα συνεχίσει να έχει έναν απρόβλεπτο και ανεξέλεγκτο γείτονα.