Της Γιώτας Χουλιάρα*
Από ποδοσφαιριστής δήμαρχος
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1954, στην περιοχή Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Η οικογένειά του είχε τουρκική και λαζική** καταγωγή και διέμενε αρχικά στην περιοχή της Ριζούντας, στην οποία επέστρεψαν όταν ο Ερντογάν ήταν ακόμα μωρό.
Η καταγωγή της οικογένειας είναι από την τουρκική φυλή των Bagatlιoglu ή Bakatoglu, τους οποίους εγκατέστησε στην περιοχή ο Σουλτάνος Μεχμέτ Φάτιχ (Μωάμεθ ο Πορθητής) όταν κατέκτησε την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο παππούς του Ερντογάν λεγόταν Τεγιούπ (Ταϊγίπ) Μεμίς Μπακάτογλου (και το Μπακάτογλου ήταν περισσότερο ένα εθνονύμιο/παρατσούκλι και όχι επίσημο επώνυμο). Ο Τεγιούπ – που ήταν τουρκικής και λαζικής καταγωγής – είχε πολεμήσει εναντίον των ρωσικών στρατευμάτων, όταν είχαν καταλάβει τον ανατολικό Πόντο (μέχρι την Τραπεζούντα) και τραυματίστηκε στην περιοχή του Αρνταχάν. Γεωργιανής καταγωγής ήταν η Χαβουλί, η πρώτη σύζυγος του πατέρα του Ερντογάν. Λέγεται ότι το 2003 ο Ερντογάν σε μια κρίση ειλικρίνειας είχε δηλώσει πως η οικογένεια του κατάγεται από την Γεωργία και συγκεκριμένα από το Μπατούμι και μετανάστευσε στην Ριζούντα. Όμως σε τηλεοπτική του συνέντευξη το 2014 ισχυρίστηκε πως με βάση τα τουρκικά αρχεία είναι καθαρός Τούρκος και όχι Γεωργιανός ή Αρμένιος. Η μητέρα του Ερντογάν και 2η σύζυγος του πατέρα του, ήταν Τουρκάλα και λεγόταν Τενζιλέ. Στα 13 του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παράλληλα με τα μαθήματα σε μια από τις θρησκευτικές σχολές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (σχολές Imam Hatip) αναγκαζόταν να δουλεύει στον δρόμο πουλώντας κουλούρια και λεμονάδα για να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα, γεγονός που χαλύβδωσε τον χαρακτήρα του.
Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Ακσαράι, η οποία σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά. Οι σπουδές του παλαιότερα είχαν αμφισβητηθεί καθώς λέγεται ότι ασχολήθηκε ενεργά με τα πολιτικά και δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Ταυτόχρονα, υπήρξε ποδοσφαιριστής σε τοπική ομάδα της πόλης. Προς τιμήν του το στάδιο της γειτονιάς του Κασίμπασα, έδρα της τοπικής ομάδας Κασίμπασα Σπορ Κουλουμπού, έχει πάρει το όνομα του. Η ενασχόληση του με το ποδόσφαιρο «το όπιο του λαού και των μαζών» όπως το χαρακτηρίζουν πολλοί, προφανώς υπήρξε διδακτική για το πολιτικό του μέλλον. Ας μη λησμονούμε ότι μέχρι στιγμής στην πολιτική του καριέρα ο Τούρκος πρόεδρος αναζητά οπαδούς και όχι υποστηρικτές.
Την περίοδο των σπουδών του εισήχθη στην αντι-κομμουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση, ενώ αργότερα έγινε μέλος του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας. Μετά το πραξικόπημα του 1980 ακολούθησε μαζί με τους υποστηρικτές του Ερμπακάν το Ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας, με το οποίο συμμετείχε στο τοπικό συμβούλιο του διαμερίσματος Μπεγιογκλού της Κωνσταντινούπολης.
Στις 27 Μαρτίου 1994 εκλέχθηκε Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το Ισλαμικό Κόμμα της Ευημερίας κρίθηκε παράνομο από το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν ο Ερντογάν έγινε ένας από τους κύριους ομιλητές. Τον Δεκέμβριο του 1997, σε διαδήλωση στην περιοχή του Σιίρτ, τον τόπο καταγωγής της συζύγου του, απήγγειλε ένα ποίημα του Τούρκου εθνικιστή ποιητή των αρχών του 20ου αιώνα Ζιγιά Γκιοκάλπ. Η δημόσια ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως προτροπή για τέλεση αδικήματος και υποκίνηση σε θρησκευτικό ή φυλετικό μίσος (άρθρο 312/2 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε παραίτηση από την θέση του δημάρχου το 1998 και τελικά να καταδικαστεί το 1999 σε δεκάμηνη φυλάκιση, η οποία συνοδεύτηκε από αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Η ποινή του ολοκληρώθηκε στις 24 Ιουλίου 1999. Φαίνεται πως μέχρι στιγμής ακολουθεί την πορεία του Χίτλερ, ο οποίος απέκρυπτε την καταγωγή του και πριν την άνοδο του στον θώκο της ναζιστικής Γερμανίας είχε βρεθεί στη φυλακή για το πραξικόπημα της μπυραρίας.
Το ισλαμικών καταβολών κόμμα του (AKP, Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) κέρδισε στις εκλογές του 2002, αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε να γίνει άμεσα Πρωθυπουργός, λόγω κωλύματος εκλογιμότητας. Πρωθυπουργός ορίστηκε αρχικά ο στενός του συνεργάτης Αμπντουλάχ Γκιουλ. Ο Ερντογάν έγινε ο 57ος πρωθυπουργός της Τουρκίας στις 14 Μαρτίου 2003. Στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του 2007 (22 Ιουλίου 2007) το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης πέτυχε μεγάλη νίκη με ποσοστό 46,54% και 340 έδρες. Ποσοστό 14,25% και 71 έδρες πήραν οι Γκρίζοι Λύκοι του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (το κόμμα του σημερινού συνεταίρου του Ντεβλέτ Μπαχτσελί). Κατόπιν της νίκης αυτής, ο Ερντογάν ορκίστηκε ξανά πρωθυπουργός.
Έπειτα από τη διεξαγωγή των εκλογών, στις 12 Ιουνίου 2011, το κόμμα του Ερντογάν πέτυχε και νέα νίκη, εξασφαλίζοντας αυτοδυναμία με ποσοστό 50,2%. Ο Ερντογάν έγινε έτσι ο δεύτερος πολιτικός που κερδίζει τρεις απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις στην τουρκική ιστορία, από το 1946. Στις συγκεκριμένες εκλογές ήρθε και η ρήξη με τον Φετουλάχ Γκιουλέν με τον οποίο είχε συμπορευθεί κάποια χρόνια νωρίτερα με στόχο να χτυπήσει το κεμαλικό καθεστώς. Ο Γκιουλέν φέρεται να απαίτησε τη συμπερίληψη 100 υποψηφίων βουλευτών του στους συνδυασμούς του ΑΚP με τον Ερντογάν να του αρνείται.Την 9η συνεχόμενη εκλογική του νίκη πέτυχε στις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 10 Αυγούστου 2014 με ποσοστό 52%. Τότε προεκλογικά σε ομιλία του είχε χαρακτηρίσει τους Τούρκους ως Osmanl? torunu (απόγονοι των Οθωμανών).
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουνίου ήρθε για να δώσει την χαριστική βολή στις ήδη διαταραγμένες σχέσεις Ερντογάν Γκιουλέν αλλά και να αποτελέσει την αρχή για έντονο λαϊκισμό, επίκληση θρησκευτικών και εθνικιστικών αξιών με σκοπό την ενίσχυση του πολιτικού προφίλ του Τούρκου προέδρου και την ταυτόχρονη αποδόμηση όσων τον αντιμάχονται. Η πολιτική ειρωνεία της βραδιάς του πραξικοπήματος είναι πως την στιγμή που οι στρατιωτικοί είχαν υπό τον έλεγχό τους τα κρατικά media, ο Ερντογάν χρησιμοποιούσε το Face Time προκειμένου, μέσω των ιδιωτικών ΜΜΕ και του Twitter, να δηλώσει παρών και να καλέσει τους οπαδούς του σε αντίσταση! Τότε οι οπαδοί του κινητοποιήθηκαν, βγήκαν στους δρόμους, κατέλαβαν πλατείες και το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης όπως ζήτησε ο Ερντογάν (αλλά, μην ξεχνάμε, και όπως τους καλούσαν οι ιμάμηδες από τους μιναρέδες). Λίγα χρόνια πριν, κατά τις λαϊκές αντιδράσεις με επίκεντρο την πλατεία Γκεζί, ο Ερντογάν αντιμετώπισε αρκετά ιδιωτικά ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα, ιδιαιτέρως το δημοφιλές στη γείτονα Twitter, ως μέσα αντιτουρκικής προπαγάνδας, πλέον όμως αποφάσισε να κάνει ακριβώς το αντίθετο.
Εμινέ, η νέα βαλιντέ σουλτάν
Η Εμινέ (το όνομα της στα τούρκικα σημαίνει έμπιστη) Γκιουλμπαράν, σύζυγος του Ερντογάν, γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1955 στο Ουσκουντάρ στη Κωνσταντινούπολη. Είναι Αραβικής καταγωγής της, η οικογένειά της κατάγεται από την νοτιοανατολική επαρχία Σιίρτ (όπου ζουν κυρίως Άραβες και Κούρδοι) και το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας με πέντε παιδιά. Σύμφωνα με την ίδια, όταν ήταν 15 χρονών ο μεγαλύτερος κατά ένα χρόνο αδερφός της, της επέβαλε να φορέσει μαντίλα, με την ίδια να αναφέρει πως σκέφτηκε και την αυτοκτονία, όμως δεν είχε άλλη επιλογή από το να την φορέσει και από τότε δεν την αποχωρίστηκε ποτέ.
Παρακολούθησε τη Σχολή Καλών Τεχνών Μιτχάτ Πασά Ακσάμ, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές της πριν την αποφοίτηση. Στη συνέχεια, εντάχθηκε στο "Σύλλογο Ιδεαλιστών Γυναικών" (που συνδέεται με τους Γκρίζους Λύκους). Κατά τη διάρκεια αυτών των δραστηριοτήτων γνώρισε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Όπως αναφέρεται ο Ερντογάν ξεχώρισε την Εμινέ και έτσι ξεκίνησε η δική τους ιστορία.
Η μητέρα του Ερντογάν αρχικά είχε αντίθετη άποψη γι΄αυτό το γάμο (προτιμούσε νύφη από τα τουρκικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας ) ωστόσο η επιμονή του Ερντογάν κατάφερε να αλλάξει την γνώμη των γονιών του. Παντρεύτηκαν στις 4 Φεβρουαρίου του 1978 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Τα διεθνή ΜΜΕ την περιγράφουν ως ξινή και πολυέξοδη, με αδυναμία στα χλιδή και τα επώνυμα ρούχα. Στην πραγματικότητα όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια υπάκουη σύζυγος, καθώς είναι κοινό μυστικό πως συμβουλεύει, καθοδηγεί και οργανώνει το πολιτικό προφίλ του Ερντογάν, θυμίζοντας τον ρόλο της Βαλιντέ σουλτάν, κυριολεκτικά βασιλομήτωρ, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις επαφές της με το Πακιστάν, μία κατεξοχήν μουσουλμανική χώρα με έναν από τους μεγαλύτερους μουσουλμανικούς πληθυσμούς παγκοσμίως και ιδιαίτερη γεωπολιτική θέση στην περιοχή που ενώνονται η Νότια Ασία, η Κεντρική Ασία και η Μέση Ανατολή.
Συγκεκριμένα, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, ο Πρωθυπουργός του Πακιστάν Σιέντ Γιουσάφ Ράζα Γκιλάνι την βράβευσε με το βραβείο Νισάν-ε-Πακιστάν, σε αναγνώριση των προσπαθειών της για τους πλημμυροπαθείς. Τον Οκτώβριο του 2010, η Ερντογάν επισκέφθηκε το Πακιστάν και τις περιοχές που επλήγησαν από τις πλημμύρες για να δει την καταστροφή που προκλήθηκε και συνέβαλε σημαντικά στην φιλανθρωπική εκστρατεία της χώρας. Η δημόσια τοποθέτηση της το 2016 ότι «το χαρέμι ήταν ένα σχολείο για τα μέλη της οθωμανικής δυναστείας και ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα για την προετοιμασία των γυναικών στην ζωή», η οποία προβλήθηκε και από την τηλεόραση ήρθε να επιβεβαιώσει την τακτική και πολιτική του συζύγου της για αναβίωση του θρησκευτικού παρελθόντος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Νετσμετίν Ερμπακάν, καθοδηγητής και μέντορας του Ερντογάν
Ο Νετσμεττίν Ερμπακάν γεννήθηκε στη Σινώπη στις 29 Οκτωβρίου 1926. Διετέλεσε τρεις φορές αντιπρόεδρος της Τουρκίας σε κυβερνήσεις συνασπισμού αλλά και πρωθυπουργός της χώρας.
Καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Κοζάν, περιοχής των Αδάνων. Ο Ερμπακάν υπήρξε πιστός μουσουλμάνος. Η πίστη του στο Ισλάμ τον οδήγησε στην προσπάθεια για άνοιγμα τζαμιού στην Σχολή κατά τα φοιτητικά του χρόνια.
Στις εκλογές του 1969 Νετσμεττίν Ερμπακάν κατήλθε ως ανεξάρτητος και εξελέγη βουλευτής Ικονίου, αφού ο αρχηγός του Κόμματος της Δικαιοσύνης Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ έθεσε βέτο για την υποψηφιότητά του με το δικό του κόμμα. Το 1970 ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Τάξεως , το οποίο μετά το πραξικόπημα του 1971 τέθηκε εκτός νόμου (1972) από το Συνταγματικό Δικαστήριο με πρόφαση την αντίθεσή του προς τις αρχές του Κεμαλισμού. Το 1973 ίδρυσε το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας μαζί με στελέχη του Κόμματος Εθνικής Τάξεως, το οποίο στις εκλογές του ιδίου έτους εισήλθε στην βουλή εξασφαλίζοντας το 11,8% των ψήφων και εκλέγοντας 48 βουλευτές. Μετά τις εκλογές το συνέδριο του κόμματος εξέλεξε τον Ερμπακάν αρχηγό.
Ο Ερμπακάν συνελήφθη στις 12 Σεπτεμβρίου 1980 και κρατήθηκε για ένα διάστημα στο Μακρονήσι στη Σμύρνη. Στις 15 Οκτωβρίου του ιδίου έτους συνελήφθη μαζί με άλλα 21 μέλη του κόμματός του με την κατηγορία της δράσεως εναντίον της εκκοσμικεύσεωςς του κράτους (μία από τις αρχές του κεμαλισμού) . Αφέθηκε ελεύθερος στις 24 Ιουλίου 1981 και αθωώθηκε. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1982 του απαγορεύτηκε για 10 χρόνια η ενασχόληση με την πολιτική. Εν τούτοις, επέστρεψε στην πολιτική μετά το δημοψήφισμα του 1987.
Στις 28 Ιουνίου 1996, ο Ερμπακάν ανέλαβε πρωθυπουργός στην κυβέρνηση συνασπισμού του Κόμματος Ευημερίας και του Κόμματος Ορθού Δρόμου της Τανσού Τσιλέρ. Η κυβέρνηση αυτή άντεξε ένα χρόνο. Την χαριστική βολή της έδωσε το «Βελούδινο Πραξικόπημα». Ένας από τους Τούρκους στρατηγούς, που είχε συμμετάσχει στο πραξικόπημα, ο Τσεβίκ Μπιρ, είχε δηλώσει τότε: «Στην Τουρκία έχουμε έναν γάμο μεταξύ Ισλάμ και Δημοκρατίας. Το παιδί του είναι η κοσμικότητα. Τώρα το παιδί έχει αρρωστήσει. Ο στρατός είναι ο γιατρός που θα σώσει το παιδί. » σε μια προσπάθεια να εξηγήσει γιατί ο στρατός έκανε επέμβαση στα πολιτικά δρώμενα της χώρας, Έπειτα από μία διαδικασία φθοράς, κατά την οποία παραιτήθηκαν από το κόμμα πολλοί βουλευτές του Κόμματος του Ορθού Δρόμου, με αποτέλεσμα να χάσει την πλειοψηφία η κυβέρνηση στη Βουλή, ο Ερμπακάν παραιτήθηκε στις 18 Ιουνίου 1997.
Τον Ιανουάριο του 1998 το Συνταγματικό Δικαστήριο έθεσε εκτός νόμου του Κόμμα της Ευημερίας και επέβαλε πενταετή απαγόρευση ανάμειξης στην πολιτική στον Ερμπακάν. Το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το Κόμμα της Αρετής , το οποίο όμως τέθηκε εκτός νόμου το 2001, έπειτα από δίκη που κράτησε σχεδόν δύο χρόνια. Μετά τη διάσπαση του χώρου του πολιτικού Ισλάμ το 2001, η «ανανεωτική πτέρυγα» (με πιο κοσμικό και φιλοδυτικό προσανατολισμό) συνέστησε το κυβερνών σήμερα Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ενώ οι πιστοί στον Ερμπακάν ίδρυσαν το Κόμμα της Ευτυχίας. Τον Μάιο του 2003 ο Ερμπακάν εξελέγη ηγέτης του κόμματος αυτού. Τον επόμενο χρόνο όμως αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω καταδικαστικής απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου
Το 2008 ο Ερμπακάν κατηγορήθηκε από Δικαστήριο της Άγκυρας για πλαστογράφηση εγγράφων με σκοπό την υπεξαίρεση από το κράτος ενός μεγάλου χρηματικού ποσού και ετέθη υπό κατ' οίκον περιορισμό για 11 μήνες. Ο Ερμπακάν πέθανε στην Άγκυρα στις 27 Φεβρουαρίου 2011 και ετάφη στην Κωνσταντινούπολη. Ήδη από το 1969 διαμόρφωσε σε μανιφέστο την λεγόμενη «Εθνική Άποψη», ένα μείγμα αντιδυτικής, εθνικιστικής και ισλαμικής ιδεολογίας. Το 1973 δήλωσε χαρακτηριστικά ότι το κόμμα του ήταν αντίθετο στην σύνδεση της Τουρκίας με την τότε Ε.Ο.Κ., ενώ η τουρκική συμμετοχή στο Ν.Α.Τ.Ο. δεν αποτελούσε για την χώρα παρά μία βαριά οικονομική επιβάρυνση. Εξέφρασε επίσης φιλοαραβικές και αντιισραηλινές θέσεις. Οι πολιτικές ιδέες του επηρέασαν πολλούς από τους σημερινούς κορυφαίους πολιτικούς της Τουρκίας με τον Ερντογάν να θεωρείται ως ο κυριότερος «πολιτικός απόγονος» του.
Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Αύριο ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος.
*Η Γιώτα Χουλιάρα είναι δημοσιογράφος με ευρεία γνώση των γεωπολιτικών τεκταινόμενων. Αρθρογραφεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο και είναι ανταποκριτής του Hellas Fm Hellenic Radio, του πρώτου ομογενειακού ραδιοφωνικού σταθμού στις ΗΠΑ με έδρα τη Νέα Υόρκη.
**Οι Λαζοί είναι φυλή που ζει κυρίως στις παράλιες περιοχές του Ευξείνου Πόντου οι οποίες ανήκουν στην Τουρκία και Γεωργία. Ήταν μια από τις κυριότερες φυλές του αρχαίου βασιλείου της Κολχίδας. Κατά την εποχή που η Οθωμανική αυτοκρατορία άρχισε να ελέγχει τον Καύκασο (16ος αιώνας), οι Λαζοί έγιναν, από ορθόδοξοι χριστιανοί, σουνίτες μουσουλμάνοι. Ο πατέρας της ιστορίας, Ηρόδοτος, ο οποίος μας έχει δώσει πολλές πληροφορίες σχετικές με τους λαούς που έζησαν στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου, τους ταυτίζει με τους Κόλχους, φυλή γνωστή στους Έλληνες πολύ πριν τις εκστρατείες τους στη Μικρά Ασία και πριν αρχίσουν τους αποικισμούς των ποντιακών εδαφών. Με τον Ηρόδοτο φαίνεται να συμφωνεί και ο Πανάρετος Τοπαλίδης ο οποίος μιλάει για αυτόχθονη φυλή των Λαζών, κατοικούντων ανατολικά της Τραπεζούντας, στην περιοχή του Ριζαίου.