Η πρώτη μετωπική της Άγκυρας με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν κρατήθηκε σε χαμηλό επίπεδο όπως είχε επιδιωχθεί αρχικώς καθώς ο Τ. Ερντογάν καταφεύγει στην γνωστή τακτική της πόλωσης και της κλιμάκωσης των λεκτικών αντιπαραθέσεων, θεωρώντας ότι έτσι θα φέρει στα νερά του τους Αμερικανούς και συγχρόνως θα τονώσει το προφίλ του στο εσωτερικό του ακροατήριο.
Κυρίως όμως δείχνει ότι ο κ. Ερντογάν χάνει την αίσθηση του μέτρου και δεν αντιλαμβάνεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο και ότι αντιδράσεις όπως οι δικές του χθες μετά την προσευχή στο Τζαμί το μόνο που πετυχαίνουν είναι να μεγαλώνουν την καχυποψία και να επιβεβαιώνουν εκείνους που στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ αλλά και στο κατεστημένο της Ουάσιγκτον θεωρούν ότι η Τουρκία του κ. Ερντογάν κόβει τις γέφυρες με την Δύση και εξελίσσεται σε ένα ιδιότυπο συστημικό πρόβλημα για την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή που συγχρόνως υπονομεύει την συνοχή του ΝΑΤΟ.
Η προσβλητική επίθεση του κ. Ερντογάν εναντίον της Αμερικανικής Δημοκρατίας αλλά και η επανάληψη των επιθέσεων σε προσωπικό τόνο μάλιστα εναντίον του Γάλλου προέδρου Εμ. Μακρόν, έρχονται να διαψεύσουν τις προσδοκίες όσων… διαπίστωναν ότι ο κ. Ερντογάν έχει υιοθετήσει χαμηλό προφίλ και έχει αλλάξει ρότα θέλοντας να «καλοπιάσει» την νέα αμερικανική κυβέρνηση αλλά και να δικαιολογήσει τις προσπάθειες των Γερμανών να κόψουν την συζήτηση για κυρώσεις και για σκλήρυνση της πολιτικής της Ε.Ε. έναντι της Τουρκίας.
Τα μηνύματα που έχει λάβει από την πρώτη στιγμή της ανάληψης καθηκόντων από τον κ Μπάιντεν ήταν αρνητικά μέχρι του σημείου που ακούμπησαν την ευαίσθητη χορδή που αφορά την κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου στην Τουρκία. Και ταυτόχρονα οι προσδοκίες που είχαν ίσως στην Άγκυρα ότι θα βρίσκονταν κάποια μέση λύση στο θέμα των S400 διαψεύδονται απολύτως με δηλώσεις όχι μόνο του πρεσβευτή στην Άγκυρα Ντέιβιντ Σάτερφιλντ που κατηγορηματικά δήλωσε oτι δεν υπάρχει θέμα σύστασης κοινής ομάδας που θα εξετάσει την δυνατότητα συνύπαρξης των S400 με τα F35, αλλά και σε ανώτατο επίπεδο τόσο ο ΥΠΕΞ Α. Μπλίνκεν όσο και ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τ. Σάλλιβαν χαρακτήριζαν απαράδεκτη την αγορά των ρωσικών πυραύλων.
Όμως η έντονη αντίδραση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα επεισόδια εις βάρος διαδηλωτών στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και για τις απαξιωτικές και επιθετικές δηλώσεις για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα από τον κ. Ερντογάν και οι κατηγορίες που διατύπωσε δημόσια ο ισχυρός άνδρας της κυβέρνησής Ερντογάν ο υπουργός εσωτερικών Σοϊλού ότι η Ουάσιγκτον υποκίνησε την απόπειρα πραξικοπήματος και η δημόσια ανταλλαγή ανακοινώσεων των Υπουργείων εξωτερικών βάρυναν ακόμη περισσότερο το κλίμα.
Ο κ. Ερντογάν βρίσκεται πρακτικά στην έναρξη μιας μακράς και δύσκολής προεκλογικής περιόδου, όπου με χρονικό ορίζοντα το 2023 θα επιχειρήσει με την σύμπραξη του εθνικιστικού ακροδεξιού κόμματος ΜΗΡ του Μπαχτσελί να κερδίσει τις εκλογές. Η συνταγή είναι γνωστή: καταστολή και εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων, πόλωση, διχαστικός λόγος, εθνικιστικά συνθήματα, επιθετική εξωτερική πολιτική. Και φυσικά ότι άλλο μπορεί προκειμένου να καλυφθεί η άσχημη οικονομική κατάσταση που ακυρώνει το μεγάλο εκλογικό ατού που είχε μέχρι τώρα και του έδωσαν την νίκη σε απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις από το 2002.
Ο τούρκος ηγέτης σταθερά επιλέγει σε όλα τα χρόνια της πορείας του το chicken game έναντι των εχθρών και συμμάχων του. Όμως όλα έχουν όρια. Και σε ότι αφορά την συγκεκριμένη κυβέρνηση Μπάιντεν, θέματα όπως η στενή σχέση με τον Β. Πούτιν και την Ρωσία, ο «ανεξάρτητος» ηγεμονικός ρόλος που επιδιώκει στην ευρύτερη περιοχή αγνοώντας τα συμφέροντα της Δύσης και η οπισθοχώρηση σε στον σεβασμό των ανθρώπινων και μειονοτικών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς ,δεν θα κάνει εύκολα πίσω η Ουάσιγκτον.
Όμως ούτε για τον τούρκο ηγέτη είναι εύκολη πλέον η κολοτούμπα αν και γνωρίζει ότι η σύγκρουση έστω και προσωρινή με την Ουάσιγκτον θα απομακρύνει ακόμη περισσότερο τις επενδύσεις από την Τουρκία, οι οποίες θα συντηρήσουν την τουρκική οικονομία και θα δημιουργήσουν ένα ακόμη πιο εχθρικό περιβάλλον στις Αγορές.
Όσο κι αν η Τουρκία επιδιώκει να εμφανίσει αυτή την ανεξέλεγκτη και με καθαρά εθνική στόχευση πολιτική της, από τον Καύκασο μέχρι την Λιβύη, ως «πλεονέκτημα» για την ίδια την Δύση, είναι σαφές ότι σε μια σειρά ζητήματα οι επιδιώξεις της Τουρκίας είναι ασύμβατες με τις επιδιώξεις της Δύσης. Και αυτό δεν αφορά μόνο στην ενίσχυση της επιρροής της Μόσχας, αλλά και στην ενίσχυση μουσουλμανικών πυρήνων όπως των Αδελφών Μουσουλμάνων, όπως και της Χαμάς, τον αντισημιτισμό που καλλιεργεί και προβάλει προσωπικά ο ίδιος ο κ. Ερντογάν, την αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου και των δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου, την κατάσταση στην Λιβύη αλλά και την διατήρηση σε «κοσμική» τροχιά, καθεστώτων χωρών πυλώνων για την περιφερειακή ασφάλεια, όπως η Αίγυπτος.
Η εξίσωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι εξαιρετικά δύσκολη, τα πρώτα βήματα γίνονται σε συνθήκες μεγάλης καχυποψίας και εχθρότητας και η εξασφάλιση ισορροπίας θα απαιτήσει πολλές επίμονες και δύσκολες προσπάθειες και σίγουρα δεν αρκεί ένα τηλεφώνημα Ερντογάν - Μπάιντεν για να σπάσουν οι πάγοι, όπως ίσως ελπίζει ο κ. Ερντογάν έχοντας την εμπειρία της σχέσης του με τον Ντ. Τραμπ.