Του Νίκου Μελέτη
Η «Ρωσική Αρκούδα» αργεί αλλά δεν ξεχνά. Η Μόσχα με καθυστέρηση μερικών εβδομάδων αντέδρασε με τρόπο αναμενόμενο, παρά το γεγονός ότι το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τον χαρακτήρισε «ασύμμετρο», στέλνοντας συγχρόνως συμβολικά «προσωπικό μήνυμα στον Νίκο Κοτζιά, απαγορεύοντας την είσοδο στην Ρωσία σε στενό συνεργάτη του.
Η απέλαση από την Ρωσία δυο μελών της ελληνικής διπλωματικής Αρχής στην χώρα, του εμπορικού ακολούθου και του υπευθύνου επικοινωνιών και η απαγόρευση εισόδου στην χώρα του διευθυντή του πολίτικου Γραφείου του Νίκου Κοτζιά Γιώργου Σακελαρίου, ήταν η απάντηση στην απέλαση δυο Ρώσων διπλωμάτων και απαγόρευση εισόδου σε δυο ακόμη στην Ελλάδα. Μια υπόθεση η οποία οδήγησε σε βαθιά κρίση τις ελληνορωσικές σχέσεις.
Κι όμως η Μόσχα αν και είχε αναγγείλει από τα μέσα Ιουλίου όταν έγινε γνωστή η υπόθεση, ότι θα απαντήσει με τον ίδιο τρόπο, φαίνεται ότι έδινε την ευκαιρία μέσα στο διάστημα που μεσολάβησε να υπάρξουν κινήσεις αποκατάστασης διαύλων επικοινωνίας και αντιμετώπισης των παρεξηγήσεων. Κάτι τέτοιο τελικά δεν συνέβη ούτε επιδιώχθηκε από τις δυο πλευρές, ενώ αντιθέτως συνεχίσθηκαν οξύτατες δηλώσεις και από ελληνικής πλευράς και από ρωσικής, με αποτέλεσμα το χάσμα να βαθαίνει.
Η απόφαση της Μόσχας να απαντήσει με αντίστοιχα μέτρα προκάλεσε την αντίδραση του ελληνικού ΥΠΕΞ ,που έκανε λόγο για ασύμμετρη αντίδραση, καθώς η απέλαση των δυο Ρώσων είχε στηριχθεί όπως τόνιζαν ελληνικές πηγές σε συγκεκριμένα στοιχεία για την δράση τους εναντίον των ελληνικών συμφερόντων.
Η κρίση στις σχέσεις της χώρας μας με την Ρωσία δεν είναι μια απλή υπόθεση, καθώς παραδοσιακά η Μόσχα στηρίζει τις ελληνικές θέσεις σε ότι αφορά στο Κυπριακό, ενίοτε και στα ελληνοτουρκικά, στα Βαλκάνια παρά την δεδομένη αντίθετη της στην επέκταση του ΝΑΤΟ στην περιοχή, προειδοποιεί και δηλώνει αντίθετη στον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, ενώ είναι εξαιρετικά σημαντική για την ελληνική οικονομία η συνεργασία στον ενεργειακό τομέα και φυσικά στον τουρισμό.
Η ρήξη στις σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών αφήνει βαθιά τραύματα και μια γενικευμένη εκατέρωθεν καχυποψία: για την Μόσχα και τον Β. Πούτιν η Ελλάδα από παραδοσιακός σύμμαχος και εταίρος ,εμφανίζεται πλέον ως «ενεργούμενο» της Ουάσιγκτον, ενώ για την Αθήνα ο ρόλος της Ρωσίας στα Βαλκάνια με την αμφισβήτηση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ( το μοναδικό ίσως χειροπιαστό «δημιούργημα» της κυβέρνησης, εκτός του Γ΄ Μνημονίου) και η απροκάλυπτη Συμμαχία της Ρωσίας με τον Τ.Ερντογάν, έχει παγώσει όλους εκείνους που το πρώτο εξάμηνο του 2015 πίστευαν ότι το κλειδί για το «σκίσιμο του μνημονίου» βρίσκονταν στην στήριξη της Ρωσίας και ενδόμυχα ίσως το πιστεύουν ακόμη, μπερδεύοντας προφανώς την Σοβιετική Ένωση των παιδικών χρόνων τους, με το καθεστώς Πούτιν..
Η κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις υδροδοτήθηκε με συγκεκριμένους όρους ώστε να πέσουν «γέφυρες» και να μην μείνουν διάδρομοι επικοινωνίας.
Η ελληνική κυβέρνηση είναι σαφές ότι με αφορμή όχι μόνο την Συμφωνία των Πρεσπών, επιχειρεί να πουλήσει στην Ουάσιγκτον ως εκδούλευση,την συμβολή της στην διατήρηση των Δ. Βαλκανίων σε φιλοδυτική τροχιά. Και προφανώς αναμένει ανταλλάγματα είτε στο επίπεδο της οικονομίας, με επενδύσεις αλλά και στην Ενέργεια με την δρομολόγηση αποστολής αμερικανικού LNG στην Ελλάδα, όσο και σε περιφερειακά ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Κρυφή προσδοκία της Αθήνας, που μάλλον οφείλεται σε υποκειμενική πρόσληψη της πραγματικότητας, είναι ότι η Ουάσιγκτον με δεδομένη την κρίση στις σχέσεις με τον Ερντογάν, θα εγγυηθεί την ασφάλεια της Ελλάδας έναντι κάθε απειλής και πιθανότατα στο προσεχές μέλλον θα μεταφέρει στα ελληνικά σύνορα τα όρια του στρατηγικού μετώπου έναντι των στρατηγικών απειλών,της Μ. Ανατολής, του Ιράν,της Ρωσίας αλλά και των αποσταθεροποιητικών προσφυγικών κυμάτων από την Βόρειο Αφρική.
Πιθανότατα οι προσδοκίες αυτές δεν είναι αδικαιολόγητες καθώς συγκεκριμένοι παράγοντες στην ομάδα χάραξης εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ, διαπνέονται από βαθύτατα αντιτουρκικά αισθήματα και θεωρούν ότι όσο υπάρχει ο Ερντογάν η Τουρκία δεν μπορεί να θεωρείται αξιόπιστη σύμμαχος και συνεπώς πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικές επιλογές. Όπως αυτή της στρατηγικής συνεργασίας Ισραήλ- Αιγύπτου -Κύπρου -Ελλάδας.
Η Μόσχα που θεωρεί την κάθε νέα διεύρυνση του ΝΑΤΟ ως απώλεια στρατηγικού χώρου, κάθε άλλο παρά είναι ικανοποιημένη με τον νέο ρόλο που διεκδικεί η «ομόδοξη» Ελλάδα, καθώς πρακτικά αυτός ο ρόλος εντάσσεται στην δημιουργία αναχωμάτων στην ρωσική επιρροή.
Με τα δεδομένα αυτά μάλλον θα πρέπει να αναζητηθούν όχι οι νέες αντιδράσεις που υπονόησε ότι θα εξετάσει το ελληνικό ΥΠΕΞ, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η Μόσχα θα συνεχίσει να «τηγανίζει» την Αθήνα μέχρι να υπάρξουν τα πρώτα βήματα εκτόνωσης της έντασης.
Ακόμη και τώρα πάντως είναι σαφές ότι από αυτή την κρίση, δεν φαίνεται να μπορεί να βγει εύκολα κάποιος κερδισμένος και πάντως αυτός δεν μπορεί να είναι η Αθήνα. Και για τον λόγο αυτό απαιτούνται άμεσα πρωτοβουλίες αποκλιμάκωσης, καθώς πολύ συχνά είναι ο συμβιβασμός και η αυτοσυγκράτηση η ένδειξη ισχύος και όχι το αντίθετο..