Το ραντεβού του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και η ομιλία του στην κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου και της Γερουσίας, αποτυπώνουν τη νέα φάση στην οποία έχουν περάσει οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, με την επιλογή της κυβέρνησης να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο στενούς συμμάχους των ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Η επιλογή αυτή ακολούθησε βεβαίως τη φιλοαμερικανική στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και διευκολύνθηκε από τη σοβαρή ώθηση που δόθηκε στη συνεργασία των δυο χωρών και την ένταξη της σε ευρύτερο γεωστρατηγικό πλαίσιο, από τον πρώην υπουργό εξωτερικών Μ. Πομπέο και τον ιδιαίτερα δραστήριο πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών της Γερουσίας Μ. Μενέντεζ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την πρώτη στιγμή δεν έκρυψε τον φιλοατλαντικό προσανατολισμό της, προσδοκώντας όχι μόνο την προσέλκυση κρίσιμων για την ελληνική οικονομία επενδύσεων αλλά και διότι διέβλεπε ότι σε ενδεχόμενη όξυνση και κλιμάκωση των εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η αδυναμία της Ε.Ε. να παρέμβει αποφασιστικά θα άφηνε την Ελλάδα μόνη απέναντι στην Τουρκία.
Το μεγάλο ερώτημα βεβαίως είναι εάν και σε τι εύρος μπορεί να εξασφαλισθεί η υποστήριξη των ΗΠΑ απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, υπό το πρίσμα μάλιστα των εξελίξεων στην Ουκρανία που ανέτρεψαν βεβαιότητες και δογματικές προσεγγίσεις στις διεθνείς σχέσεις.
Η Τουρκία παραδοσιακά για τους Δημοκρατικούς προέδρους αποτελεί έναν κρίσιμης σημασίας πόλο της εξωτερικής πολιτικής τους, που έχει να κάνει όχι μόνο με την ανάσχεση της Ρωσίας, αλλά την προβολή «κοσμικού» υποδείγματος για τις μουσουλμανικές χώρες, σε μια αβέβαιη και εύφλεκτη περιοχή. Ο σχεδιασμός που θεωρεί ότι ο μεγάλος άξονας σταθερότητας θα πρέπει να είναι αυτός που συνδέει την Τουρκία το Ισραήλ και την Αίγυπτο και ότι βάσει αυτού θα πρέπει να εξασφαλισθεί όχι μόνο η παροχή ασφάλειας αλλά και οι ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή αποτελεί βασικό στοιχείο στην πολιτική της γραφειοκρατίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Σε αντίθεση με όσους θεωρούν και στην Ουάσιγκτον ότι η Τουρκία είναι στο μεταίχμιο και κάνει τη στρατηγική επιλογή να απομακρυνθεί από τη Δύση, ώστε να παζαρεύει κάθε φορά τη σχέση της είτε με την Ουάσιγκτον είτε με τη Μόσχα ή το Πεκίνο και ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η φιλοδοξία του Ταγίπ Ερντογάν να αναδείξει τον παγκόσμιο αυτόνομο ρόλο της Τουρκίας, η παρούσα Διοίκηση ασπάζεται την παραδοσιακή γραμμή:
Η Τουρκία με κάθε θυσία και κάθε κόστος πρέπει να κρατηθεί στο Δυτικό Στρατόπεδο. Και όπως με πολύ σαφήνεια ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Α. Μπλίνκεν δήλωσε στην επιτροπή του Κογκρέσου ότι θα πρέπει να αρθούν τα βέτο και οι ενστάσεις ώστε να απελευθερωθούν οι πωλήσεις πολεμικού υλικού όπως τα F16 προς την Τουρκία για να μην υποχρεωθεί η χώρα να αναζητήσει αλλού την κάλυψη των εξοπλιστικών αναγκών της. Μια δήλωση που πρακτικά αποδέχεται και την τουρκική επιχειρηματολογία ότι «υποχρεώθηκε» να αγοράσει τους S400 καθώς οι Αμερικανοί δεν προσέφεραν με τους όρους που η Άγκυρα έθετε, τα συστήματα Patriot.
Και η ουκρανική κρίση βοήθησε την Τουρκία να βελτιώσει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι η μη συμμόρφωση με τη γενική πολιτική των Συμμάχων για επιβολή κυρώσεων, η αποστασιοποιημένη στάση της έναντι του Β. Πούτιν, η μετατροπή της σε καταφύγιο των Ρώσων ολιγαρχών, προστατευόμενων του Β. Πούτιν, θα έπρεπε να προκαλούν προβληματισμό αν όχι καχυποψία στην Ουάσιγκτον για τον πραγματικό ρόλο της Τουρκίας και τις επιδιώξεις της από την υποτιθέμενη «ουδέτερη» στάση της.
Ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν σταθερά και από την εποχή της αντιπροεδρίας του θεωρεί ότι η Τουρκία πρέπει να προσδεθεί στη Δύση χωρίς όμως να έχει κρύψει την προσωπική αντιπάθεια για τον «αυταρχικό» Ταγίπ Ερντογάν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πραγματοποιηθεί η επίσκεψη του Κ.Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον η οποία φυσικά δεν θα είναι επικεντρωμένη στα ελληνοτουρκικά, αλλά πλέον η συζήτηση για τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της στρατηγικής αντιπαράθεσης της Δύσης με την Μόσχα και των δραματικών αλλαγών στο μείζον ζήτημα της εξασφάλισης πρόσθετων ενεργειακών πόρων που θα οδηγήσουν και στην απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η Τουρκία εδώ και πολύ καιρό μιμείται τη Ρωσία του Β. Πούτιν. Αυταρχισμός στο εσωτερικό, νεποτισμός, αδιαφανής διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Και αναθεωρητισμός αμφισβήτηση συνόρων και διεθνών συνθηκών και περιφρόνηση του Διεθνούς Δικαίου στο εξωτερικό που με πολύ ευκολία, όπως και ο Β. Πούτιν καταφεύγει στις απειλές ή ακόμη και ευθέως στη χρήση βίας.
Η Άγκυρα επιχειρεί να δώσει την εικόνα της χώρας που είναι αποφασισμένη να λύσει τις διαφορές που η ίδια έχει ανοίξει με τους γείτονες της αν και είναι προφανές το κίνητρο της αποκατάστασης των σχέσεων με τα Εμιράτα και τη Σ. Αραβία, λιγότερο με το Ισραήλ είναι η αντιμετώπιση της άσχημης κατάστασης της οικονομίας της.
Αντιθέτως με την Ελλάδα, παρά τα χαμόγελα του κ. Ερντογάν στο γεύμα που παρέθεσε στον πρωθυπουργό τον Μάρτιο στην Κωσταντινούπολη, η Τουρκία δείχνει και θα συνεχίσει να δείχνει τον «κακό εαυτό» της, όχι μόνο γιατί δεν έχει να κερδίσει κάτι από την Ελλάδα αλλά κυρίως επειδή θεωρεί ότι το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος είναι η πιο δοκιμασμένη και «ασφαλής» περιοχή για να ασκήσει τον ηγεμονικό περιφερειακό ρόλο της.
Η Ελλάδα και η Κύπρος και τα δικαιώματα που αντλούν οι δυο χώρες από το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συμφωνίες είναι το μεγάλο εμπόδιο στα σχέδια του κ. Ερντογάν.
Η πίεση που ασκεί στο Αιγαίο το τελευταίο διάστημα η Τουρκία και που πιθανόν θα κλιμακωθεί με την αποστολή ερευνητικού σκάφους η γεωτρύπανου στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι για να προδιαγράψει η ίδια την ατζέντα του διαλόγου, στον οποίο ελπίζει ότι θα παροτρύνει ο Τ. Μπάιντεν και ο Α. Μπλίνκεν στις συνομιλίες τους με τον Κ.Μητσοτάκη και τον Ν. Δένδια στην Ουάσιγκτον.
Η ελληνική πλευρά θα έχει τη δύσκολη αποστολή να εξηγήσει ότι δεν μπορεί να υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση του αναθεωρητισμού όταν δεν προέρχεται από τη Ρωσία αλλά από την Τουρκία και ότι δεν θα πρέπει να ελπίζει κανείς ότι η Ελλάδα θα προβεί σε υποχωρήσεις, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι εκβιασμοί του Ταγίπ Ερντογάν σχετικά με την παραμονή της Τουρκίας στο Δυτικό στρατόπεδο.
Εάν πράγματι οι Αμερικανοί θέλουν και επιμένουν να εμπλακεί η Τουρκία στις ενεργειακές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτό δεν μπορεί να γίνει με την υιοθέτηση στάσης Ποντίου Πιλάτου, αλλά με πίεση προς την Άγκυρα ώστε να αποδεχθεί τους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας και τα κυριαρχικά δικαιώματα όλων των κρατών της περιοχής. Και προφανώς αποφυγή μονομερών ενεργειών που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια της περιοχής.
Η Αλεξανδρούπολη, η Καβάλα, ο διασυνδετήριος αγωγός προς τη Βουλγαρία και στα Βαλκάνια, απειλούνται από τις επιθετικές πολιτικές της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, που απαγορεύει με την απειλή πολέμου νέες έρευνες για υδρογονάνθρακες και υπονομεύει την αξιοποίηση εντοπισμένων κοιτασμάτων, όπως αυτά της Κύπρου.
Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, ο κ.Μητσοτάκης θα έχει την ευκαιρία να εξηγήσει ότι δεν είναι απλώς το εύρος του εναέριου χώρου που αμφισβητεί η Τουρκία (κάτι που δυστυχώς ασπάζονται και οι Αμερικανοί), αλλά πλέον με τις ιδιαίτερα αποκαλυπτικές υπερπτήσεις αμφισβητείται η ίδια η ελληνική κυριαρχία. Και παρά το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον ήδη από τη δεκαετία του '90 αποφεύγει να εμπλακεί στο ζήτημα που εγείρει η Τουρκία για την αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών κρατώντας όμως μια μάλλον θετική για την Άγκυρα προσέγγιση, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα πρέπει να εξηγήσει πειστικά στους Αμερικανούς τι θα σημάνει και για τη Συλλογική ασφάλεια τυχόν αφοπλισμός των νησιών στη θαλάσσια δίοδο προς και από τη Μαύρη Θάλασσα και κυρίως να προβάλει την παράλογη απαίτηση της Τουρκίας ότι ο μη αφοπλισμός των νησιών ακόμη και των μεγάλων νησιών του Αιγαίου σημαίνει την ακύρωση της ελληνικής κυριαρχίας…
Η συγκυρία της επίσκεψης του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον προσφέρει ευκαιρίες για την Ελλάδα, όμως οι δυσκολίες για να υπάρξουν απτά αποτελέσματα στα θέματα του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου, είναι επίσης υπαρκτές.