Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη
Είναι αναμφισβήτητη η διαπίστωση ότι η τουρκική προκλητικότητα κατά της χώρας μας -και όχι μόνο- εντείνεται ποσοτικά και ποιοτικά την τελευταία τριετία. Αιτίες πολλές, με διαφορετική ενίοτε ιεράρχηση αλλά και διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς τις πραγματικές επιδιώξεις, δυνατότητες και πιθανές ενέργειες της Άγκυρας. Αντίστοιχα και μια ποικιλία διαφορετικών ημέτερων τρόπων αντίδρασης.
Σε αυτό το κλίμα, παρακολουθώντας κάποιος τη σχετική καθημερινή ειδησιογραφία στην Ελλάδα, προβληματίζεται για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, γεγονός που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις με ένα ποσοστό ανησυχίας (πολύ ή αρκετά) λίγο πάνω από το 60%. Μάλιστα, οποιαδήποτε ανησυχία συνδέεται συνειρμικά με το φόβο ξεσπάσματος μιας κρίσεως «τύπου Ιμίων». Ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες κάθε Ιανουαρίου πληθαίνουν οι αναφορές στα γεγονότα εκείνης της -όχι μακρινής περιόδου- περιόδου.
Για την κρίση εκείνη, εκατοντάδες αναλύσεις έχουν δημοσιευθεί, περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστες, ανάλογες λύσεις έχουν προταθεί και διάφορα διορθωτικά μέτρα έχουν κατά καιρούς υιοθετηθεί. Δεν θα σταθώ σήμερα στην προφανή αναγκαιότητα ενίσχυσης της αμυντικής αποτροπής, ανέφικτης χωρίς την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Ούτε θα αναφερθώ σε ρηξικέλευθες -αλλά χρονοβόρες αλλαγές- που όμως εμπεριέχουν και ρίσκο και επιβάλλεται να υλοποιηθούν στις ένοπλες δυνάμεις. Δεν θα μιλήσω για ανεύρεση τρόπων νεκρανάστασης των ελληνικών αμυντικών βιομηχανιών. Θα σιωπήσω επίσης και για τις δεκάδες παθογένειες του «συστήματος» που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, υποστηρίξαμε, εν συνεχεία λιθοβολήσαμε αλλά συνεχίζουμε με απαράμιλλη αφοσίωση να υπερασπιζόμαστε.
Η κρίση των Ιμίων, όπως και οποιαδήποτε άλλη κρίση στη διεθνή ιστορία, απέδειξε μια σειρά αδυναμιών σε τεχνικό (διαθέσιμα υλικά), τακτικό (χρήση στρατιωτικών τμημάτων) και επιχειρησιακό επίπεδο (συνδυασμένη χρήση μεγάλων διακλαδικών τμημάτων). Τα μεγαλύτερα όμως προβλήματα ανεδείχθησαν στην κορυφή, στην πολιτικοστρατιωτική συνεργασία και στον χειρισμό κρίσεων στο υψηλότατο επίπεδο της εξουσίας.
Αρκετές λεπτομέρειες είναι πλέον γνωστές καίτοι εμφανίζονται διαφορετικές ερμηνείες, απόρροια της πανανθρώπινης τάσης απόσεισης των ευθυνών και υστεροφημίας. Επιεικώς απαράδεκτη η θεσμική ατολμία ανάληψης μιας αντικειμενικής εξέτασης των γεγονότων και υποβολής προτάσεων ανάληψης διορθωτικών ενεργειών. Ενδεικτική και παράδειγμα προς μίμηση, η αντίστοιχη ισραηλινή αντίδραση συγκρότησης διακομματικής επιτροπής (επιτροπή Winograd από το όνομα του επικεφαλής ανώτατου δικαστή) διακρίβωσης των συνθηκών του μη ικανοποιητικού χειρισμού της κρίσεως του καλοκαιριού του 2006 (2ος πόλεμος Λιβάνου) και η απόδοση ευθυνών αλλά κυρίως η υποβολή διορθωτικών προτάσεων. Παρόμοια με την ελληνική περίπτωση (1996) και στην ισραηλινή εμπειρία (2006), οι μεγαλύτερες δυσλειτουργίες με τις σημαντικότερες αρνητικές συνέπειες, εντοπίστηκαν στον ανώτατο επίπεδο προερχόμενες από την αδυναμία αρμονικής -ίσως και ειλικρινούς- συνεργασίας του πολιτικού με τον στρατιωτικό κόσμο.
Το παράδοξο είναι ότι καίτοι η ανάληψη διορθωτικών ενεργειών στον τομέα αυτό είναι χαμηλού (ίσως και ασήμαντου) κόστους εντούτοις οι σχετικές βελτιώσεις είναι ασήμαντες. Δυστυχώς ο πολιτικός μας κόσμος, αδυνατεί να κατανοήσει ότι η επίτευξη των εθνικών αντικειμενικών σκοπών διέρχεται και μέσα από τη διαδικασία χειρισμού πολυεπίπεδων κρίσεων. Αδυνατούμε επίσης να αντιληφθούμε ότι οι διαδικασίες χειρισμού κρίσεων δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη και μόνο «πυροσβεστικά» εργαλεία αλλά και εργαλεία ενάσκησης της εθνικής πολιτικής. Καίτοι ως εθνική υπόσταση, από το 1955 και μετά, συμβιώνουμε με την υψηλή πιθανότητα μιας ελληνοτουρκικής κρίσεως (άγνωστης εξέλιξης και απροσδιόριστης κλιμάκωσης), οι πολιτικές ηγεσίες προτιμούν να εξορκίζουν αυτήν την πραγματικότητα αρνούμενες να «συνεκπαιδευτούν» με τους φορείς της άμυνας και διπλωματίας σε θέματα χειρισμού κρίσεων. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι είναι τελείως διαφορετική η γνώση των εθνικών θεμάτων και η ευχέρεια ανάπτυξης τηλεοπτικών επιχειρημάτων με τη λήψη σημαντικών αποφάσεων σε πέπλο αβεβαιότητας, υπό πίεση χρόνου και του συντριπτικού βάρους ευθυνών. Αναμφίβολα η «συνεκπαίδευση» και εξοικείωση δεν θα άρουν το πέπλο της αβεβαιότητας, ούτε θα εξαφανίσουν την πιθανότητα του αιφνιδιασμού και λανθασμένης επιλογής. Σίγουρα όμως θα βελτιώσουν τον τρόπο συνλειτουργίας της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας. Θα συνδράμουν στην αλληλοκατανόηση των θεμάτων όπως αυτά (φυσιολογικά) βιώνονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες (ατομικές αλλά και οργανωσιακές). Θα δημιουργήσουν προσωπικούς δεσμούς αμοιβαίας εμπιστοσύνης ή ακόμη και θα οδηγήσουν στην έγκαιρη αντικατάσταση ατόμων που δεν μπορούν να συγχρονιστούν με τον ρυθμό της ομάδος.
Για να επιτευχθούν όμως οι παραπάνω στόχοι απαιτείται αρχικά η επιμόρφωση όλων των εμπλεκομένων στις διαδικασίες (εξοικείωση) και εν συνεχεία η τριβή (συνάσκηση) τους σε πληθώρα σεναρίων. Μιλάμε δηλαδή για μια σταδιακή και συνεχή επαφή, όσμωση και «συνεκπαίδευση» ανώτατων πολιτικών, διπλωματικών και στρατιωτικών αξιωματούχων ώστε να καταστούν ικανοί να εργαστούν αρμονικά -με την υποστήριξη του συνόλου του κρατικού μηχανισμού- ως μια ομάδα σε συνθήκες έντασης, πίεσης και αβεβαιότητος. Τελικός στόχος, όλοι οι εμπλεκόμενοι να παρέξουν τις καλύτερες πληροφορίες, υποστήριξη, εκτιμήσεις και προτάσεις στον έχοντα την τελική ευθύνη για τη λήψη της αντίστοιχης απόφασης (φυσικά και εν συνεχεία να μεριμνήσουν για την βέλτιστη εφαρμογή της).
Σίγουρα δεν είναι μια εύκολη διαδικασία λαμβάνοντας υπόψη και το βάρος των συνεπειών της κάθε απόφασης. Σίγουρα δεν εξασφαλίζει την ημετέρα επικράτηση. Είναι όμως ένα βασική προϋπόθεση για τον επιτυχή χειρισμό των κρίσεων και η εξασφάλιση της δεν εμπεριέχει πολιτικό ή οικονομικό κόστος. Δεκαετίες οι στρατιωτικές και διπλωματικές ηγεσίες επιζητούν μια ανάλογη προετοιμασία. Συχνά οι πολιτικοί ταγοί υπόσχονται την υλοποίηση της μέσω διαφόρων οργάνων και διαδικασιών. Στην πράξη όμως αποφεύγουν να εμπλακούν προσωπικά σε αυτή τη διαδικασία, αρκούμενοι σε ωραιοποιημένες ενημερώσεις, εθιμοτυπικές επισκέψεις και εξαγγελίες συγκρότησης μηχανισμών και οργάνων (καίτοι την τελευταία περίοδο είδαμε κάποια διστακτικά θεσμικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση). Εκτιμούν άραγε ότι με το πολιτικό τους ένστικτο θα λάβουν άμεσα και σε συνθήκες έντασης, τις σωστές αποφάσεις ή γνωρίζουν κάτι που εμείς όλοι δεν ξέρουμε;
ΥΓ: Θα ήμουν άδικος αν δεν ανέφερε και μια τρίτη περίπτωση, αυτήν μιας ήδη υπάρχουσας επιμελούς μυστικής προετοιμασίας-συνεκπαίδευσης και απόκρυψης της προς αποφυγή δημιουργίας αισθήματος ανησυχίας στον ελληνικό λαό. Μακάρι, αλλά διαφωνώ για την σκοπιμότητα απόκρυψης της καθώς την αντιλαμβάνομαι ως μια ουσιώδη πράξη ενίσχυσης της αποτροπής.
* Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος (εα)
-Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
-Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
-Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
-Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
-Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
-Διαλέκτης και συνεργάτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ)
-0030-210-6543131, 0030-6983457318