Η πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου του Ισραήλ Ισαάκ Χέρτζογκ στην Τουρκία, η πρώτη Ισραηλινού προέδρου από το 2007, αποτελεί ορόσημο στην προσπάθεια της τουρκικής κυβερνήσεως να θέσει τέλος στην περιφερειακή απομόνωση της Τουρκίας στην οποία την είχε η ίδια καταδικάσει με σειρά στρατηγικών επιλογών της κατά τα τελευταία δεκαπέντε έτη.
Παρά τον ισχυρό συμβολισμό της επισκέψεως, η αποκατάσταση των σχέσεων Ισραήλ και Τουρκίας δεν αποτελεί προφανώς υπόθεση μιας επισκέψεως. Αξίζει να υπογραμμισθούν τρεις πτυχές των σχέσεων Ισραήλ και Τουρκίας που θα επηρεάσουν το μέλλον της διαδικασίας αλλά και τις περιφερειακές εξελίξεις.
Η προσέγγιση Ισραήλ και Τουρκίας δεν είναι νοητή χωρίς την αναθεώρηση της πολιτικής υποστηρίξεως της Ισλαμικής Αδελφότητος και των διαφόρων παρακλαδιών της ανά τη Μέση Ανατολή συμπεριλαμβανομένης και της Χαμάς. Η καλλιέργεια σχέσεων πατρωνίας με την Ισλαμική Αδελφότητα συνέβαλε στις προσπάθειες αναδείξεως του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε ηγέτη του σουνιτικού ισλαμικού κόσμου, είχε σημαντικό αντίκτυπο στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο και συνέβαλε στην εγκατάσταση σημαινόντων στελεχών της Ισλαμικής Αδελφότητος στην Τουρκία.
Καθώς η αλλαγή αυτής της πολιτικής μπορεί να έχει σοβαρό πολιτικό κόστος για την τουρκική κυβέρνηση, η πρωτοβουλία της αποκαταστάσεως των σχέσεων με το Ισραήλ δείχνει πόσο δυσχερής είναι η διπλωματική θέση της Τουρκίας αλλά και πόσο δύσκολη μπορεί να γίνει η συνέχιση της διαδικασίας, εν όψει και των επικειμένων προεδρικών εκλογών.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να παρακάμψει την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο στα σχέδια αξιοποιήσεως των ισραηλινών κοιτασμάτων φυσικού αερίου της ανατολικής Μεσογείου μέσω υποθαλασσίων αγωγών δεν μπορεί να τελεσφορήσει ακριβώς διότι οι διπλωματικές διενέξεις αυξάνουν τον πολιτικό κίνδυνο ενός έργου ήδη προβληματικής οικονομικής βιωσιμότητος.
Η μεταφορά του ισραηλινού φυσικού αερίου στην Αίγυπτο, η υγροποίησή και η εξαγωγή του αποτελεί προς το παρόν λύση μειωμένου πολιτικού ρίσκου και ισχυρής οικονομικής λογικής. Η ανάδειξη του φυσικού αερίου σε εργαλείο διασυνδεσιμότητος και περιφερειακής συνεργασίας μπορεί να λειτουργήσει μόνον όταν αυτή συμβάλλει στη διευθέτηση των υφισταμένων διπλωματικών διενέξεων στην ανατολική Μεσόγειο και όχι όταν αυτή λειτουργεί ως ενισχυτής τους.
Με άλλα λόγια η λύση του Κυπριακού αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την κατασκευή υποθαλασσίων αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, πιθανόν όμως να μην αποτελεί πλέον ικανή συνθήκη δεδομένης της ρευστότητος της διεθνούς αγοράς ενέργειας και της έμφασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η επανεκκίνηση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ αφορά και τις σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η απώλεια της υποστηρίξεως του εβραϊκού λόμπυ συνέβαλε στην απομόνωση της Τουρκίας σε όλα τα σημαντικά αμερικανικά κέντρα αποφάσεων.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου σε μία σειρά πιθανών πρωτοβουλιών της κυβερνήσεως Μπάιντεν, όπως την πώληση νέων αεροσκαφών F-16 ή την αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων τουρκικών F-16 θα διευκολυνθεί τα μάλα από μια νέα αρχή στις σχέσεις Ισραήλ και Τουρκίας.
Η ζημία, ωστόσο, στην εικόνα της Τουρκίας ως αξιοπίστου εταίρου είναι ήδη μεγάλη, και δεν είναι βέβαιο ότι και η υποστήριξη του εβραϊκού λόμπυ μπορεί να γείρει την πλάστιγγα. Εξ άλλου η στάση της Τουρκίας από την αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία μάλλον ενίσχυσε τις αμερικανικές ανησυχίες.
Όλα αυτά προϋποθέτουν οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης, η οποία και σπανίζει. Το ότι δεν υπήρξε ανακοίνωση για την επανατοποθέτηση πρέσβεων σε Άγκυρα και Τελ Αβίβ, αλλά μόνον για τη διεξαγωγή επισκέψεως του Τούρκου υπουργού εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στο Ισραήλ δείχνει πόσο χαμηλά ετέθη ο πήχυς και πόσο αβέβαια παραμένει η ευόδωση της πρωτοβουλίας.
* Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και Επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.