Μετά από ένα διπλωματικό μπαράζ η χώρα είναι σαφώς σε καλύτερη θέση από ότι πριν μερικούς μήνες έχοντας στα χέρια δύο σημαντικές συμφωνίες, αλλά πλέον και μια διευρυμένη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή, η οποία δίνει και άλλο προφίλ στην ελληνική εξωτερική πολιτική και δημιουργεί ευκαιρίες συνεργιών με μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις.
Η δήλωση του Αμερικανού πρεσβευτή Τ.Πάϊατ ότι η Ουάσιγκτον χαιρετίζει τη «νέα διαφορετική γεωμετρία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που δεν εστιάζεται σε έναν γείτονα, αλλά στρέφεται στην προώθηση της σταθερότητας σε μια ευρύτερη περιοχή από τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα, μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τον Ινδικό...», αποτυπώνει αυτό το νέο στίγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που οικοδομήθηκε αργά και σταθερά από το 2012, αλλά πήρε εντατική μορφή τα τελευταία δυο χρόνια. Τότε που το τουρκολυβικό Μνημόνιο και η πρωτόγνωρη απειλή από την Τουρκία ξύπνησε από την αμεριμνησία της την Αθήνα.
Η Συμφωνία με τη Γαλλία και η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, η MDCA με τους Αμερικάνους και η επιστολή Μπλίνκεν, οι τριμερείς, με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τα Εμιράτα και τα πιο διευρυμένα περιφερειακά σχήματα συνεργασίας, στα οποία συμμετέχει και η Γαλλία, η Ιορδανία, το Μπαχρέιν αλλά ακόμη και η Παλαιστινιακή Αρχή, και στα οποία η Ελλάδα έχει κεντρική θέση ως μεσογειακή ευρωπαϊκή χώρα, διαμορφώνουν μια σημαντική δυναμική, η οποία είχε ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια αλλά τόσο ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης αλλά κυρίως ο ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας έδωσαν νέα προοπτική και νέες διαστάσεις.
Η στροφή της Ελλάδας στον Αραβικό κόσμο και στη Μέση Ανατολή δεν έχει καμιά σχέση με τη «παραδοσιακή» σχέση με τους Άραβες, όπως τη βίωσε η χώρα τη δεκαετία του 80, όταν μάλλον είχε κόστος για την Ελλάδα η σχέση με τον Αραφάτ, τον Καντάφι και τον Χαφεζ Άσαντ.
Τώρα ο αραβικός κόσμος με ατμομηχανή τα Εμιράτα κυρίως μετά τις ιστορικές συμφωνίες Αβραάμ, αλλά και με τη Σ.Αραβία, βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση ισορροπιών μετά την προφανή μείωση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για άμεση εμπλοκή στην ευρύτερης περιοχή, ώστε να εξασφαλισθεί ένα πλαίσιο όχι μόνο οικονομικής συνεργασίας αλλά κυρίως η δημιουργία πλαισίου ασφαλείας.
Σε αυτό το νέο μεγάλο παιγνίδι, σημαντικοί παράγοντες παραμένουν η Αίγυπτος ως η μεγαλύτερη αραβική χώρα με κομβική γεωγραφική θέση, φυσικά το Ισραήλ ενώ ενεργά εισέρχεται πλέον και η Ινδία. Σε αυτή τη νέα γεωγραφία ασφαλείας η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν και διεκδικούν σημαντικό ρόλο ως απόληξη αυτού του μεγάλου τόξου ασφάλειας και εμπορικού δρόμου που καλύπτει τον Ινδικό Ωκεανό, τον Περσικό Κόλπο, την Ερυθρά Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα επιχειρεί όχι μόνο να επωφεληθεί από την εμπορική και ενεργειακή διάσταση αυτού του τόξου, αλλά και σε επίπεδο ασφαλείας η εμπλοκή τόσων συμφερόντων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου προϋποθέτει σταθερότητα, καθαρές σχέσεις βασισμένες στον σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων χωρών και του διεθνούς δικαίου, ώστε να αποτρέπονται συγκρούσεις που αποσταθεροποιούν την περιοχή.
Και εκεί πλέον η συζήτηση φθάνει στην Τουρκία.
Με τη σωστή ανάγνωση της Τουρκίας και του Ερντογάν, η Ελλάδα δεν έχει αμφιβολίες πλέον ότι έχει δίπλα της μια μόνιμη απειλή η οποία δεν κατευνάζεται ούτε αντιμετωπίζεται εύκολα, καθώς η Τουρκία θα λειτουργεί διαρκώς όλο και πιο επιθετικά θέλοντας να μετατρέψει την Ελλάδα και άλλες γειτονικές χώρες φυσικά (απλώς η Ελλάδα της δημιουργεί το πρόβλημα της «ασφυξίας» στις ακτές της), χώρες υποτελείς που ακόμη και για την παραμικρή ενέργεια και άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τους θα πρέπει να έχουν την άδεια της Τουρκίας.
Επίσης, τα τελευταία τουλάχιστον δυο χρόνια διαλύονται και οι οιεσδήποτε ψευδαισθήσεις είχαν απομείνει ότι υπάρχει περιθώριο διαλόγου με την Τουρκία προκειμένου να λυθεί το μείζον θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, που με τη σειρά του θα οδηγούσε σε αντιμετώπιση και άλλων προβλημάτων που δημιουργούνται καθημερινά. Όσο για το Κυπριακό, η υιοθέτηση της ακραίας θέσης για λύση με «πολιτική ισότητα και ισότιμο διεθνές καθεστώς», που παραπέμπει φυσικά στα δυο κράτη, έχει σφραγίσει την πόρτα σε κάθε προσπάθεια για την επίλυση του προβλήματος.
Η Τουρκία επίσης αναπτύσσει μια μιλιταριστική ιδεολογία, ενισχύοντας συγχρόνως μια πολεμική βιομηχανία η οποία θα χρειασθεί να «καταναλώσει» τα προϊόντα της. Είτε θα πρόκειται για εξαγωγές είτε για δικούς της, είτε για πολέμους δια πληρεξουσίων.
Η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα της Τουρκίας όμως μπορεί να αποτελέσει τον πρώτο στόχο της
Οι Συμμαχίες που συνάπτει η Ελλάδα και οι εξοπλισμοί που προωθεί, ενισχύουν σημαντικά την αποτρεπτική ισχύ της χώρας μας. Όμως δεν λύνουν το πρόβλημα «Τουρκία». Έγινε μεγάλη συζήτηση για το εάν η Γαλλία θα συνδράμει σε μια επίθεση στην Ελληνική ΑΟΖ, ή εάν αρκεί η δήλωση του Ά. Μπλίνκεν για σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων, για να δημιουργηθεί αίσθημα ασφάλειας στην Ελλάδα, και ότι οι δυο χώρες εγγυώνται ρητά την ασφάλεια της. Όλα αυτά θα κρίνονται κάθε φορά από τις συγκυρίες και του κατά πόσον τα στρατηγικά συμφέροντα της Γαλλίας ή των ΗΠΑ θα ταυτίζονται με εκείνα της Ελλάδας και πάντως δεν θα εξυπηρετούνται από την επιθετικότητα της Τουρκίας.
Δεν μπορεί να δημιουργούντα όμως νέες ψευδαισθήσεις, ότι πλέον εάν προκληθεί ένα επεισόδιο μεγάλης κλίμακας θα είναι από μηχανής θεός το αεροπλανοφόρο Ντε Γκωλ ή το Αϊζενχάουερ που θα έρθουνε και θα δώσουν λύσεις.
Όπως δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η σημασία των δυο συμφωνιών. Προφανώς, και όσοι διαπραγματεύτηκαν την Ελληνοαμερικανική θα ήθελαν να αποσπάσουν ε περισσότερα από τους Αμερικανούς, αλλά θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τις τάξεις μεγέθους και το τι θα ήταν διατεθειμένοι να δώσουν οι Αμερικανοί. Και αλλαγή πολιτικής που θα συνεπάγεται εγκατάλειψη της Τουρκίας δεν υπάρχει διάθεση να υπάρξει από πλευράς Ουάσιγκτον, καθώς η βαθιά γραφειοκρατία αλλά και η πολιτική τάξη της υπερδύναμης θεωρούν ότι ακόμη αξίζει να δίνονται μάχες για να κρατηθεί η Τουρκία στη Δύση.
Πάντως, εάν η αποτροπή είναι σημαντική καθώς εμποδίζει την Τουρκία να κάνει μια απερίσκεπτη πρόκληση, το μεγάλο ερώτημα είναι πως η Ελλάδα θα αποτινάξει από πάνω της τη φιλανδοποίηση που επιχειρεί να της επιβάλει η Τουρκία, αποφεύγοντας συγχρόνως μια στρατιωτική κλιμάκωση στην οπό και η Τουρκία θα έχει κόστος γιατί οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις παραμένουν ισχυρές, όμως θα υπάρχουν σοβαρές συνέπειες για την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία.
Αυτές τις δύσκολες ισορροπίες πρέπει να αναζητήσει η κυβέρνηση. Και φυσικά το τεστάρισμα της Τουρκίας δεν πρέπει να γίνει με ιδέες που ακούστηκαν για άμεση κήρυξη ΑΟΖ με την Κύπρο, ή για επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο.
Ίσως, για την Ελλάδα πιο φρόνιμο θα ήταν να τεστάρει η ίδια τις διαθέσεις Γάλλων και Αμερικανών. Με κινήσεις που καλύπτονται από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της θάλασσας και σε περιοχές που η Τουρκία δεν έχει και δεν μπορεί να έχει λόγο. Τέτοιες κινήσεις, όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων νοτίως της Κρήτης, το κλείσιμο των Κόλπων έχουν εξαγγελθεί από την κυβέρνηση αλλά παραμένουν παγωμένες… Και κυρίως θα πρέπει να χαραχθούν ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές, και επιχειρησιακά σχέδια που θα βάζουν απαγορευτικό σε κάθε προσπάθεια επανάληψης της προσέγγισης του Oruc Reis στην ελληνική ΑΟΖ ή τη μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα και παρεμπόδισης ελληνικών ερευνών στις ίδιες περιοχές…
Έτσι θα αποκτά περιεχόμενο και ουσία, το «γράμμα» των Συμφωνιών και των Συμμαχιών…