Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου*
Η συνεχιζόμενη τουρκική επιθετικότητα των τελευταίων μηνών, στο Αιγαίο, στον Έβρο και στην Κύπρο, αναμφισβήτητα θέτει προ των ευθυνών της, την ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, αναφορικά με την δέον γενέσθαι, ήτοι την ενδεδειγμένη στρατηγική αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής.
Το δέον γενέσθαι έναντι της τουρκικής απειλής ταλανίζει τον δημόσιο διάλογο και το θεσμικό σύστημα εθνικής ασφάλειας της χώρας επί δεκαετίες (Ουσιαστικά απ' την επαύριον της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974). Η συνήθης διχογνωμία στα επίσημα και ανεπίσημα fora, αναφέρεται στο απλουστευτικό δίπολο Αποτροπή (Deterrence) έναντι Κατευνασμού (Appeasement), ενώ απουσιάζει πλήρως η επικαιροποίηση των ανωτέρω στρατηγικών επιλογών, ειδικά της έννοιας της Αποτροπής, καθώς και η αναφορά σε μια αξιόπιστη, συνεκτική και αποτελεσματική στρατηγική, βάσει του συνδυασμού έτερων στρατηγικών περιπτώσεων (Εξισορρόπηση, Αντιστάθμιση) που απορρέουν από την διεθνή βιβλιογραφία, οι οποίες δύναται να χρησιμοποιηθούν έναντι του Τουρκικού Αναθεωρητισμού, απαντώντας πειστικά στα νέα δεδομένα που επηρεάζουν καταλυτικά την δυναμική των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων στο λυκαυγές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Η ελληνική πλευρά, προσώρας έχει επιλέξει να ακολουθήσει μια στρατηγική προσέγγιση που στην διεθνή ορολογία αναφέρεται ως Κατευνασμός (Appeasement). Ο Κατευνασμός δύναται να οριστεί ως η στρατηγική διπλωματικών,πολιτικών ή οικονομικών παραχωρήσεων (Concessions) που στοχεύουν στην εξαγορά (buying off) ενός κράτους-επιτιθέμενου (Aggressor State) ώστε να αποφευχθεί ένοπλη σύγκρουση.
Στο πλαίσιο των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, ο – ακολουθούμενος απ' την ελληνική πλευρά – κατευνασμός στοχεύει στο να καταλαγιάσει την επιθετικότητα της γείτονος και να αποφευχθεί πάση θυσία «θερμό επεισόδιο» και ένοπλη σύρραξη με την Τουρκία.
Ο Κατευνασμός χαρακτηρίζεται από την πλειοψηφία των Ληπτών Αποφάσεων (Decision-Makers) ως απευκταία στρατηγική επιλογή, καθώς έχει συνδεθεί ιστορικά με την αντίστοιχη αναποτελεσματική εφαρμοσθείσα βρετανική στρατηγική της δεκαετίας του 30και της ατυχούς προσπάθειας του Βρετανού πρωθυπουργού Neville Chamberlain να εξευμενίσει την Ναζιστική Γερμανία του A. Hitler, παραχωρώντας την δυνατότητα στο ναζιστικό καθεστώς να προχωρήσει στην προσάρτηση της περιοχής της Σουδητίας από την Τσεχοσλοβακία το 1938.
Στην κατευναστική πολιτική της κυβέρνησης Chamberlain αποδίδεται κατά την συντριπτική πλειονότητα της διεθνούς ιστοριογραφίας, η απρόσκοπτη και ανεξέλεγκτη (unchecked) επιθετική συμπεριφορά της Ναζιστικής Γερμανίας στην Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του 30, γεγονός που γιγάντωσε την δυναμική του ναζιστικού καθεστώτος και κατ' επέκταση συνέβαλε στον Β'' Παγκόσμιο Πόλεμο αντί να τον αποτρέψει.
Αποτυπώνοντας την πλήρη αποτυχία της κατευναστικής στρατηγικής έναντι της Γερμανίας , χαρακτηριστική έχει μείνει η φράση του μετέπειτα Βρετανού πρωθυπουργού Winston Churchill στον Chamberlain έπειτα από την Συμφωνία του Μονάχου το 1938:«Σου δόθηκε η ευκαιρία επιλογής μεταξύ Πολέμου και Εξευτελισμού. Επέλεξες τον Εξευτελισμό και θα λάβεις τον Πόλεμο».
Το ζήτημα του Κατευνασμού ως στρατηγική επιλογή των κρατών, έχει απασχολήσει εντόνως τους διεθνείς αναλυτές, καθώς αναζητούνται τόσο συστημικά (απορρέοντα από το διεθνές σύστημα) όσο και πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αίτια, που άπτονται του εσωτερικού πεδίου για την ανάληψη μιας τέτοιας επιλογής.
Κατά την σχολή της Realpolitik, τα κράτη δύνανται να καταφύγουν σ'' αυτή την επιλογή, όταν γίνονται αποδέκτες πολλαπλών απειλών (multiple threats), επιλέγοντας να συγκεντρώσουν τα πενιχρά τους μέσα (means) σ έναν μόνο αντίπαλο.
Επιπρόσθετα, η ηγεσία που προκρίνει τον κατευνασμό ενός πιθανού επιτιθέμενου, οδηγείται μερικές φορές από την λογική του κέρδους χρόνου (buy time) για να μεταθέσει την αντιπαράθεση με ευνοϊκότερους όρους σε μεταγενέστερο χρόνο.Επιπλέον η έλλειψη ικανών συμμαχιών που θα μπορούσαν να αποτρέψουν ένα πιθανό αναθεωρητικό κράτος, αποτελούν δυνητικό αίτιο καταφυγής σε κατευναστική στρατηγική.
Παράλληλα σύμφωνα με αναλυτές που αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στα κίνητρα του εσωτερικού πεδίου της πολιτικής (Innenpolitik), ο κατευνασμός προκρίνεται ορισμένες φορές εξαιτίας των πιέσεων που υφίσταται η πολιτική ηγεσία από ισχυρές ομάδες συμφερόντων εξαιτίας του φόβου απώλειας οικονομικών κερδών ή ερεισμάτων.
Το κύριο αίτιο όμως που ευθύνεται για την συγκεκριμένη επιλογή, πρέπει να αναζητηθεί στην διττή επίδραση διεθνών και εσωτερικών παραγόντων,στις προτιμήσεις (preferences) και στις πιέσεις (pressures) που υφίστανται στο μίκρο-επίπεδο της ανάλυσης που αφορά την πολιτική ηγεσία και αφορούν στην αντίθεση που υπάρχει μεταξύ των δεδομένων απαιτήσεων για ασφάλεια και των πολιτικών προτεραιοτήτων της ηγεσίας στο εσωτερικό πεδίο.
Αδύναμοι ηγέτες βρισκόμενοι υπό την μέγγενη της εξασφάλισης της εθνικής ασφάλειας (nationalsecurity) και των πολιτικών απαιτήσεων του δικού τους εσωτερικού ακροατηρίου, δύναται να επιλέξουν τον Κατευνασμό ως την επιλογή με το χαμηλότερο δυνατό πολιτικό κόστος.
Πολύ σημαντική μεταβλητή (variable) αποτελεί η στρατηγική κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί στο κράτος στο επίπεδο των ελίτ και της κοινής γνώμης. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της βρετανικής πολιτικής την δεκαετία του 30, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην υιοθέτηση της βρετανικής κατευναστικής στρατηγικής έναντι της Ναζιστικής Γερμανίας.
Επιπρόσθετα, ο κατευνασμός φαντάζει μια ορθή επιλογή για την πολιτική ηγεσία η οποία εν μέσω οικονομικής κρίσης, ιεραρχεί και προκρίνει τις εσωτερικές πολιτικές προτεραιότητες που αφορούν το πολιτικό συμφέρον της επανεκλογής της (self-interest) έναντι πιο πολύπλοκων «ακριβών» και αντιδημοφιλών στρατηγικών.
Άλλωστε, τα Ζητήματα Εθνικής Ασφάλειας βρίσκονται χαμηλά τόσο στην προεκλογική όσο και στην μετεκλογική ατζέντα των Πολιτικών Κομμάτων και Ηγεσιών. Ο Κατευνασμός ως επιλογή σε μια τέτοια περίσταση αποτελεί για την πολιτική ηγεσία την «φθηνή» επιλογή, η οποία δεν θα υπονομεύσει τις πιθανότητες επανεκλογής της.
Παράλληλα, καθοριστική αποδεικνύεται με όρους Innenpolitik, η συμβολή των προτιμήσεων της στελεχιακής βάσης του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, όταν ευνοεί την πρόκριση του «βουτύρου έναντι των κανονιών» (butter over guns). Στην περίπτωση αυτή ο κατευνασμός λειτουργεί ως μια επιλογή ικανοποίησης του εσωτερικού πολιτικού ακροατηρίου (Appeasement as satisficing).
Αναλύοντας επιγραμματικά τα αίτια που ώθησαν την βρετανική ηγεσία να υιοθετήσει ως στρατηγική τον Κατευνασμό της Γερμανίας την δεκαετία του 30, διαπιστώνεται η διττή επίδραση διεθνών και εσωτερικών παραγόντων στην βρετανική ηγεσία. O Chamberlain ανησυχούσε πως η εύθραυστη βρετανική οικονομία, η οποία, βρισκόταν σε φάση αναδιάταξης μετά την Μεγάλη Ύφεση, θα κλονιζόταν στις πιέσεις μιας στρατηγικής Ανάσχεσης (containment) της Γερμανίας με κίνδυνο να τεθεί εν αμφίβολο η ύπαρξη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, να τρωθεί το status της Μ. Βρετανίας ως Ηγέτιδας Δύναμης (Major Power), να επιδεινωθεί το βιοτικό επίπεδο της βρετανικής κοινωνίας και να απωλεσθεί η πλειοψηφία του Συντηρητικού Κόμματος.
Επιπρόσθετα, η συμμαχία με την Γαλλία, τις Κάτω Χώρες και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, απειλούσε κατά τον Chamberlain να σύρει την Μ. Βρετανία σε σύγκρουση χωρίς την θέλησή της. Μια συμμαχία με την Ιταλία ως πιθανή εξισορροπητική πράξη (balancing act) τέθηκε σύντομα εκτός προοπτικής, καθώς ο Mussolini ζήτησε ως αντάλλαγμα γαλλικές κτήσεις.
Παράλληλα, το κύριο χαρακτηριστικό του Chamberlain ως πολιτική προσωπικότητα, ήταν η υπέρμετρη φιλοδοξία του και η προσήλωσή του στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Θεωρούσε πως η εκλογική επιτυχία του Συντηρητικού Κόμματος εξαρτιόταν απόλυτα, από την επιτυχία των σχεδίων οικονομικής ανάκαμψης. Κυρίως προσέδιδε εξαιρετική πολιτική σημασία στην συμπεριφορά της κοινής γνώμης και στην ανησυχία μιας κοινωνικής αναστάτωσης από τους πρόσθετους φόρους, οι οποίοι θα συνόδευαν μια δυνητική αποτρεπτική στρατηγική.
Το διακύβευμα μιας αυξημένης εσωτερικής εξισορρόπησης (internal balancing), που συνίστατο στην αύξηση των αμυντικών δαπανών και των εξοπλισμών (ο Chamberlain εντούτοις διατήρησε τις αμυντικές δαπάνες σ ένα επίπεδο minimum αποδεκτό για το μέγεθος της απειλής)θα ήταν, σύμφωνα με την άποψή του Βρετανού πρωθυπουργού, μια κίνηση υψηλού ρίσκου που θα διασπούσε ενδεχομένως την εσωτερική συνοχή του κόμματος των Συντηρητικών, καθώς θα υπονόμευε την διατήρηση της Αυτοκρατορίας, συνυφασμένης με τις επενδύσεις και τα συμφέροντα των εκπροσώπων που εμπλέκονταν στο εμπόριο και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, οι οποίοι ως βασικοί χρηματοδότες και υποστηρικτές του Συντηρητικού Κόμματος, πίεζαν προς την υιοθέτηση μιας χαμηλού οικονομικού κόστους πολιτικής έναντι της Γερμανίας.
Η κατευναστική στρατηγική του Chamberlain απολάμβανε των ευήκοων ώτων της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα των ψηφοφόρων της Εργατικής Τάξης ,οι οποίοι αποτελούσαν την ομάδα –κλειδί για την εκλογική επικράτηση του Συντηρητικού Κόμματος.
Η βρετανική Κοινή Γνώμη εμφανώς επηρεασμένη από τον βαρύτατο φόρο αίματος του Α Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν σαφώς αρχικά αρνητικά διακείμενη προς οποιαδήποτε πολεμική προετοιμασία και υποστήριζε με θέρμη το πρότυπο της συλλογικής ασφάλειας της Κοινωνίας των Εθνών. Για τον Chamberlain, το εκλογικό κόστος της απομάκρυνσης από την πολιτική Κατευνασμού της Ναζιστικής Γερμανίας ήταν υπέρογκο και ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία.
Αξίζει να σημειωθεί όμως πως ο Chamberlain κατέφυγε στην μέθοδο της χειραγώγησης της κοινής γνώμης μέσω των ΜΜΕ για την συνέχιση της πολιτικής του, καθώς η κοινή γνώμη σταδιακά άρχισε να μεταστρέφεται υπέρ μιας ενεργούς αποτρεπτικής στρατηγικής. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, ορμώμενος από συστημικές και εσωτερικές πιέσεις και όντας δέσμιος των προσωπικών του φιλοδοξιών, στρεφόμενος πρωτίστως στο εσωτερικό πεδίο, αγνόησε την φύση της διεθνούς πολιτικής με συνέπεια να αποτύχει να αποτρέψει τον αναθεωρητισμό της Γερμανίας με καταστροφικές συνέπειες για τον ίδιο και την χώρα του.
Κατευνασμός έναντι της Τουρκίας: Γιατί αποτελεί λανθασμένη και εν πολλοίς επικίνδυνη επιλογή
Καταρχάς απαιτείται να διευκρινιστεί το εξής: Τo ζητούμενο μιας στρατηγικής εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να είναι άλλο από την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας , της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και ευημερίας και της προσωπικής ασφάλειας των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό κανένας ορθολογικός δρών (rational actor) δεν είναι δυνατόν να επιθυμεί μια πολεμική αναμέτρηση. Η επιλογή μιας στρατηγικής κρίνεται από την αποτελεσματικότητά της ως προς τον επιθυμητό στόχο, στην περίπτωση της Ελλάδας έγκειται στην διατήρηση του status quo, της ειρήνης και της σταθερότητας.
Ο Κατευνασμός έναντι της Τουρκίας, αποτελεί μια συνειδητή στρατηγική επιλογή, βρισκόμενη σε πρωταρχική θέση στην ατζέντα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, που εδράζεται στο επίπεδο της στρατηγικής κουλτούρας που διέπει σημαντικό κομμάτι των ελληνικών πολιτικών ελίτ και αφορά αφενός φοβικές προσλαμβάνουσες για την στρατιωτική ισχύ της Άγκυρας, που ανατρέχουν στο σύνδρομο της απώλειας της Βόρειας Κύπρου το 1974 ή ακόμα και της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι από την πεποίθηση ότι η χώρα αφενός θεωρείται εκ των προτέρων χαμένη σε ένα ενδεχόμενο σύγκρουσης, αφετέρου από την πεποίθηση ότι οι αποτρεπτικές στρατηγικές με απειλή χρήσης βίας, εμπεριέχουν «ρίσκο» και πιθανότητα κλιμάκωσης και τυχόν ανθρωπίνων απωλειών, ως εκ τούτου καθίστανται μη αποδεκτές από την πολιτική ηγεσία.
Το ανωτέρω φοβικό σύνδρομο, ενισχύεται και από το τεράστιο πολιτικό κόστος ενός ενδεχόμενου «θερμού επεισοδίου», πόσο μάλλον μιας ενδεχόμενης γενικευμένης σύρραξης.
Η ανωτέρω αντίληψη επικρατεί εξαιτίας της απολύτως λανθασμένης θεώρησης της ηγεσίας, του όρου Αποτροπή (Στόχος είναι να αποτραπεί η Σύγκρουση) και της πλήρους άγνοιας έτερων στρατηγικών που βρίσκονται στην «φαρέτρα» ενός κράτους.
Η Κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας του Ερντογάν, αποτελεί προβληματική επιλογή και δύναται να αποβεί άκρως επικίνδυνη για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, γιατί εδράζεται αφενός σε παρωχημένες αντιλήψεις (Perceptions) για την υφή και το μέγεθος της τουρκικής απειλής, αφετέρου αγνοεί σημαντικά δεδομένα που άπτονται της συμπεριφοράς των κρατών στο άναρχο διεθνές σύστημα όσο και την φύση της διεθνούς πολιτικής στον 21ο αιώνα.
Α) Λανθασμένα θεωρείται απ' την ελληνική ηγεσία ότι η τουρκική επιθετικότητα βρίσκεται παροδικά σε έξαρση , αποτελεί προϊόν εσωτερικής κατανάλωσης και εξαντλείται στο τουρκικό εσωτερικό ακροατήριο. Η τουρκική επιθετικότητα έχει δομικά χαρακτηριστικά, αποτελεί προϊόν μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού (δόγμα Νταβούτογλου) και περιλαμβάνει μεσοπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους (τροποποιημένο δόγμα Ερντογάν).
Εδράζεται σε μια αναθεωρητική γεωπολιτική θεώρηση που απώτερο στόχο, έχει την μετατροπή της Τουρκίας σε ισχυρή Περιφερειακή Δύναμη, η οποία θα ασκεί επιρροή και θα διαμορφώνει τις εξελίξεις προς όφελός της, σε περιοχές υπό ελληνική κυριαρχία, αμφισβητώντας ευθέως τα όρια της ελληνικής επικράτειας.
Β) Λανθασμένα θεωρείται ότι η τουρκική επιθετικότητα χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της Τουρκίας εξαιτίας των αδιεξόδων της πολιτικής της. Η τουρκική απειλή έχει αναβαθμιστεί εξαιτίας της υπέρμετρης αυτοπεποίθησης στα όρια της αλαζονείας , που διακατέχει το σύνολο του τουρκικού πολιτικού συστήματος, απόρροια της αναβάθμισης της θέσης της στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.
Ως εκ τούτου, η κατευναστική στρατηγική είναι αναποτελεσματική και επιζήμια για το εθνικό συμφέρον γιατί:
Α) Αντί να δημιουργεί συνθήκες μείωσης της έντασης, ενθαρρύνει την Άγκυρα να προχωρεί σε αύξηση των επιθετικών ενεργειών, δημιουργώντας διαρκώς τετελεσμένα (αλληλουχία επιθετικών ενεργειών μετά τον εμβολισμό του σκάφους του Λιμενικού). Το πλέον επικίνδυνο παράδειγμα της πλήρους αποτυχίας της ελληνικής στρατηγικής κατευνασμού, αποτελεί η περίπτωση του χαρακτηρισμού των Ιμίων ως κομμάτι της τουρκικής επικράτειας.
Β) Η στρατηγική κατευνασμού της Τουρκίας, αφαιρεί σημαντικά ερείσματα από τις υφιστάμενες συμμαχίες της Ελλάδας, καθώς παρουσιάζεται η χώρα ανήμπορη να κινηθεί στο διεθνές γίγνεσθαι, όπως της επιτάσσει η κομβική της γεωστρατηγική θέση και η συμμετοχή της στους σημαντικότερους διεθνείς οργανισμούς ασφάλειας. Το ειδικό βάρος της χώρας συρρικνούται και το γεγονός αυτό έχει επιπτώσεις και στην περιφερειακή ισορροπία ισχύος, μ ότι αυτό συνεπάγεται για τους επιπρόσθετους κινδύνους που εγκυμονεί.
Γ) Δεν υφίσταται η δικαιολογία του κέρδους χρόνου μέσω του κατευνασμού για την άμβλυνση της τουρκικής επιθετικότητας, καθώς αφενός εκτιμάται ότι το ισοζύγιο ισχύος Ελλάδας- Τουρκίας θα ανατραπεί υπέρ της Άγκυρας σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τα επόμενα χρόνια. Άλλωστε η στρατηγική της Άγκυρας, έχει στόχο, έως το 2023 να έχει θέσει τις προϋποθέσεις αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης μέσω της Συρίας με τετελεσμένα στο Αιγαίο και στην Κύπρο που θα της επιτρέψουν από θέση ισχύος να σύρει την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις.
Δ) Η στρατηγική κατευνασμού συνδέεται άρρηκτα με την περαιτέρω μείωση των αμυντικών δαπανών (ειδικά στην Ελλάδα αποτελεί πάγιο αίτημα ορισμένων κομμάτων,προεξάρχοντος του κυβερνώντος κόμματος στο πλαίσιο του κατευνασμού) γεγονός που βραχυπρόθεσμα θα καταστήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις ανήμπορες να ανταποκριθούν στον αποτρεπτικό ρόλο τους στον 21ο αιώνα, ενώ μεσοπρόθεσμα μαθηματικά θα οδηγήσει την χώρα σε φινλανδοποίηση από την Τουρκία.
Αξίζει να επισημανθεί ότι κινήσεις εκμίσθωσης οπλικών συστημάτων ή αναβάθμισης άλλων είναι απαραίτητες και ευκταίες, πλην όμως η στρατηγική κατευνασμού τις απονευρώνει. Άλλωστε κ η κυβέρνηση Chamberlain έκανε παρόμοιες κινήσεις ειδικά στο κομμάτι της Αεροπορικής Ισχύος, με χρηματοδότηση του προγράμματος των Spit fire, αδυνατώντας να αποτρέψει την γερμανική επιθετικότητα, καθώς από μόνη της η αγορά οπλικών συστημάτων δεν συνιστά καθοριστικό παράγοντα αλλαγής της αναθεωρητικής συμπεριφοράς των κρατών.
Ε) Σ' ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας, όπου κυριαρχεί πλέον η συναλλακτική θεώρηση των Διεθνών Σχέσεων και η αναδιάταξη συνόρων μέσω της defactoαναθεώρησης συνθηκών προβάλλει απειλητική, η στρατηγική κατευνασμού, καθίσταται η «συνταγή» της αστάθειας που απορρέει από την αδυναμία του κράτους να καθίσταται ο πάροχος ασφάλειας(security provider),υπονομεύοντας έτσι και την εσωτερική συνοχή.
Στ) Στην περίπτωση της συνέχισης του κατευνασμού της Τουρκίας και της δημιουργίας τετελεσμένων, η Ελλάδα κινδυνεύει με περιθωριοποίηση σε περιφερειακό επίπεδο, καθώς θα τεθούν δυνητικά εν κινδύνω τα ζωτικά της συμφέροντα στο Αιγαίο και στην Κύπρο, θα κινδυνεύσουν οι συμμαχίες της με Αίγυπτο, Ισραήλ αλλά και στα Βαλκάνια με Σερβία και Βουλγαρία εξαιτίας της απώλειας κύρους και ειδικού βάρους, ενώ μακροπρόθεσμα δύναται να αντιμετωπίσει και ζήτημα υπαρξιακής απειλής (existential threat).
Παραταύτα, η Ελλάδα διαθέτει πληθώρα στρατηγικών επιλογών εκτός του Κατευνασμού ,καθώς και ισχυρό απόθεμα ισχύος που δυνητικά θα την καθιστούσαν έναν ισχυρό δρώντα σε περιφερειακό επίπεδο. Καθώς το διεθνές περιβάλλον ασφάλειας χαρακτηρίζεται από έντονη ρευστότητα, η χώρα δύναται να απαντήσει πειστικά στις τουρκικές προκλήσεις, διαθέτοντας ένα ενδελεχές επεξεργασμένο συνδυαστικό και συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο που θα έδινε έμφαση στους πολλαπλασιαστές ισχύος και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, υπό την σκέπη μιας Υψηλής Στρατηγικής που θα επένδυε ουσιαστικά στις σημαντικές συμμαχίες και στην αξιοποίηση των διεθνών ερεισμάτων.
Λύσεις εύκολες δεν υπάρχουν και δεν ενδείκνυνται απλουστευτικά δόγματα Αποτροπής. Χρειάζεται εκπόνηση μιας νέας στρατηγικής εθνικής ασφάλειας με συνδυασμό στρατηγικών εργαλείων που να απηχεί τα δεδομένα του 21ο αιώνα, έχοντας ως αναγκαία προϋπόθεση την ορθή εκτίμηση των απειλών και την ανάγνωση του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος. Χρειάζεται πρωτίστως όμως αλλαγή νοοτροπίας και στρατηγικής κουλτούρας στο ελληνικό θεσμικό σύστημα ασφάλειας που να απηχεί και αντίστοιχες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Λαμπρόπουλος είναι στρατηγικός αναλυτής, ειδικός επιστήμονας Άμυνας και Ασφάλειας στο Κέντρο Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης.