Φαίνεται ότι το «σλόγκαν» του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν «η Αμερική επιστρέφει» (στο πλέγμα συμμαχιών) προκειμένου να αποκαταστήσει τον Διατλαντικό Δεσμό (Transatlantic Link) που είχε υποστεί «τραύματα» από την προεδρία Τραμπ, παρέμεινε μάλλον ένα απλό «κούφιο» σλόγκαν. Μπορεί οι κανονικότητες να είχαν αρχίσει να διέπουν την αμερικανική εξωτερική πολιτική και να άρχιζε να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη μεταξύ ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων αλλά οι διατλαντικές σχέσεις περνούν κρίση.
Οι πρώτοι τριγμοί δημιουργήθηκαν με την επιλογή της Ουάσινγκτον να μην διαβουλευτεί με τους συμμάχους της, ακόμα και με το Λονδίνο με το οποίο έχει την γνωστή «ειδική σχέση» σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τον τρόπο αποχώρησης από το Αφγανιστάν. Οι εικόνες χάους στο Αεροδρόμιο της Καμπούλ προκάλεσαν πολιτική αναταραχή όχι μόνον στις ΗΠΑ αλλά και στο εσωτερικό των βασικών Συμμάχων της. Μέσα στο ίδιο το ΝΑΤΟ δημιουργήθηκε σοβαρός προβληματισμός για το πώς βλέπουν τελικά τις συμμαχίες οι Αμερικανοί όταν εδώ και είκοσι χρόνια τα κράτη-μέλη του Βόρειο-Ατλαντικού Συμφώνου ακολουθούσαν ανενδοίαστα τις επιλογές των Αμερικανών συμμάχων τους. Παράλληλα στην ΕΕ αναθερμάνθηκε για πολλοστή φορά, είτε λόγω ενός ειλικρινούς προβληματισμού είτε ίσως και για επικοινωνιακό εντυπωσιασμό η συζήτηση περί «στρατηγικής αυτονομίας».
Και εκεί που οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ προσπαθούσαν να συνέλθουν από το σοκ του Αφγανιστάν, ήλθε την 15η Σεπτεμβρίου η αιφνιδιαστική ανακοίνωση της περίφημης Συμφωνίας AUKUS μεταξύ ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Αυστραλίας με πρώτιστο σκοπό την ανάσχεση της Κίνας, αν και δεν κατονομάζεται, στον Ινδό-Ειρηνικό Ωκεανό. Πασιφανής η αγχωτική βιασύνη στην αναγγελία της, μάλλον διότι η Ουάσινγκτον μετά το σοβαρό «τραύμα» που υπέστη από το φιάσκο της άτακτης αποχώρησης από το Αφγανιστάν, επιθυμούσε τουλάχιστον επικοινωνιακά να επιβεβαιώσει σύντομα τον παγκόσμιο γεωπολιτικό της ηγεμονικό ρόλο δίνοντας του μάλιστα και «αγγλοσαξονικό χρώμα».
Αν και δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες της, η Συμφωνία AUKUS έχει αναντίρρητα σημαντική γεωπολιτική αξία καθόσον δημιουργεί νέα δεδομένα στην περιοχή παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ήδη στρατηγικές συνεργασίες στον τομέα της Ασφάλειας και της ανταλλαγής πληροφοριών (η Quad, δηλαδή ο Τετραμερής Διάλογος Ασφαλείας ΗΠΑ, Αυστραλίας, Ινδία και Ιαπωνίας αλλά και τα Five Eyes όπου συμμετέχουν οι αγγλόφωνες χώρες, ΗΠΑ, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, ΗΒ και Καναδάς). Αυτό που όμως δημιούργησε τον μεγαλύτερο θόρυβο ήταν ότι αυτή περιλαμβάνει και την ναυπήγηση για την Αυστραλία οκτώ Πυρηνοκινήτων Υποβρυχίων από την Αμερική ενώ ακυρώνει την υπάρχουσα σχετική Σύμβαση με τη Γαλλία που αφορούσε την κατασκευή δώδεκα τέτοιων Υποβρυχίων από την Εταιρεία Naval Group ύψους 58 δισ. ευρώ.
Από τη μία υπάρχει σοβαρή οικονομική ζημία από την ακύρωση του συμβολαίου όχι μόνο για τη Γαλλία αλλά και για λοιπούς Ευρωπαίους υποκατασκευαστές, παρά την παρακράτηση της προκαταβολής, τις ρήτρες και τις εγγυητικές επιστολές που θα εκπέσουν. Από την άλλη όμως η Αμερική όχι μόνον δεν διαβουλεύτηκε με την ίδια τη Γαλλία, βασικό σύμμαχο και εταίρο της η οποία σε αντίθεση με την ίδια την Αμερική αλλά και το ΗΒ, έχει επικράτεια (Νέα Καληδονία, Γαλλική Πολυνησία κ.α.) στην περιοχή του Ινδό-Ειρηνικού με 1,5 εκ υπηκόους της να ζουν εκεί, αλλά ούτε καν την ενημέρωσε για τις προθέσεις της. Την ίδια στάση κράτησε η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο βέβαια αναζητεί εναγωνίως μετά το BREXIT παγκόσμιο ρόλο, όπως θέλει η νέα Βρετανική Εθνική Στρατηγική (Global Britain in a competitive age) κάτι όμως για το οποίο ακόμα και οι Βρετανοί αναλυτές θεωρούν ότι είναι πρώιμο να γίνει από απόψεων δυνατοτήτων.
Η σφοδρότητα της αντίδρασης της Γαλλίας άφησε αναμφίλεκτα όλους με το «στόμα ανοικτό». Η ανάκληση για διαβουλεύσεις του Γάλλου πρέσβη από την Ουάσιγκτον αλλά και από την Καμπέρα, ήταν όντως μια σοβαρή διπλωματική ενέργεια. Παράλληλα ακύρωσε Σύνοδο ΥΠΕΞ Γαλλίας-ΗΒ για την Ασφάλεια, απείλησε να αρχίσει μονομερείς διαβουλεύσεις με Ρωσία και Κίνα και αμφισβήτησε την ενότητα του ΝΑΤΟ διαρρέοντας ότι θα μπορούσε να εξετάσει ακόμα και η αποχώρηση της από τη Δομή Διοικήσεως και Δυνάμεων (στρατιωτικό σκέλος). Εδώ κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι το ΗΒ και η Γαλλία συνδέονται με ένα ισχυρό Αμυντικό Σύμφωνο, το Lancaster House Treaty της 2 Νοεμβρίου 2010 (Κάμερον – Σαρκοζύ) που ενισχύθηκε τον Ιανουάριο 2018 από την Τερέζα Μέι και τον Εμανουέλ Μακρόν.
Η γαλλοβρετανική αυτή αμυντική συνεργασία εστιάζεται σε τρία βασικά πεδία. Στο επιχειρησιακό, στο βιομηχανικό και στο πεδίο της πυρηνικής αποτροπής, και περιλαμβάνει συνοπτικά λοιπόν Διακλαδική Εκστρατευτική Δύναμη, Βιομηχανική Συνεργασία για μείζονα κοινά εξοπλιστικά προγράμματα (πύλη εισόδου της Βρετανικής αμυντικής βιομηχανίας στην Ευρώπη) και Τεχνολογική Συνεργασία στον εκσυγχρονισμό του Πυρηνικού Οπλοστασίου.
Οι Γάλλοι αξιωματούχοι εξηγώντας την αντίδραση της χώρας τους μίλησαν «για πισώπλατη μαχαιριά» και υποστήριξαν ότι η έλλειψη διαφάνειας και συνεννόησης είναι ανεπίτρεπτη μεταξύ βασικών Συμμάχων. Η διαφαινόμενη ανάδυση ενός Νέο-Γκωλισμού μπορεί να δημιουργεί διαρκώς προβλήματα στην επίτευξη συναίνεσης (consensus) στο ΝΑΤΟ αλλά και έναν αρνητισμό μέσα στην ΕΕ πάνω σε διάφορα θέματα από τα οποία δυνατόν να επωφελείται η Αμερική ή και η Βρετανία ή ακόμα και η μακρινή Αυστραλία. Κινδύνους αντιμετωπίζει πλέον και η Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου ΕΕ-Αυστραλίας. Αν τελικά επικρατήσει η «νέο-γκωλική» αντίληψη εκτιμάται ότι η Γαλλία θα αποκτήσει μία διακριτή θέση με αποστάσεις από αυτό που αποκαλούμε Διατλαντικό Δεσμό εστιάζοντας στην εξισορρόπηση Ανατολής-Δύσης και όχι στην ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ, με κύριο επιχείρημα ότι δεν μπορούν πλέον να εμπιστεύονται τους Αμερικανούς οι οποίοι βλέπουν τις Συμμαχίες του πάντα με διπλά πρότυπα. Και αυτό ήδη λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως γίνεται να ζητήσει η Ουάσιγκτον από τους Ευρωπαίους Συμμάχους της, εμπλοκή τους είτε μέσω ΝΑΤΟ είτε μέσω ΕΕ στον στρατηγικό της ανταγωνισμό με το Πεκίνο όταν αυτοί έχουν μάλιστα και διαφορετική αντίληψη για τις σχέσεις τους με αυτό. Δεν είναι μόνο το θέμα της εμπλοκής του ΝΑΤΟ το οποίο όμως έχει ως Περιοχή Ευθύνης την Ευρωατλαντική Περιφέρεια, στο πλευρό των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα. Μπορεί η Αμερική να υποτιμά την άνευρη ΕΕ και για αυτό ευθύνεται η ίδια η Ένωση. Όμως την χρειάζεται για λήψη μέτρων και άλλων περιορισμών που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε επίπεδο ΕΕ σε ό,τι αφορά στην οικονομική, εμπορική και τεχνολογική εξάπλωση της Κίνας σε όλο τον κόσμο. Και «η μάχη» με την Κίνα δίνεται πρωτίστως σε αυτά τα πεδία. Καμία εμπλοκή δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν συμφωνήσει και η Γαλλία η οποία ίσως υποστηριχθεί και από άλλες χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία οι οποίες έχουν στενές οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι θα προκύψουν μεγάλα ή μικρά προβλήματα συνοχής που σε πολιτικό επίπεδο μπορούν να αποδυναμώσουν την Συμμαχία.
Μετά την οξύτατη αντίδραση της Γαλλίας που όπως προαναφέραμε δεν αναμενόταν, οι ΗΠΑ αλλά και το ΗΒ έχουν επιδοθεί σε μία προσπάθεια διόρθωσης και μείωσης των αρνητικών επιπτώσεων σε βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο. Η Ουάσινγκτον αφού «έστησε» τόσο βιαστικά την AUKUS, αναζητεί πλέον τρόπους να εντάξει τη Γαλλία και την Ευρώπη ευρύτερα στη στρατηγική της για τον Ινδό-Ειρηνικό κάτι που σημαίνει συμμετοχή πρωτίστως της Γαλλίας αλλά άλλων προθύμων Ευρωπαίων Συμμάχων συλλογικά ή ατομικά σε στρατιωτικές, διπλωματικές και εμπορικές πρωτοβουλίες στην περιοχή.
Παράλληλα οι Αμερικανοί είναι πρόθυμοι να «καταβάλουν» ως ένα είδος αποζημίωσης, κάποιο μέρος του κόστους της οικονομικής ζημιάς της Γαλλίας και να τη βοηθήσουν σε εξοπλιστικά προγράμματα άλλων χωρών όπου την ανταγωνίζονται, με ότι αυτό σημαίνει και για την Ελλάδα και ίσως να μπορούμε να το διαπιστώσουμε πολύ σύντομα.
Ταυτόχρονα Αμερικανοί και Βρετανοί έχουν αρχίσει να ανησυχούν με τα όσα λέγονται πάλι σχετικά με αυτό που αποκαλούμε στην ΕΕ «Στρατηγική Αυτονομία» την οποία ήδη η Γαλλία κινεί και εκτιμάται ότι θα την κινήσει περισσότερο στο πρώτο εξάμηνο του 2022 που αναλαμβάνει την εκ περιτροπής Προεδρία της ΕΕ. Οι ΗΠΑ είναι αρνητικές φοβούμενες ότι θα υποβαθμίσει το ΝΑΤΟ και θα δημιουργηθούν νέα προβλήματα στον λεγόμενο Διατλαντικό Δεσμό, όμως από την άλλη μεριά επικρίνουν τους Ευρωπαίους ότι δεν αναλαμβάνουν αρκετές ευθύνες για να διασφαλίσουν τη δική τους Ασφάλεια και Άμυνα.
Πάντως, αν δεν πρόκειται για επικοινωνιακό πυροτέχνημα θα είναι όντως μία ουσιαστική πρωτοβουλία προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στην ΕΕ να γίνει επιτέλους από γεωπολιτικός νάνος ένας στιβαρός παγκόσμιος παίκτης. Είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής βούλησης. Η Ευρώπη χρειάζεται μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνατότητες και φυσικά μία συνεκτική και ισχυρή Κοινή Πολιτική Ασφαλείας και αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο μέρος και από τη θέση που θα πάρει το νέο κυβερνητικό σχήμα στη Γερμανία.
Η υπόθεση της χαοτικής αποχώρησης από το Αφγανιστάν αλλά και ο «άγαρμπος» τρόπος που έγινε η Συμφωνία AUKUS δημιουργούν σοβαρούς προβληματισμούς στους Ευρωπαίους Συμμάχους των ΗΠΑ. Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε αν σημερινοί πρόσκαιροι τριγμοί στις διατλαντικές σχέσεις μπορούν να γίνουν μόνιμοι αλλά η διάχυτη πλέον δυσπιστία που μπορεί να καταλήξει ακόμα και σε προβλήματα συνοχής είναι προς όφελος της Ρωσίας και της Κίνας. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη Γαλλία η οποία με το δίκιο της αισθάνεται «προδομένη» και είναι μία ισχυρή Μεσαία Δύναμη.
Οι ΗΠΑ χρειάζονται τους Συμμάχους και Εταίρους τους στην Ευρώπη, όπως και οι Ευρωπαίοι χρειάζονται τις ΗΠΑ για να εξασφαλίσουν την αντίστοιχη ασφάλεια, ευημερία και αξίες τους. Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιράζονται το μακρύτερο σύνολο συμμαχικών σχέσεων στον κόσμο. Και θα πρέπει να πορευτούν με σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαίου σεβασμού.