Η Ελλάδα και η Φινλανδία μοιράζονται μια κοινή εμπειρία από την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Και οι δύο δοκίμασαν την επιθετικότητα μεγάλων δυνάμεων, της Ιταλίας και της Σοβιετικής Ένωσης, αντίστοιχα, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα των οποίων θεωρούσαν τον πόλεμο και την κατάκτηση θεμιτές πρακτικές στις σχέσεις τους με άλλα, μικρότερα κράτη.
Η Ελλάδα και η Φινλανδία μοιράζονται επίσης κοινή θέση στο βάθρο των μικρών κρατών που αγωνίστηκαν ηρωικά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Και οι δύο κατόρθωσαν να αντισταθούν και να απωθήσουν τον πολύ ισχυρότερο εισβολέα για σημαντικό χρονικό διάστημα – οι Έλληνες τον στρατό του Μουσολίνι, οι Φινλανδοί τον «Κόκκινο Στρατό» του Στάλιν.
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η Ελλάδα της δικτατορίας του Μεταξά πολέμησε κατά του Άξονα, ενώ η δημοκρατική Φινλανδία συντάχθηκε μαζί του, τον Ιούνιο του 1941, προκειμένου να ανακτήσει χαμένο εθνικό έδαφος.
Έκτοτε, οι πορείες των δύο χωρών, που βρίσκονται σε εκ διαμέτρου αντίθετη γεωγραφική ζώνη της Ευρώπης, απέκλιναν σημαντικά: Η Ελλάδα δοκίμασε εχθρική κατοχή, λιμό, εμφύλιο και μια καχεκτική δημοκρατία, την οποία διαδέχθηκε μια επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία. Η Φινλανδία συνθηκολόγησε, ξαναμπήκε στον πόλεμο (στο πλευρό του Άξονα), συνθηκολόγησε εκ νέου, αλλά διατήρησε τους ελεύθερους θεσμούς της ουσιαστικά αλώβητους.
Δυόμισι χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, η Ελλάδα εντάχθηκε στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, από το στρατιωτικό σκέλος της οποίας αποχώρησε το 1974 για να επανέλθει έξι χρόνια αργότερα. Έκτοτε, παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, έστω και αν η ψυχή μεγάλης μερίδας των πολιτών της βρίσκεται εκτός της Συμμαχίας.
Αντίθετα, η Φινλανδία από νωρίς υιοθέτησε πολιτική ευμενούς ουδετερότητας έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, έστω και αν η ψυχή της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών της ήταν με τη Δύση. Η χώρα απείχε από δυτικές πρωτοβουλίες όπως το Σχέδιο Μάρσαλ ή το ΝΑΤΟ και απέφευγε την κριτική απέναντι στις πολιτικές της Μόσχας.
Σε αντάλλαγμα, εξασφάλισε τη σοβιετική ανοχή προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί ως ανοιχτή κοινωνία, ελεύθερη οικονομία και κοινοβουλευτική δημοκρατία – υπό έναν όρο: Πολιτικοί ύποπτοι για αντισοβιετικό φρόνημα αποκλείονταν εσαεί από τα υψηλότερα αξιώματα.
Το πρότυπο αυτό συμπεριφοράς μιας μικρής χώρας απέναντι σε έναν ισχυρό και επικίνδυνο γείτονα ονομάστηκε «φινλανδοποίηση» – όρος, η πατρότητα του οποίου πρέπει να αναζητηθεί όχι στο Ελσίνκι αλλά στη Βόννη, την εποχή της Οστπολιτίκ.
Ακόμα και μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι κυβερνήσεις στο Ελσίνκι εξακολούθησαν να συμπεριφέρονται «με το γάντι» απέναντι στη διάδοχο της ΕΣΣΔ, τη Ρωσική Ομοσπονδία. Αυτό σήμαινε, φερ’ ειπείν, ότι δεν έπρεπε να μνησικακούν για την απώλεια μιας σημαντικής περιοχής με επίκεντρο το Βιιπούρι (σημ. Βίμποργκ), στον νότο, και του λίκνου της φινλανδικής εθνικής ιδέας, της Καρελίας, κατά μήκος των συνόρων με τη Ρωσία – εδάφη που απέσπασε ο Στάλιν αρχικά το 1940 και οριστικά το 1947.
Η κληρονομιά της «φινλανδοποίησης» σήμαινε ακόμα ότι οι κυβερνήσεις, αλλά και η κοινή γνώμη απέστεργαν τη στενότερη διασύνδεση της χώρας με τη Δύση, ιδίως στο πεδίο της ασφάλειας. Έτσι, εξακολούθησαν να απορρίπτουν την ένταξη στο ΝΑΤΟ, ακόμα και μετά την εκδήλωση των επεκτατικών διαθέσεων της Ρωσίας του Πούτιν, το 2014.
Όλα αυτά άλλαξαν με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον περασμένο Φεβρουάριο. Η ενέργεια αυτή έδειξε ότι, κατ’ αναλογία με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα το 1939, η ρωσική ηγεσία θεωρεί τον πόλεμο και την κατάκτηση θεμιτή συμπεριφορά απέναντι σε ασθενέστερους γείτονες.
Φυσικά, η Μόσχα υπολόγιζε σε μια σύντομη, νικηφόρα εκστρατεία· και έπεσε έξω· διότι, όπως είχε συμβεί με τους Φινλανδούς το 1939 και τους Έλληνες το 1940, οι Ουκρανοί αντιστάθηκαν με πείσμα.
Η ουκρανική αντίσταση εγκλώβισε τον Πούτιν στον φαύλο μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας: Ως πρόσχημα για την εισβολή, η Μόσχα είχε επικαλεστεί θανάσιμη απειλή για την ασφάλειά της, ακόμα και επικείμενη επίθεση από τη Δύση με όχημα την Ουκρανία. Επιλέγοντας, όμως, τον πόλεμο, η ίδια η Μόσχα κατάφερε να τρομάξει όλους τους μικρούς γείτονές της σχετικά με τις προθέσεις της. Έτσι, συσπείρωσε πολλούς από αυτούς εναντίον της, στρέφοντάς τους αποφασιστικά προς τη Δύση.
Η οριστική εγκατάλειψη της «φινλανδοποίησης» από το Ελσίνκι είναι αποκλειστικά κατόρθωμα της ηγεσίας Πούτιν. Συμπαρασύρει, μάλιστα, τη γειτονική Σουηδία, η οποία έχει ακόμα μακρότερη παράδοση ουδετερότητας. Και οι δύο χώρες διαθέτουν καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις. Το αποτέλεσμα είναι να ενισχύεται αποφασιστικά η Δύση στη Βαλτική και τη Σκανδιναβία, εκεί ακριβώς όπου ο ανομολόγητος ήρωας του Πούτιν, ο Στάλιν, είχε κάψει άσχημα τα δάχτυλά του το όχι και τόσο μακρινό 1939-44.
*Ο καθηγητής Γιάννης Στεφανίδης είναι συγγραφέας του βιβλίου Ψυχρός Πόλεμος (εκδόσεις ΕΑΠ, 2021)