Η περίοδος χάριτος για τη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη έληξε ήδη το βράδυ της 25ης Ιουνίου με το κλείσιμο της κάλπης. Ο ελληνικός λαός στις δυο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις έδωσε μια ηχηρή ψήφο εμπιστοσύνης στον Κ. Μητσοτάκη για να προχωρήσει σε βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις τις οποίες έχει ανάγκη η χώρα.
Μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν η έμειναν στη μέση στην πρώτη θητεία της κυβέρνησης που είχε να αντιμετωπίσει όμως τις δυο μεγάλες κρίσεις της Πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και την επιθετικότητα της Τουρκίας. Συγχρόνως όμως θα πρέπει να αναλάβει την αποστολή πλήρους αποκατάστασης του κύρους της χώρας στη διεθνή σκηνή και να διαχειριστεί μείζονα ζητήματα όπως τα ελληνοτουρκικά τα οποία σύντομα θα βρεθούν σε μια ακόμη κρίσιμη καμπή.
Ό Κ. Μητσοτάκης με νωπή και ευρύτατη λαϊκή εντολή, με την αντιπολίτευση στην κατάσταση που την οδήγησε το εκλογικό σώμα, δεν έχει κανένα άλλοθι, κανένα πρόσχημα, καμιά δικαιολογία για να μην προχωρήσει στο «σπάσιμο αυγών».
Το σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει η κυβέρνηση δεν είναι πάντως ανεξάντλητο και θα είναι πολύ δύσκολη επιλογή για τον Κ. Μητσοτάκη εάν επιλέξει, τη στιγμή που θα έχει μπροστά του δύσκολες μεταρρύθμισες σε Υγεία, Παιδεία, φορολογικό σύστημα και βεβαίως τη διαχείριση της ακρίβειας, να σπαταλήσει δυναμική και πολιτικό κεφάλαιο σε ατέρμονα και αμφιβόλου αποτελέσματος εγχειρήματα στα Ελληνοτουρκικά.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι μπορεί μεν στις δημοσκοπήσεις τα ελληνοτουρκικά και η εξωτερική πολιτική να μην ήταν στην κορυφή των θεμάτων που απασχολούν την κοινή γνώμη, αλλά ένα στραβοπάτημα μπορεί να επιφέρει κόστος όσο όλες μαζί οι δύσκολες μεταρρυθμίσεις έχει στην ατζέντα του ο Κ.Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός έκτισε και λόγω των συγκυριών ένα ισχυρό προφίλ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, με τον Έβρο, τα εξοπλιστικά προγράμματα, τις αμυντικές συμφωνίες και την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής και είναι μάλλον δύσκολο να το θυσιάσει απλώς για να διαπιστώσει μέχρι πόσο μακριά μπορούν να φθάσουν οι απαιτήσεις του Τ.Ερτογάν.
Στις 11 - 12 Ιουλίου στο Βίλνιους στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν θα υπάρξει μια πρώτη προσπάθεια διερεύνησης των εκατέρωθεν προθέσεων, μετά από μακρά περίοδο απουσίας ουσιαστικών επαφών μεταξύ των δυο ηγετών. Και βεβαίως η εκατέρωθεν καχυποψία και η εχθρότητα που υπήρξε εκ μέρους του κ. Ερντογάν είναι σαφές ότι δεν έχουν εξαφανισθεί επειδή υπήρξε η αποκλιμάκωση μετά τους σεισμούς.
Πάντως, δεν μπορούν να παραλειφθούν και ορισμένα μηνύματα των τελευταίων εβδομάδων όταν μετά από επικοινωνία του υπηρεσιακού ΥΠΕΞ και έμπειρου Διπλωμάτη Β.Κασκαρέλη, η Τουρκία τουλάχιστον στον Έβρο έδειξε και κάποια δείγματα συνεννόησης και συνεργασίας με την περισυλλογή μεταναστών που κατευθύνονταν στην ελληνική όχθη του ποταμιού.
Όμως στα μείζονα ζητήματα η τουρκική θέση παραμένει σταθερή και θα επαναλάβουμε ότι όσο στο τραπέζι των συνομιλιών παραμένει το casus belli και οι «γκρίζες ζώνες» όχι απλώς σαν διαπραγματευτικά χαρτιά της Τουρκίας αλλά ως σκληρή γραμμή διεκδίκησης προκειμένου τελικά τα ελληνικά νησιά να περιορισθούν σε θαλάσσιες ζώνες ίσες με τα χωρικά ύδατα των 6 ν.μ., κάθε προσπάθεια συνεννόησης θα είναι θνησιγενής. Και πάντως ιδέες περί παραπομπής στη Χάγη του συνόλου των τουρκικών διεκδικήσεων με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα έχει ισχυρή νομική θέση, θα πρέπει να βγουν από κάθε σχεδιασμό.
Προφανώς, ο Κ. Μητσοτάκης στην αρχή ενός νέου κυβερνητικού κύκλου οφείλει να διερευνήσει τις προθέσεις της άλλης πλευράς. Πολύ περισσότερο όταν και η πίεση από την Ε.Ε. και την Ουάσιγκτον θα είναι σε αυτή την κατεύθυνση λόγω και του γεγονότος ότι ο τούρκος ηγέτης για λόγους που είναι γνωστοί έχει επιδιώξει τους τελευταίους μήνες ανατρεπτικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική με την αποκατάσταση των σχέσεων με τις χώρες του Κόλπου, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Η διαφοροποίηση βεβαίως με την Ελλάδα που ίσως θα πρέπει να αντιληφθούν και οι Σύμμαχοι και εταίροι είναι ότι η διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι είναι η μόνη χώρα από όλες τις προαναφερόμενες, έναντι της οποίας η Τουρκία έχει εδαφικές διεκδικήσεις…
Το μεγάλο όφελος τουλάχιστον στο ορατό μέλλον θα ήταν η επίτευξη στοιχειώδους συνεννόησης με την Τουρκία ώστε να διατηρηθεί αυτή η μη ένταση στο Αιγαίο με «πάγωμα» των προβλημάτων στις διμερείς σχέσεις. Όμως και αυτό θα είναι με ημερομηνία λήξης καθώς για την Τουρκία θα ερμηνεύεται ως «πρόκληση», κάθε κίνηση της Ελλάδας να ασκήσει κυριαρχικά δικαιώματα η διεθνείς δικαιοδοσίες και θα επαναφέρει τη γνωστή τακτική με στόχο να υποχρεώνεται η Ελλάδα σε αναστολή άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της με αντάλλαγμα τον «μη πόλεμο».
Σύντομα η Αθήνα θα βρεθεί στην ανάγκη να διαχειριστεί και εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο που θα απειλήσουν να διαταράξουν μια ισορροπία δυνάμεων που διαμορφώθηκε με πολύ κόπο. Ήδη προγραμματίζεται η επίσκεψη του Μ.Νετανιάχου στην Άγκυρα πιθανότατα εντός του Ιουλίου, όπου ο Ερντογάν βάζει πρώτο θέμα στην ατζέντα την ενεργειακή συνεργασία των δυο χωρών και τη μεταφορά του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου μέσω Τουρκίας προς την Ευρώπη.
Στον ορίζοντα είναι όμως και η επίσκεψη του Αλ Σίσι στην Άγκυρα που θα σημάνει το κλείσιμο ενός μεγάλου ανοικτού μετώπου της Τουρκίας με τη μεγαλύτερη Αραβική χώρα και σημαντική δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου. Και με την Αίγυπτο ένας μεγάλος στόχος του Ερντογάν θα είναι να μπει στο τραπέζι και πάλι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δυο χωρών που ουσιαστικά θα εξαφάνιζε την ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου.
Τόσο με το Ισραήλ όσο και με την Αίγυπτο τα προβλήματα είναι πολλά καθώς πέραν της προσωπικής αντιπαλότητας των ηγετών των δυο χωρών με τον Ερντογάν, η στάση του τούρκου προέδρου ως προστάτη των Παλαιστίνιων και η υποστήριξη στη Χαμάς από τη μια αλλά και η συνεχιζόμενη έστω και σε μικρότερη κλίμακα στήριξη ή ανοχή στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, αποτελούν μεγάλα αγκάθια στην προοπτική πλήρους εξομάλυνσης των σχέσεων.
Όμως οι εξελίξεις αυτές καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη, η νέα κυβέρνηση να κινηθεί παράλληλα με την προσπάθεια διερεύνησης προθέσεων της τουρκικής ηγεσίας, για την ανανέωση της στενής στρατηγικής σχέσης με την Αίγυπτο και το Ισραήλ και επανατοποθέτησης στο νέο πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί, των σχέσεων με τα ΗΑΕ και τη Σ. Αραβία…
Το επόμενο διάστημα η νέα κυβέρνηση πρέπει να κινηθεί με πολύ προσεκτικά και συγκρατημένα βήματα στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών, γιατί οι «ενθουσιασμοί» και η αυτοπεποίθηση που ίσως χαρίζει μια σημαντική εκλογική νίκη, δεν είναι πάντα οι καλύτεροι «σύμβουλοι».