Η αλήθεια για τα νησιά του Αιγαίου
Shutterstock
Shutterstock

Η αλήθεια για τα νησιά του Αιγαίου

Το θέμα του καθεστώτος των νήσων του Αιγαίου είναι από τα σημαντικότερα ζητήματα των διμερών ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ουδένα «πρόβλημα» ή «διαφορά» υφίσταται διότι το Διεθνές Δίκαιο και οι συνθήκες που αφορούν στις συγκεκριμένες νήσους είναι ξεκάθαρα, σαφή και νομικώς διαυγή ώστε να μην υφίσταται καμία αμφιβολία, να μην δημιουργείται το παραμικρό νομικό έρεισμα για την υιοθέτηση μίας άλλης απόψεως από την διεθνώς κρατούσα, που συμπίπτει σχεδόν απολύτως με τις ελληνικές θέσεις. Το μόνο θέμα που παραμένει σε εκκρεμότητα είναι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας.

Η Άγκυρα διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και το Διεθνές Δίκαιο, προσπαθώντας να δομήσει το πολύ αδύναμο αφήγημά της. Η Τουρκία χωρίζει τις νήσους του Αιγαίου Πελάγους σε τρεις κατηγορίες: α. σε αυτές του κεντρικού Αιγαίου, β. σε όσες βρίσκονται στην είσοδο των Στενών και σε αυτές του ΒΑ Αιγαίου και γ. στα Δωδεκάνησα. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία έχει ήδη υπό την κυριαρχία της περίπου 60 νήσους και νησίδες. Στις εκβολές του ΄Εβρου, έχει χαραχθεί σύνορο για 3 ν.μ. μέσα στο Αιγαίο σε εκτέλεση της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923.

 Το πρώτο ζήτημα που απασχολεί εντόνως την Τουρκία είναι το καθεστώς των νήσων Λήμνος και Σαμοθράκη. Η Αθήνα υποστηρίζει ότι το καθεστώς αποστρατικοποιήσεως το οποίο προέβλεπε γι’ αυτά η Σύμβαση της Λωζάννης περί των Στενών καταργήθηκε οριστικά με την Σύμβαση του Μοντραί, της 20ης Ιουλίου 1936.

Αντιθέτως, η Άγκυρα το αμφισβητεί, θεωρώντας πως το καθεστώς αυτό συνεχίζει να τελεί εν ισχύ αλλά μόνον για τις νήσους Λήμνος και Σαμοθράκη. Οι Τούρκοι εστιάζουν στο γεγονός ότι η Σύμβαση του Μοντραί δεν περιέχει ρητή διάταξη για την κατάργηση του καθεστώτος αποστρατικοποιήσεως των προαναφερθεισών ελληνικών νήσων. Επιπλέον, επικαλούνται τον σκοπό της Συμβάσεως του Μοντραί, ο οποίος (κατ’ αυτούς) είναι η προστασία της Τουρκίας.

Τα επιχειρήματα αυτά είναι λίαν ασθενή επιστημονικώς. Πράγματι, δεν υπάρχει ρητή αναφορά στη Σύμβαση του Μοντραί περί καταργήσεως του καθεστώτος αποστρατικοποιήσεως των δύο συγκεκριμένων νήσων. Υπάρχει, όμως, κάτι πολύ ισχυρότερο και αυτό είναι η σαφέστατη και ρητή διάταξη περί καταργήσεως ολοκλήρου της Συμβάσεως της Λωζάννης! Είναι δε ευρέως αποδεκτόν ότι η κατάργηση μίας συμβάσεως στο σύνολό της δίχως την παραμικρή εξαίρεση, περιορισμό ή επιφύλαξη καταργεί και όλες τις επιμέρους διατάξεις της. 

Επιπλέον, εάν η μόνη επαναστρατικοποίηση που προβλέπει η Σύμβαση του Μοντραί ήταν η τουρκική, δεν θα απαιτείτο η ρητή αναφορά της Τουρκίας στην σχετική διάταξη. Θα αρκούσε να γραφεί απλώς ότι τα Στενά δύνανται να επανοπλισθούν αμέσως. Η ρητή μνεία της Τουρκίας οφείλεται στο γεγονός ότι υπήρχε και η περίπτωση επανοπλισμού των ελληνικών νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης. 

Το δεύτερο τουρκικό επιχείρημα (περί του «σκοπού» της Συμβάσεως) δεν είναι ακριβές. Αυτή δεν υπεγράφη για την προστασία της Τουρκίας αλλά πρωταρχικός σκοπός της ήταν η εξασφάλιση της ελευθερίας και ναυσιπλοΐας των Στενών, όπως προκύπτει από το προοίμιό της. Εάν η Σύμβαση του Μοντραί ήθελε να εξαιρέσει τις δύο ελληνικές νήσους και να διατηρήσει το καθεστώς αποστρατικοποιήσεώς τους, θα εμπεριείχε ρητή πρόβλεψη στο κείμενό της. Και αν ακόμη υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ως προς την ολική κατάργηση της Συμβάσεως της Λωζάννης, υφίσταται πάγιος ερμηνευτικός κανόνας του Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με τον οποίον οι συνθήκες που άπτονται της κυριαρχίας των κρατών (όπως η Σύμβαση του Μοντραί) ερμηνεύονται σε περίπτωση ασάφειας του κειμένου συσταλτικά, δηλαδή υπέρ της λύσεως που συνεπάγεται τις ήσσονες για τον υπόχρεο δεσμεύσεις, εν προκειμένω υπέρ του ελευθέρου καθεστώτος και όχι της δουλείας της αποστρατικοποιήσεως. 

 Τα προαναφερθέντα πιστοποιούνται και από την ιστορική ερμηνεία της Συμβάσεως του Μοντραί. Πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες της διασκέψεως, η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν πλήρως συμφωνήσει ότι άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια του εξοπλισμού των Στενών θα είναι ο εξοπλισμός και των δύο ελληνικών νήσων. Αυτό προκύπτει σαφώς από την διπλωματική αλληλογραφία της εποχής και κυρίως από την επιστολή του πρέσβη της Τουρκίας στην Αθήνα Ρουσσέν Εσρέφ προς τον τότε πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών Ιωάννη Μεταξά, της 6ης Μαΐου 1936. 

Επιπλέον, το πρώτο τουρκικό σχέδιο συνθήκης που υπεβλήθη στην Διάσκεψη του Μοντραί έκανε λόγο για κατάργηση της Συμβάσεως της Λωζάννης του 1923 και αντικατάστασή της από την νέα υπό διαμόρφωση σύμβαση! Σημειωτέον ότι η αγγλική αντιπροσωπεία πήρε ως βάση το προαναφερθέν τουρκικό σχέδιο και εκπόνησε ένα αντίστοιχο δικό της.

 Τέλος, υπάρχει και το επίσημο μνημόνιο που απέστειλε η τουρκική κυβέρνηση στις ομολόγους της, της Γαλλίας και της Μεγ. Βρεταννίας, την 12η Ιουνίου 1936. Αυτό συνόδευε το σχέδιο της νέας συμβάσεως που θα πρότεινε σε αντικατάσταση της Συμβάσεως της Λωζάννης. Και στο εν λόγω κείμενο, αναφέρεται ρητώς ότι το τουρκικό σχέδιο καταργεί τα άρθρα της Συμβάσεως της Λωζάννης, που αφορούν στην αποστρατικοποίηση των Στενών, καθώς και των δύο ελληνικών νήσων. 

 Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας τη βούληση των συμβαλλομένων μερών για συνολική κατάργηση της Συμβάσεως της Λωζάννης. Εάν ίσχυαν τα όσα ισχυρίζονται οι Τούρκοι, δεν θα έπρεπε κάποιος συμπατριώτης τους να εκφράσει έστω και εμμέσως μία επιφύλαξη για την συνολική κατάργηση της εν λόγω συνθήκης; Δεν θα προέβαινε, έστω ακροθιγώς, σε κάποια νύξη για την Λήμνο και την Σαμοθράκη; Αντιθέτως, ο τότε Τούρκος αντιπρόσωπος Νουμάν Μενεμεντσίογλου δήλωσε επί λέξει: «όλα όσα υπάρχουν στην Σύμβαση του 1923 και αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στις διατάξεις αποστρατικοποίησης, τα παραμερίσαμε από το σχέδιό μας εν γνώσει και με την βούλησή μας». 

Τέλος, η Νομική Υπηρεσία του ΝΑΤΟ σε γνωμοδότησή της σχετικά με το νομικό καθεστώς της Λήμνου (με ημερομηνία 2 Νοεμβρίου 1978) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «κατά την άποψη της Υπηρεσίας, η καλύτερη ερμηνεία είναι ότι η Συνθήκη της Λωζάννης έχει αντικατασταθεί από την Συνθήκη του Μοντραί και ουδείς περιορισμός υφίσταται στην εθνική κυριαρχία της Ελλάδος επί της Λήμνου, την οποία μπορεί να χρησιμοποιεί με όποιον τρόπο αυτή θεωρεί κατάλληλο». Σημειωτέον ότι και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Τεβφίκ Ρουστού Αράς, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κυρώσεως της Συμβάσεως του Μοντραί, ανεγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδος να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, όπως αναγράφει η «Εφημερίδα των πρακτικών της Τουρκικής Εθνοσυνελεύσεως».

Το δεύτερο ζήτημα που ανακινεί συνεχώς η Τουρκία αφορά στην οχύρωση των νήσων του Αιγαίου. Η Άγκυρα κάνει διάκριση μεταξύ των Δωδεκανήσων και των νήσων του κεντρικού Αιγαίου. Ως προς τα Δωδεκάνησα, υποστηρίζει ότι το καθεστώς αποστρατικοποιήσεώς τους θεσπίσθηκε για να εξασφαλισθεί η ιδία και ισχύει έναντι όλων των κρατών, ήτοι και των μη συμβαλλομένων, όπως είναι η ιδία στην Συνθήκη παραχωρήσεώς τους στην Ελλάδα (του 1947). Συνεπώς, δύναται και αυτή να επικαλείται το συγκεκριμένο καθεστώς και να αντλεί κανονικά δικαιώματα σαν να ήταν και η ιδία συμβαλλόμενο μέρος στην Συνθήκη παραχωρήσεώς τους. 

Σύμφωνα με το αρ. 15 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης, η Άγκυρα παραιτήθηκε υπέρ της Ιταλίας κάθε δικαιώματος και τίτλου επί των Δωδεκανήσων. Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, εντάχθηκαν ονομαστικά στην σφαίρα του εσωτερικού ιταλικού Δικαίου δεκάδες νησίδες, η επιφάνεια των οποίων είχε εξ αρχής περιληφθεί στο σύνολο των 2.663 τ.χλμ. της συνολικής εκτάσεως των Δωδεκανήσων. Όσοι κατοικούσαν σε αυτές προσμετρήθησαν στους 102.669 κατοίκους της περιοχής. 

Η ιταλοτουρκική Σύμβαση της 4ης Ιανουαρίου 1932 και το Πρωτόκολλο της 28ης Δεκεμβρίου του ιδίου έτους επιβεβαίωσαν το προϋπάρχον καθεστώς. Σημειωτέον ότι σήμερα η Άγκυρα επικαλείται το γεγονός ότι η τουρκική Εθνοσυνέλευση δεν επεκύρωσε το Πρωτόκολλο της 28ης Δεκεμβρίου για να αρνείται την ισχύ του. Επικουρικά δε αναφέρει ότι το Πρωτόκολλο αυτό δεν κατετέθη στην Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών. Εντούτοις, τα ανωτέρω δεν αίρουν το γεγονός της υπάρξεως του κειμένου, το οποίο υπεγράφη από επίσημους απεσταλμένους δύο κρατών. Επιπλέον, μετά την υπογραφή του, υπήρξε ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ των υπουργών της Ιταλίας και της Τουρκίας, από την οποία προκύπτει σαφώς η αποδοχή του περιεχομένου του από την Άγκυρα. Τέλος, η ρητή παραδοχή από την Τουρκία ότι το κείμενο του Πρωτοκόλλου του Δεκεμβρίου του 1932 αποτελεί «αναπόσπαστο τμήμα του συμφώνου της 4ης Ιανουαρίου 1932» καταρρίπτει πλήρως τον ισχυρισμό αυτό. Αυτή η παραδοχή έγινε την 20η Νοεμβρίου 1935. Τέλος, η Ελλάδα ουδεμία ευθύνη φέρει για την παράλειψη αυτή. Η Τουρκία δεν μπορεί να αντλεί δικαίωμα από μία παράλειψή της!

Η ιταλική κατοχή ασκήθηκε σχεδόν απρόσκοπτα, καθ’ όλη την διάρκεια του Μεσοπολέμου. Κατά τα έτη αυτά, εξεδόθησαν διάφοροι χάρτες, οι οποίοι συνετάχθησαν από αρμόδιες υπηρεσίες του ιταλικού κράτους. Ενδεικτικώς, αναφέρονται αυτοί του Στρατιωτικού Γεωγραφικού Ινστιτούτου της Ιταλίας. Μάλιστα, ο χάρτης του 1928 αναπαράχθηκε από το βρεταννικό Ναυαρχείο, το 1931. Αυτός απεικόνιζε χαρτογραφικά το καθεστώς στην περιοχή, όπως διαμορφώθηκε από την ιταλοτουρκική Σύμβαση και το πρωτόκολλο του 1932. Κατά τα έτη 1933–1937, αντηλλάγησαν αρκετές επιστολές μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ιταλίας και Τουρκίας, μέσω των οποίων κατεγράφη η συναίνεση της Άγκυρας για την ήδη χαραχθείσα οροθετική γραμμή. 

Τον Σεπτέμβριο του 1939, ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αρχικώς μεταξύ των Αγγλογάλλων και των Γερμανών. Η Ιταλία εισήλθε σε αυτόν τον Ιούνιο του 1940 και συνθηκολόγησε τον Σεπτέμβριο του 1943. Έκτοτε, την κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων ανέλαβαν οι Γερμανοί και οι Βρεταννοί. Αυτοί ανετύπωσαν τους ιταλικούς χάρτες, διατηρώντας τα ιταλικά τοπωνύμια, ενώ τα σχετικά υπομνήματα ανέφεραν μία προς μία τις νήσους που είχαν υπό την προσωρινή κατοχή τους. 

Τον Σεπτέμβριο του 1952, το Foreign Office ζήτησε από την βρεταννική πρεσβεία στην Άγκυρα να επιβεβαιώσει την ορθή αποτύπωση των θαλασσίων συνόρων στη συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία είχε το ίδιο προβεί. Το αίτημα αυτό δεν ήταν άσχετο με την τότε πρόσφατη ένταξη Ελλάδος και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.

Οι Βρεταννοί απηύθυναν το ίδιο ερώτημα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Η Αθήνα απήντησε την 16η Μαρτίου και ακολούθησε η Άγκυρα την 6η Απριλίου 1953. Ο επίσημος εκπρόσωπος του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών επιβεβαίωσε ότι η οροθετική γραμμή μεταξύ των Δωδεκανήσων και των Μικρασιατικών παραλίων συνέπιπτε με αυτήν που είχε περιγράψει ο ομόλογός του στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, λίγες μόλις ημέρες νωρίτερα!

Το Συμβούλιο των Υπουργών των Εξωτερικών των τεσσάρων Δυνάμεων απεφάσισε ομοφώνως να περιέλθουν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, την 27η Ιουνίου 1946. Η απόφαση, όμως, αυτή δεν έτυχε άμεσης εφαρμογής, γιατί έπρεπε να προηγηθεί η επικύρωση της Συνθήκης μεταξύ της Ελλάδος και Ιταλίας. Η Συνθήκη Ειρήνης υπεγράφη στο Παρίσι, την 10η Φεβρουαρίου 1947. Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα με πλήρη κυριαρχία στις νήσους του συμπλέγματος της Δωδεκανήσου και τις παρακείμενες νησίδες. 

Την 9η Ιανουαρίου 1948, με το άρθρο 1 του Νόμου υπ’ αριθμ. 518 «Περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα», ορίσθηκε ότι: «Αι νήσοι της Δωδεκανήσου…, ως και αι παρακείμεναι νησίδες, είναι προσηρτημέναι εις το Ελληνικόν Κράτος από της 28 Οκτωβρίου 1947».

Ο συγκεκριμένος νόμος αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη της ενσωματώσεως της Δωδεκανήσου στη μητέρα Ελλάδα. Η 7η Μαρτίου 1948 ορίσθηκε ως ημέρα της πανηγυρικής τυπικής ενσωματώσεως. Τότε, πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή, παρουσία εκπροσώπων του επίσημου ελληνικού κράτους. Έκτοτε, στα Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα διεθνή προβλεπόμενα.

Η Τουρκία προσπαθεί να αποδείξει ότι το συγκεκριμένο ειδικό καθεστώς επεβλήθη προς ασφάλεια της ιδίας. Εντούτοις, η αιτία της αποστρατικοποιήσεως των νήσων πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, η οποία είχε ήδη αρχίσει να λαμβάνει κλιμακούμενες διαστάσεις. Ούτε ο αγγλοσαξωνικός κόσμος ούτε οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν να δουν τις νήσους μετατρεπόμενες σε στρατιωτικές βάσεις του αντιπάλου, σε μία περίοδο που η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν αβέβαιη και ουδείς μπορούσε να στοιχηματίσει για τον νικητή της συγκρούσεως μεταξύ του Εθνικού Στρατού και του αυτοαποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας». 

Ως προς τον τουρκικό ισχυρισμό ότι οι περί αποστρατικοποιήσεως διατάξεις της Δωδεκανήσου αποτελούν αντικειμενικό καθεστώς, το οποίο δύναται να επικαλεσθεί και η Άγκυρα, η Σύμβαση της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών ορίζει (άρθρο 34) ότι «μία συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για ένα τρίτο κράτος χωρίς την συναίνεσή του». Το άρθρο 36 συμπληρώνει ότι «ένα δικαίωμα δημιουργείται για ένα τρίτο κράτος από διατάξεις μίας συνθήκης εάν τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούν με την διάταξη αυτή να χορηγήσουν το εν λόγω δικαίωμα είτε στο τρίτο κράτος, είτε σε ομάδα κρατών στην οποία ανήκει τούτο, είτε σε όλα τα κράτη και εφ’ όσον το τρίτο κράτος συναινεί επ’ αυτού. Η συναίνεσή του τεκμαίρεται εφ’ όσον δεν υπάρχει αντίθετη ένδειξη, εκτός εάν η συνθήκη ορίζει άλλως».

Εν προκειμένω, δεν υφίσταται η προϋπόθεση της βουλήσεως όλων των συμβαλλομένων μερών να αναγνωρίσουν συμβατικά ένα συγκεκριμένο δικαίωμα (ήτοι αυτό της αποστρατικοποιήσεως) υπέρ της Τουρκίας, καθώς υπήρχε η ρητή άρνηση της Ελλάδος. Επιπλέον, υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην Συνθήκη Ειρήνης του 1947 τόσο για την Τουρκία όσο και για όλα τα τρίτα κράτη. Τα συμβαλλόμενα στην Συνθήκη Ειρήνης κράτη θεώρησαν τις διατάξεις της αυστηρά περιορισμένες (άρθρο 89). 

Εν κατακλείδι, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα ισχύουν μόνον οι ρυθμίσεις της ιταλοτουρκικής Συμβάσεως της 4ης Ιανουαρίου 1932 και του ιταλοτουρκικού Πρωτοκόλλου της 28ης Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Η Ελλάδα είναι διάδοχο κράτος της Ιταλίας στην κυριαρχία των Δωδεκανήσων και αντλεί τα αντίστοιχα δικαιώματα από τις σχετικές συνθήκες, έχοντας φυσικά και τις απορρέουσες εξ αυτών υποχρεώσεις, που είχε αναλάβει η Ιταλία. 

Ένα τρίτο ζήτημα που θέτει η Άγκυρα είναι το κατά πόσον η Αθήνα έχει το δικαίωμα να εξοπλίσει τις νήσους του κεντρικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα προέβη στην οχύρωσή τους από το 1960 και μετά. Αντιθέτως, η Αθήνα υποστηρίζει ότι αυτό έγινε το 1974 και εντάσσεται στο αυτονόητο δικαίωμά της περί νομίμου αμύνης, πολλώ δε μάλλον εφ’ όσον έχει συγκροτηθεί η 4η τουρκική Στρατιά (βλέπε κατωτέρω). Η Τουρκία αρνείται το δικαίωμα αυτό στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να εκδηλωθεί η επίθεση για να είναι η άμυνα νόμιμη. Φυσικά, τότε πλέον θα είναι αργά για την αντίταξη οιασδήποτε επιτυχούς αμύνης! 

Προφανώς, οι περιστάσεις μετά το 1974 δεν είναι ίδιες με αυτές του 1923 ή έστω με αυτές του 1947. Τα καθεστώτα αποστρατικοποιήσεως λειτουργούν μόνον σε ένα αυστηρώς ειρηνικό περιβάλλον. Εάν, όμως, το περιβάλλον παύσει να είναι τέτοιο, τότε υπάρχει μία θεμελιώδης αλλαγή των περιστάσεων, κατά την έννοια του άρθρου 62 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και οι συνεχείς (και δη κλιμακούμενες) προκλήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο έχουν μεταβάλλει ριζικά τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. 

Η Τουρκία δεν αποκρύπτει τις βλέψεις της επ’ αυτών, προβαίνοντας σε σειρά δηλώσεων από το 1974 έως σήμερα, ενώ δεν εδίστασε να προχωρήσει και σε έμπρακτη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των Ιμίων και άλλων νήσων και νησίδων, φθάνοντας μέχρι τη Γαύδο. Ο δε σχηματισμός της προαναφερθείσης 4ης τουρκικής Στρατιάς, με έδρα την Σμύρνη, το 1975 καταδεικνύει τις προθέσεις της. Σημειωτέον ότι στην Στρατιά αυτή υπάγεται το 11ο Σώμα Στρατού το οποίο εδρεύει στην κατεχόμενη Κύπρο, ενώ η συγκεκριμένη μονάδα, αντίθετα από όλες τις υπόλοιπες στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας, δεν διατίθεται στο ΝΑΤΟ! Η Στρατιά αυτή δεσμεύει συχνά περιοχές του Αιγαίου για ασκήσεις, παραβιάζοντας κατάφορα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος, ενώ διεξάγονται ετησίως ασκήσεις όπως αυτή με την ονομασία «Efes», το σενάριο της οποίας αφορά στην απόβαση και κατάληψη νήσων.

Ως εκ τούτου, η Αθήνα είναι αναγκασμένη να λάβει όλα τα δέοντα μέτρα αμυντικής προπαρασκευής και να μην αναμένει την εκδήλωση της τουρκικής επιθέσεως για να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες. Δίχως τα μέτρα αμυντικής προπαρασκευής, η Ελλάδα θα στερηθεί της δυνατότητος ασκήσεως ενός δικαιώματος, που είναι το πρώτο στην λίστα όσων αναγνωρίζει η διεθνής κοινότητα σε ένα κράτος.

Οι ενέργειες και η ρητορική της Άγκυρας εντάσσονται στην προσπάθεια εκπληρώσεως του διαχρονικού στόχου της τουρκικής πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας όπως επιτύχει την ακύρωση της Ελλάδος ως γεωπολιτικού δρώντος. Η Αθήνα (πολιτικοστρατιωτική ηγεσία και λαός) δεν θα αφήσουν ποτέ να γίνουν πράξη οι μύχιες σκέψεις ορισμένων παραγόντων της γειτονικής χώρας. Αν και υστερούμε αριθμητικά, θα νικήσουμε, γιατί, πέραν των άλλων, υπερασπιζόμαστε και το Διεθνές Δίκαιο.

* Ο Δρ. Ιωαν. Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών