Η πρόσφατη κατακρήμνιση των διεθνών χρηματιστηρίων έχει τρομοκρατήσει εκτός από τους επενδυτές και ολόκληρο τον κόσμο. Άλλωστε, με τον ένα ή άλλο τρόπο, ακόμα και ως ασφαλισμένοι σε ασφαλιστικά ταμεία αλλά και ως απλοί καταθέτες, όλοι μας μετέχουμε στο διεθνές επενδυτικό γίγνεσθαι.
Ενώ η πτώση στις αγορές αποδίδεται -δικαιολογημένα έως ένα βαθμό- στις επιπτώσεις του κορονοϊού, εντούτοις θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το κραχ της Δευτέρας αφορά κυρίως τη διαμάχη της Σαουδικής Αραβίας με τη Ρωσία για τα επίπεδα παραγωγής πετρελαίου.
Το πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο ο νέος ιός όσο η γεωπολιτική θέση της Ρωσίας η οποία επέβαλε την απόφαση της να μην ακολουθήσει την πολιτική του OPEC+ για μείωση της παραγωγής πετρελαίου.
Οι στρατηγικές επιδιώξεις της Ρωσίας
Για να έχουμε τη δυνατότητα να καταλάβουμε τις κινήσεις της Ρωσίας στα ενεργειακά, θα πρέπει να κρατάμε πάντα υπόψη μας δύο πρωταρχικά δεδομένα. Το Κρεμλίνο έχει δύο βασικές στοχεύσεις:
Χρειάζεται να προβάλει στο εσωτερικό την εικόνα ότι η Ρωσία παραμένει ένας διεθνής δρών με παγκόσμια εμβέλεια, κάτι που προσφέρει σταθερότητα στην εξουσία του Προέδρου της, και
Χρειάζεται να δημιουργεί και συντηρεί ζώνες επιρροής (buffer zones) πέραν των στενών συνόρων της (Συρία, Λιβύη και πρώην Ανατολική Ευρώπη).
Για να πετύχει τη διπλή αυτή στόχευση, η Μόσχα χρειάζεται να μπορεί να χρηματοδοτεί σταθερά τον αμυντικό προϋπολογισμό της και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι με τα έσοδα από τις πωλήσεις των ενεργειακών της πόρων.
Η πρόταση της Σ. Αραβίας για μείωση της παραγωγής πετρελαίου, θα στερούσε από τη Μόσχα αυτό το κρίσιμο εργαλείο, όχι τόσο από την -ίσως προσωρινή- μείωση των πωλήσεων, όσο από την απώλεια μεριδίων στην αγορά. Η διεθνής αγορά πετρελαίου δεν έχει τη δομή που είχε πριν είκοσι ή ακόμα και πριν δέκα χρόνια. Μειωμένη παραγωγή από τη Ρωσία, σημαίνει πλέον αύξηση της διείσδυσης και των μεριδίων των ΗΠΑ στη διεθνή αγορά. Αυτά τα μερίδια, αν χαθούν μια φορά, δύσκολα ξανακερδίζονται.
Η Ρωσία λοιπόν, αρνήθηκε τη μείωση παραγωγής και η Σ. Αραβία, σε μια μάλλον βιαστική κίνηση, αποφάσισε να ρίξει η ίδια τις τιμές και να αυξήσει την παραγωγή της. Το Ριάντ με αυτό τον τρόπο έχει πολλαπλούς στόχους, αφού ελπίζει να «πονέσει» το Κρεμλίνο με την τραγική μείωση των εσόδων του από πωλήσεις πετρελαίου, ενώ παράλληλα χτυπά και τα -ήδη μειωμένα- έσοδα του Ιράν και βγάζει εκτός κερδοφορίας ένα μεγάλο μέρος της σχιστολιθικής παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ (οι παραγωγοί shale oil στις ΗΠΑ χρειάζονται τιμές πάνω από τα 40 δολάρια το βαρέλι για να μη γράφουν ζημίες).
Την εξέλιξη αυτού του παιγνίου προφανώς κανείς δεν μπορεί να την προβλέψει, είναι όμως δεδομένο ότι αυτό παράγει μια σειρά από συγκεκριμένα αποτελέσματα: Το πλέον σημαντικό είναι η επίπτωση στη θέση του φυσικού αερίου στις παγκόσμιες αγορές. Μετά τη ραγδαία εξάπλωση του Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου, (LNG) τα τελευταία χρόνια, η διαπραγμάτευση του φυσικού αερίου έχει αρχίσει να μετακινείται σταθερά από συμβόλαια συνδεδεμένα με τις τιμές του πετρελαίου, σε συμβόλαια όπου οι τιμές προσδιορίζονται στα χρηματιστήρια ενέργειας και με βάση ανεξάρτητους δείκτες όπως ο Henry Hub των ΗΠΑ.Η τάση αυτή ενισχύεται πλέον από την όλο και αυξημένη μεταβλητότητα του πετρελαίου, είτε αυτή έχει να κάνει με την πρόσφατη διαμάχη Σ. Αραβίας-Ρωσίας είτε με τις επιθέσεις στις εγκαταστάσεις πετρελαίου της Σ. Αραβίας παλαιότερα και την κόντρα Ριάντ-Τεχεράνης.
Το LNG και τα χρηματιστήρια ενέργειας λοιπόν βγαίνουν ωφελημένα από τις πρόσφατες εξελίξεις.
Ρωσία-Τουρκία-Ελλάδα-Κύπρος
Από κει και πέρα, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι η πτώση των τιμών θα δυσκολέψει τη δυνατότητα της Ρωσίας να χρηματοδοτεί τον αμυντικό της προϋπολογισμό. Συνεπώς θα πρέπει να περιμένουμε -όχι άμεσα αλλά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα- μια αναδίπλωση της Ρωσίας σε επιχειρησιακό επίπεδο στη Συρία.
Αυτό βεβαίως θα μπορούσε να ωφελήσει την Τουρκία και τις επιδιώξεις της στην περιοχή. Παράλληλα όμως, αυξάνει τις πιθανότητες ο Άσαντ να επιδιώξει τώρα, σε συνεργασία με τη Ρωσία, να τελειώσει το παιχνίδι άμεσα πριν αρχίσουν να φαίνονται οι εν λόγω αδυναμίες.
Μια άλλη, σημαντική, επίπτωση σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο από την κατακόρυφη πτώση των τιμών έχει να κάνει με τις νέες επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, το ενδιαφέρον για τις οποίες θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι θα πέσει κατακόρυφα. Για την Κύπρο και την Ελλάδα αυτό σημαίνει ότι πλέον η συγκυρία (momentum) δεν είναι με το μέρος μας. Οι ευθύνες των κυβερνήσεων σε Ελλάδα και Κύπρο την περίοδο 2014-2020 οι οποίες δεν προχώρησαν σε γρήγορα και αποφασιστικά βήματα σε αυτό το θέμα αλλά αναλώθηκαν σε βαρύγδουπες δηλώσεις και ατέρμονες διαπραγματεύσεις είναι σημαντικές.
Δεν είναι απίθανο, οι τιμές του πετρελαίου να ανακάμψουν σχετικά γρήγορα από το -25% της Δευτέρας. Από αυτή τη στήλη άλλωστε, έχω ήδη διατυπώσει αρκετές φορές στο παρελθόν τη θέση ότι για μια σειρά από λόγους, παρά τις όποιες εξάρσεις, το πετρέλαιο πλέον θα κινείται μεταξύ της ζώνης των 30-60 δολαρίων.
Αυτό όμως που αλλάζει μετά και τις πρόσφατες εξελίξεις (και σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες αναταραχές της περασμένης χρονιάς από τις επιθέσεις σε Σ.Αραβία, εντάσεις με Ιράν κλπ.) είναι ότι η αυξημένη μεταβλητότητα του πετρελαίου, και το αυξημένο γεωπολιτικό ρίσκο που το συνοδεύει, ευνοούν την απομάκρυνση από αυτό και τη στροφή στο φυσικό αέριο.