Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει επιφέρει τεκτονικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα και απειλεί με μια γενικευμένη αναταραχή που εκτείνεται πολύ πιο μακριά από τα σύνορα της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Ευρώπης. Ενώ η διεθνής κοινότητα στη μεγάλη πλειοψηφία της έχει καταδικάσει τη ρωσική εισβολή, σημειώνεται ισορροπημένη πολιτική την οποία επιχειρούν να κρατήσουν οι μεγάλες αραβικές χώρες και χώρες της Μέσης Ανατολής. Για λόγους, οικονομικούς, εσωτερικούς και γεωπολιτικούς αποφεύγουν να πάρουν θέση ή ακόμη και να συμμετάσχουν στην εκστρατεία κυρώσεων που έχει επιβάλει η Δύση στη Ρωσία.
Η στάση αυτή δεν είναι άσχετη με τις γενικότερες εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί στον Αραβικό κόσμο τα τελευταία δυο χρόνια, με κομβικά σημεία τη σύναψη των συμφωνιών Αβραάμ για την ομαλοποίηση των σχέσεων αραβικών χωρών με το Ισραήλ, και τη δηλωμένη επιλογή της αμερικανικής κυβέρνησης Μπάιντεν να στρέψει το στρατηγικό ενδιαφέρον της στον Ειρηνικό ωκεανό, με αντίστοιχο περιορισμό της εμπλοκής της στη Μ. Ανατολή και στον Κόλπο.
Οι αραβικές χώρες μέσα σε αυτό το περιβάλλον πέραν των εσωτερικών αντιθέσεων τους, αναζητούν ισορροπίες, νέες φιλίες και συμμαχίες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις απειλές ασφάλειας που αντιμετωπίζουν, οι οποίες επιδεινώνονται μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή. Μια σύγκρουση στην Ουκρανία η οποία θα αφήσει νικητή τις ΗΠΑ και ηττημένη τη Ρωσία εκτιμάται ότι θα έχει συνέπειες γι' αυτή την περισσότερο αυτόνομη πορεία που θέλουν να έχουν οι αραβικές χώρες, καθώς θα έχουν απέναντι τους μια ισχυρή και παντοδύναμη παγκόσμια δύναμη, τις ΗΠΑ.
Οι χώρες της περιοχής δεν είναι υπέρ της Ρωσίας αλλά περισσότερο υπέρ ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος και για τον λόγο αυτό επέλεξαν αρχικά την τακτική της λεγόμενης «δημιουργικής ουδετερότητας». Όμως μετά από πιέσεις των ΗΠΑ τουλάχιστον στην ψηφοφορία της ΓΣ των Ηνωμένων Εθνών όλες συντάχθηκαν με την καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι δεν κρατούν ακόμη ισορροπίες έναντι της Ρωσίας.
Σε αυτήν τη σύγκρουση οι ΗΠΑ είναι σαφές ότι επιδιώκουν τη στρατηγική ανάσχεση και ήττα της Ρωσίας. Στο πλαίσιο αυτό δεν κρύβουν την επιδίωξη τους για προώθηση της συμφωνίας για τα πυρηνικά του Ιράν κάτι που θα οδηγούσε στη διακοπή των οικονομικών κυρώσεων εις βάρος της Τεχεράνης και συγχρόνως την εξασφάλιση πετρελαίου και φυσικού αερίου, που θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες που προκύπτουν από την προσπάθεια περιορισμού των ρωσικών εξαγωγών. Οι χώρες του Κόλπου αντιθέτως θα ήθελαν τη διατήρηση μιας ισχυρής Ρωσίας η οποία λειτουργεί ως αντίβαρο στο Ιράν, ενώ επίσης βλέπουν την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου (ελλείψει προς το παρόν άλλων εναλλακτικών) ως μοναδική ευκαιρία για να αυξήσουν τα έσοδα τους.
Τόσο η Σαουδική Αραβία, της οποίας ο πρίγκηπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν παραμένει ακόμη «απόκληρος» των ΗΠΑ λόγω της υπόθεσης της δολοφονίας του δημοσιογράφου Κασόγκι, όσο και τα ΗΑΕ θεωρούν ότι οι ΗΠΑ δεν τους έχουν προσφέρει την αναγκαία στήριξη απέναντι στην απειλή των Χούτι στην Υεμένη και ότι οι ΗΠΑ δεν είναι συνεπείς στη δέσμευση για εγγυήσεις ασφαλείας απέναντι τους. Και φυσικά αντιμετωπίζουν με καχυποψία την κριτική στάση της Ουάσιγκτον σε θέματα δημοκρατίας και δικαιωμάτων που θα μπορούσε να στραφεί ευθέως κατά των μοναρχιών. Ειδικά τα Εμιράτα έχουν δει με καχυποψία την ενδυνάμωση των σχέσεων της Ουάσιγκτον με το Κατάρ αλλά και τη συζήτηση για τη συμφωνία με τα πυρηνικά του Ιράν.
Αλλά για τα ΗΑΕ υπάρχει ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν προσελκύσει ρωσικά κεφάλαια και τώρα Ρώσοι ολιγάρχες αναζητούν ασφαλές καταφύγιο στο Ντουμπάι.
Το Ισραήλ που διατηρεί παραδοσιακά καλές σχέσεις με τη Μόσχα και τον πρόεδρο Πούτιν, θεωρεί ως «κόκκινη γραμμή» την προσπάθεια της Ουάσιγκτον για προώθηση της Συμφωνίας με το Ιράν, αλλά πήρε και άλλα μηνύματα από τη Μόσχα. Την ημέρα που καταδίκασε το Ισραήλ την εισβολή στην Ουκρανία, η Μόσχα έσπευσε να καταδικάσει με ανακοίνωση της την κατοχή των Υψωμάτων του Γκολάν. Επίσης, οι Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν εξασφαλίσει τη στρατιωτική συνεργασία με τη Μόσχα που τους επιτρέπει να πραγματοποιούν επιχειρήσεις στον Συριακό εναέριο χώρο, με στόχο συνήθως ομάδες η βάσεις των φιλοϊρανικών δυνάμεων που αποτελούν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ.
Η Αίγυπτος παρά την όλο και πιο στενή συνεργασία και στον αμυντικό τομέα με τις ΗΠΑ (τους τελευταίους μήνες απελευθερώθηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ η πώληση εξελιγμένου αμυντικού υλικού) διατηρεί παραδοσιακούς στενούς δεσμούς με τη Μόσχα και σε μια χώρα που είναι εξαρτημένη σε ό,τι αφορά την εισαγωγή των σιτηρών από τη Ρωσία από την οποία εξαρτάται και η εσωτερική κοινωνική ειρήνη, η διακριτική στάση της μη διάρρηξης των σχέσεων με τη Ρωσία αποτελεί τη μοναδική έστω και υποχρεωτική επιλογή.
Και για την Αίγυπτο όπως και σε άλλες περιπτώσεις των χωρών του Κόλπου, η δηλωμένη αντίθεση της κυβέρνησης Μπάιντεν σε «αυταρχικά η αντιδημοκρατικά» καθεστώτα, δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς …
Αλλά και το ίδιο το Ιράν κρατά μετρημένη στάση στο Ουκρανικό, καθώς παρά τις καλές σχέσεις η ιρανική ηγεσία είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στον Β. Πούτιν και θεωρεί ότι τώρα είναι η μεγάλη ευκαιρία ώστε να υπάρξει συμφωνία για τα πυρηνικά. Αυτό θα το βγάλει από το καθεστώς της διεθνούς απομόνωσης και συγχρόνως με το ξεπάγωμα δεσμευμένων πόρων του και με τη διάθεση προσθέτων ποσοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα μπορέσει πλέον να αποκομίσει και σημαντικά οικονομικά οφέλη από την κρίση.
Ο μεγάλος εφιάλτης για τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική είναι και οι συνέπειες της Ουκρανικής κρίσης στον επισιτιστικό τομέα, καθώς είναι πολύ πιθανές μεγάλες ελλείψεις τροφίμων και κυρίως σιτηρών(η Αίγυπτος εισάγει από τη Ρωσία και Ουκρανία το 85% των αναγκών της σε σιτηρά). Η αύξηση στις τιμές των καυσίμων και της ενέργειας και οι ελλείψεις σε τρόφιμα είναι η «συνταγή» για κοινωνικές εντάσεις και εκρήξεις σε ένα περιβάλλον που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο και ακόμη έχει ζωντανές τις μνήμες της Αραβικής Άνοιξης.
Πηγές: TIME, Al Jazeera