Του Νίκου Μελέτη
Η επιστημονική -νομική προσέγγιση της συμφωνίας των Πρεσπών είναι μεγάλος πειρασμός για έναν κατ΄ εξοχήν πανεπιστημιακό όπως είναι ο Υπουργός εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς.
Όμως συγχρόνως αποτελεί και μεγάλη παγίδα. Το να είναι μια συμφωνία νομικά άρτια, να συμβαδίζει με το διεθνές δίκαιο, δεν αρκεί για να την κάνει τέλεια η τουλάχιστον αποδεκτή από τα υποκείμενα της. Γιατί τελικά η κάθε συμφωνία ειδικά αυτή των Πρεσπών είναι αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης, και θα κριθεί όχι απλώς από τη νομική αρτιότητά της και την τελειότητα στην αρχιτεκτονική της, αλλά από την εφαρμογή της η οποία εναπόκειται φυσικά στους λαούς των δυο χωρών.
Ο κ. Κοτζιάς σε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία κάλεσε μια σειρά έγκριτων νομικών και πανεπιστημιακών σε μια συζήτηση που μεταδόθηκε μάλιστα απευθείας από το κανάλι της Βουλής, για τις νομικές πτυχές της συμφωνίας των Πρεσπών, όπου πράγματι με εξαντλητικό τρόπο αναλύθηκαν σε βάθος όλες οι πτυχές της συμφωνίας.
Για να μην αδικήσουμε τον υπουργό Εξωτερικών, ξεκινά από μια βάση την οποία πιθανόν οι περισσότεροι πολίτες να μην συμμερίζονται: εάν επιλέγεις την επίλυση ενός προβλήματος, το οποίο δεν μπορείς να το λύσεις με την ισχύ σου, τότε κάνεις συμβιβασμό. Και όταν η διαφορά αφορά θέματα ταυτότητας, υφαρπαγής πολιτιστικής κληρονομιάς, αλυτρωτισμού, ο συμβιβασμός θα είναι επώδυνος και για τις δυο πλευρές.
Όμως ο κ. Κοτζιάς υποβαθμίζει την προσπάθεια που ο ίδιος έκανε όταν στρέφεται με τέτοια οξύτητα εναντίον όσων διαφωνούν, με πρόθεση ή χωρίς, στη συμφωνία των Πρεσπών.
Μια συμφωνία η οποία έχει θετικά σημεία: την σχεδόν erga omnes χρήση της νέας ονομασίας, την αλλαγή συντάγματος, το ότι λύνεται ένα πρόβλημα που αποτελεί βαρίδι στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το ενδεχόμενο να μην υπήρχε στο μέλλον ευκαιρία για μια έστω και συμβιβαστική λύση... Όμως αρκούν αυτά και εξισορροπούν τους ανοικτούς λογαριασμούς που αφήνει με την ιστορία;
Πολιτικές ηγεσίες όπως η σημερινή ελπίζουν και πιστεύουν ότι ο χρόνος και η κοινή πορεία στην Ευρωατλαντική οικογένεια , θα αμβλύνει διαφορές και καχυποψίες, θα καλύψει τις μαύρες τρύπες που αφήνει η συμφωνία και ο συμβιβασμός.
Πιθανόν να είναι κι έτσι...
Στην συζήτηση που έγινε στο αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης» τέθηκαν ορισμένα ζητήματα τα οποία αξίζουν έναν πρώτο σχολιασμό:
-Η συζήτηση περί αλυτρωτισμού κυριάρχησε, με την Μαριλένα Κοππά να επισημαίνει ότι αλυτρωτισμός τελικά δεν νοείται εάν δεν υπάρχει σαφής διεκδίκηση εδαφών. Μια επισήμανση με την οποία συμφώνησε και ο κ. Κοτζιάς.
Προφανώς αυτή είναι μια γενική αρχή, καθώς η τελική πράξη του Ελσίνκι αλλά και η ένταξη μιας χώρας στον ΟΗΕ και η αίτηση ένταξης της στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, προϋποθέτει την αναγνώριση των υφιστάμενων συνόρων. Όπως προβλέπονταν μάλιστα και με την ενδιάμεση συμφωνία.
Καμιά χώρα, ούτε καν αυτή η Τουρκία, δεν δηλώνει επισήμως ότι διεκδικεί ξένα εδάφη. Όσο για την Αλβανία ποτέ δεν δήλωσε ότι διεκδικεί την Πρέβεζα, αλλά το Τσάμικο και οι αναφορές σε σχολικά βιβλία για «αλβανικά εδάφη» προφανώς συνιστούν αλυτρωτισμό.
Όμως ο Μακεδονισμός όπως εκφράσθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, που δεν είχε σχέση φυσικά με τον Μέγα Αλέξανδρο, είχε εδαφική διάσταση, καθώς ο πυρήνας ήταν η επανένωση της «διαμελισμένης» Μακεδονίας (ας το έχουν υπόψη τους αυτό όσοι δέχθηκαν αμάσητα το «Μακεδονία του Ίλιντεν» που πάσαραν οι Σκοπιανοί με το επιχείρημα ότι δεν θίγεται έτσι η κληρονομιά του... Μεγάλου Αλεξάνδρου).
Αλλά ακόμη κι αν ίσχυε το επιχείρημα της κ. Κοππά, θα αναρωτιόνταν κανείς, προς τι οι θριαμβολογίες για τις ειδικές και συγκεκριμένες αναφορές της συμφωνίας εναντίον του αλυτρωτισμού. Αν δεν υπάρχει αλυτρωτισμός τότε για ποιον λόγο να προβλεφθούν ειδικές αναφορές στην συμφωνία;
Και κάτι ακόμη: εάν υπάρχει η πρόκειται να αναπτυχθεί αναθεωρητισμός και αλυτρωτισμός, θα τον εμπόδιζε η συμφωνία των Πρεσπών;
-Υπήρξε εξαντλητική επιστημονική προσέγγιση στο θέμα της ιθαγένειας – υπηκοότητας- εθνικότητας, με τον καθηγητή Χάρη Παμπούκη να τεκμηριώνει τη διαφορά της εθνότητας/εθνικότητας από την ιθαγένεια/υπηκοότητα.
Είναι προφανές ότι η εθνότητα ανήκει στην σφαίρα του αυτοπροσδιορισμού και δεν υπόκειται σε κρατικές αποφάσεις η διακρατικές συμφωνίες, ενώ η ιθαγένεια αποτυπώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με συγκεκριμένο κράτος.
Ο κ. Κοτζιάς μάλιστα αναρωτήθηκε εάν με τη λογική ότι η ιθαγένεια και η εθνότητα ταυτίζονται τι θα συνέβαινε με την ελληνική γηγενή ομογένεια στην Αλβανία; «Ότι τα διαβατήρια τους γράφουν Αλβανική ιθαγένεια, αλλά είναι άλλο η εθνότητα τους». Έθεσε ένα ακόμη ερώτημα ο κ. Κοτζιάς: «Για να γίνεις Μητροπολίτης στην Κωνσταντινούπολη, για να γίνεις Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, ποια είναι η προϋπόθεση; Να πάρεις τουρκική υπηκοότητα. Δηλαδή μόλις πάρει την τουρκική υπηκοότητα ο Πατριάρχης έγινε μέλος του τουρκικού έθνους και μουσουλμάνος; Ή έχει διαφορά η τουρκική ιθαγένεια από αυτό που αποκαλούν ως το Γένος;».
Όμως αυτές ακριβώς οι αναφορές είναι που εντείνουν τον προβληματισμό για την αναφορά της συμφωνίας των Πρεσπών σε «ιθαγένεια( nationality): Μακεδονική /πολίτης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Το διαβατήριο του κάθε Έλληνα ομογενή από την Αλβανία αναφέρει «ιθαγένεια: Αλβανική» και όχι «ιθαγένεια: Ελληνική /πολίτης της Δημοκρατίας της Αλβανίας».
Το διαβατήριο του Οικουμενικού Πατριάρχη δεν αναφέρει «Ιθαγένεια: Ελληνική/Πολίτης της Δημοκρατίας της Τουρκίας».
Ο λόγος της διαφορετικής διατύπωσης στη συμφωνία των Πρεσπών είναι προφανής, καθώς με την αναφορά σε ιθαγένεια /εθνικότητα, καλύπτεται η διατήρηση του ζητήματος της «μακεδονικής εθνότητας»…
-Η γλώσσα ειπώθηκε δεν συνδέεται υποχρεωτικά με εθνική ταυτότητα. Πράγματι, συμβαίνει όταν αφορά γλώσσες που μιλιούνται σε εκτεταμένες περιοχές του πλανήτη (για ιστορικούς και άλλους λόγους), όπως τα αγγλικά. Υπάρχουν όμως οι Αγγλοσάξονες σαν εθνοτική ομάδα που διαχωρίζεται σε αρκετές άλλες εθνικές (κρατικές) ομάδες Άγγλοι, Αμερικανοί, Νεοζηλανδοί, Ουαλοί.
Όμως είναι ύβρις να αφήνονται τέτοιοι υπαινιγμοί για την ελληνική γλώσσα, που η επιβίωση της ταυτίσθηκε με την επιβίωση της ελληνικής ταυτότητας και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Εξάλλου κάποιος λόγος υπάρχει που για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας απαιτείται και η γνώση της ελληνικής…. Και εν πάση περιπτώσει αν ισχύει αυτό το επιχείρημα ας το προβάλλουμε στην σκοπιανή πλευρά προτείνοντας να ονομασθεί η γλώσσα τους «σκοπιανή» η βαρντάρσκα η οτιδήποτε άλλο.
Υπάρχουν ακόμη αρκετά σημεία, όπως οι εμπορικές χρήσεις της ονομασίας, το δικαίωμα χρίσης πλέον του όρου «Μακεδονία» και από την άλλη πλευρά, η διατήρηση θεσμών που δεν χρηματοδοτούνται από το κράτος και θα μπορούν να φέρουν τον όρο «Μακεδονικός» κ.α.
Στη δημόσια συζήτηση γίνεται ένα ακόμη λάθος: αντί να υποστηριχθεί η συμφωνία εφόσον υπάρχουν θέσεις και επιχειρήματα για να γίνει αυτό, στρέφεται όλη η επιχειρηματολογία, στο ότι οι προηγούμενοι τα είχαν κάνει χειρότερα. Αυτό κάθε άλλο παρά πείθει για την αναγκαιότητά της και την ορθότητά της.
Η μεγάλη διαφορά είναι ότι πλέον υπάρχει μια λύση, ένα κείμενο συμφωνίας που φέρει υπογραφές. Και αυτές δεν είναι του Κωσταντίνου Καραμανλή, του Κωσταντίνου Μητσοτάκη, του Κώστα Σημίτη, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά.
Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Νίκος Κοτζιάς έκαναν ένα τολμηρό βήμα, ανέλαβαν μια πολύ μεγάλη ευθύνη, που θα κριθεί από την ιστορία και πιθανόν, εάν επιβεβαιωθούν τα πολλά «αν» και «ίσως», να δικαιωθούν. Πριν από την ιστορία όμως, η συμφωνία θα κριθεί από τους πολίτες, και πάντως όχι από τους νομικούς.