Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Ένα ερώτημα που εδώ και χρόνια ψάχνουμε την απάντηση είναι: "Ποιος οδηγεί την τουρκική εχθρότητα προς την Ελλάδα;” Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή και υπάρχουν αρκετά αίτια, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο χρειάζονται έναν ισχυρό εχθρό, για να δικαιολογήσουν πολιτικές που διαφορετικά δεν θα ήταν βιώσιμες. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι εργολάβοι στον τομέα της άμυνας χρειάζονται έναν εχθρό για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, ενώ οι υποστηρικτές πολιτικών χρειάζονται τους αναδόχους για να χρηματοδοτήσουν τις εκστρατείες τους. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χρειάζονται μια καλή ιστορία φόβου για να βοηθήσουν τις πωλήσεις και το κοινό είναι επίσης συνηθισμένο να βρίσκεται μέσα σε έναν κόσμο στον οποίο οι τρομακτικές απειλές να κρύβονται λίγο κάτω από τον ορίζοντα, αυξάνοντας έτσι την υποστήριξη του κάθε κυβερνητικού ελέγχου της καθημερινής ζωής για να διατηρήσουν τους πάντες "ασφαλείς".
Στην προκειμένη περίπτωσή μας υπάρχουν οι μεταμοντέρνοι Νεότουρκοι, κεμαλιστές και ισλαμιστές, που αναζωογονούν αμφότεροι τις εθνικές και θρησκευτικές μνήμες για να σκορπίσουν τις φλόγες προς όλες τις κατευθύνσεις. Όπως πάντα, είναι μια ξεχωριστή δύναμη έτοιμη για τη δημιουργική καταστροφή, όπως το έθεσαν το ζήτημα, από ιδρύσεως του έθνους κράτους της Τουρκίας. Σύμφωνα με την ιδεολογική τους βάση, υπάρχει η πρωτοπορία του πολέμου. Παρέχουν ένα ευχάριστο μουσουλμανικό πλαίσιο για την Τουρκία να αναλάβει τον περιφερειακό έλεγχο και να αποτελέσει την αξιόπιστη δύναμη που είναι πάντα έτοιμη να εμφανιστεί με ένα κατάλληλο ευφυές σύνθημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει το αδιανόητο. Σε αντάλλαγμα ανταμείβονται πλούσια τόσο με οικονομικά ανταλλάγματα της διαπλοκής και διαφθοράς όσο και με το καθεστώς.
Αυτοί οι μεταμοντέρνοι Νεότουρκοι πιστεύουν μόνο σε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η Τουρκία είναι η μοναδική δύναμη στην περιοχή, δεδομένης της στρατιωτικής τους ισχύος δηλαδή κάτι σαν μια θεϊκή οντότητα που μπορεί να ασκεί την επιρροή και γιατί όχι την ηγεσία στους γείτονες τους με χρήση της σκληρής ισχύος, εάν και όποτε θεωρούν ότι είναι απαραίτητο. Αυτό έχει μεταφραστεί στο κοινό ως «νεοθωμανισμός». Και η δεύτερη αρχή τους είναι ότι πρέπει να γίνεται το παν, για να προστατεύσουν τα υποτιθέμενα δικά τους συμφέροντα ακόμη και όταν αντίκεινται αυτά στο Διεθνές Δίκαιο και να προωθήσουν ότι αυτοί θεωρούν σωστό, άσχετα με τις διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες.
Οπότε η συνεχιζόμενη απειλητική συμπεριφορά της Τουρκίας φέρνει μια σύνθετη πραγματικότητα στο φως. Η Τουρκία με τις στρατιωτικές εμπλοκές το τελευταίο διάστημα, απέδειξε ότι άρχισαν να εκπαιδεύονται για αντιπαραθέσεις με τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις τους, με σκοπό να εισβάλουν ή να αντιμετωπίζουν καταδρομικές ενέργειες σε μεγάλη κλίμακα, με κύριο εργαλείο τους την ταχύτητα αντιδράσεως, την αυξανόμενη ποσότητα προκλητικών ενεργειών, την ένταση, και την ακρίβεια των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, η περιγραφόμενη ποιοτική αναβάθμιση προκλήσεων εγείρει διάφορα ζητήματα στην επιχειρησιακή σχεδίαση των Ενόπλων Δυνάμεων μας, μεταξύ των οποίων:
1. Χρήση των περιοχών όπου υφίστανται, κατά την τουρκική άποψή και μόνο, νομικές ατέλειες, προκειμένου να υπερασπιστεί την ικανότητά τους να συνεχίσουν τη δρομολόγηση προκλήσεων στην Ελλάδα και την Κύπρο.
2. Προσπάθεια του εχθρού να αφομοιώσει τις συνεχείς και πολλαπλές απαιτήσεις του στον διεθνή παράγοντα στην προοπτική που να καθιστά δύσκολο για τις Ελληνικές διπλωματικές αντιπροσωπείες να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, προκειμένου να αποτρέψουν τη δρομολόγηση και την καταπολέμηση των δυνατοτήτων τους.
3. Αυξανόμενη χρήση του υβριδικού πολέμου, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η ελευθερία της λειτουργίας των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στον υψηλότερο δυνατό βαθμό με σκοπό να αποτρέψουν τις Τουρκικές διεκδικήσεις.
Αυτές είναι οι πιο σημαντικές προκλήσεις, που απαιτούν μια περιεκτική, διεπιστημονική απόκριση της ασφάλειας, στην οποία το στρατιωτικό στοιχείο είναι μόνο ένας από τους πολλούς μηχανισμούς αντιμετώπισης.
Ζωτικό συμφέρον της Ελλάδας είναι η ασφάλεια και ηρεμία στα σύνορά μας. Η Άγκυρα δεν έχει παραιτηθεί από την πρόθεση να αναθεωρηθούν οι συνθήκες που καθορίζουν τα σημερινά σύνορα εις βάρος μας, και θεωρούν τη στρατιωτική σύγκρουση ως κεντρικό άξονα προς την επίτευξη αυτού του στόχου, εφόσον πολιτικά δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί. Αυτός είναι ο σοβαρός λόγος που απαιτείται ισχυρή και αξιόπιστη αποτρεπτική ισχύς. Αυτό σημαίνει ότι αν δεχτούμε τουρκική επίθεση στο μέλλον, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να διεξαχθεί ο πόλεμος μέσα στην ηπειρωτική μας χώρα, αλλά στη χώρα του εχθρού, έτσι ώστε να μην είμαστε στην άμυνα, αλλά μάλλον στην επίθεση. Έτσι ο πόλεμος αυτός για να διεξαχθεί στα σύνορα, απαιτούνται κινητές δυνάμεις εξοπλισμένες με ταχέα οχήματα και ισχυρή δύναμη πυρός. Αυτό το συμπέρασμα με οδηγεί στο να επιλέξουμε μια στρατηγική ελιγμών για να ωθήσουμε τον πόλεμο γρήγορα στο εχθρικό έδαφος. Αυτές οι αρχές πιστεύω ότι πρέπει να σφυρηλατήσουν το νέο ελληνικό δόγμα τις επόμενες δεκαετίες.
Έτσι, πριν από την είσοδο σε στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και οι Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να μελετήσουν και να αποσαφηνίσουν τα ακόλουθα στρατηγικά και τακτικά θέματα.
1. Τι στρατηγικό σκοπό επιδιώκουμε να επιτύχουμε, και ποιες είναι οι συνέπειες κάθε εναλλακτικής λύσης;
2. Ποια είναι η κύρια δύναμη για την επίτευξη αυτού του στόχου - άμεσα ή έμμεσα;
3. Πώς μπορεί να μειωθεί η τουρκική προκλητικότητα, και ποιοι είναι οι μηχανισμοί για να την καταγγείλουν;
4. Πώς μια πολιτική εκστρατεία να διεξαχθεί σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο; Στο πλαίσιο αυτό: οι διεθνείς και περιφερειακοί παράγοντες πρέπει να παρεμβαίνουν (απειλές, κυρώσεις, ή ακόμα και στρατιωτική εμπλοκή);
5. Πώς μπορούν οι διεθνείς και περιφερειακοί παράγοντες να αξιοποιηθούν για να μειώσουν την τουρκική προκλητικότητα;
6. Ποια είναι η σωστή χρονική στιγμή για πολιτική και στρατιωτική κινητικότητα; Μπορεί να διεξαχθεί ένα προληπτικό κτύπημα, ή τουλάχιστον μπορεί να δημιουργηθεί μια τακτική αιφνιδιασμού που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικά επιτεύγματα από την αρχή;
7. Ποια είναι η ποιότητα και το επίπεδο των υπηρεσιών πληροφοριών σχετικά με τις δυνατότητες και τις προθέσεις του εχθρού;
8. Ποιοι είναι οι κίνδυνοι ότι ένα δεύτερο μέτωπο θα μπορούσε να ανοίξει ταυτόχρονα, και πώς μπορούμε να προπαρασκευάσουμε αυτή τη δυνατότητα;
Κάθε ένα από αυτά τα θέματα απαιτεί συζητήσεις σε βάθος και θα πρέπει να διεξαχθούν πριν και όχι κατά τη διάρκεια ή μετά τις συγκρούσεις μπροστά από μια εξεταστική επιτροπή. Μία υπεύθυνη ηγεσία χρειάζεται να επιλέξει τη σωστή και κατάλληλη χρονική στιγμή για αποφάσεις, και να μην αφήσουμε ανεξέλεγκτη την κλιμάκωση που θα υπαγορεύει το χρονοδιάγραμμα και η διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Αν η Ελλάδα είναι μοιραίο να συρθεί σε μια σύγκρουση, θα πρέπει να προετοιμαστούμε με σύνεση και επιμέλεια, σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα συμπεριφορά μας.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α., ΠΝ.