Του Νίκου Μελέτη
Ξαφνικά έξι μήνες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, στην Αθήνα, έκπληκτοι όλοι άρχισαν να ενοχλούνται και δυσανασχετούν με τις δηλώσεις Ζάεφ και μελετούν συμπληρωματικές διευκρινήσεις και διασφαλίσεις γι΄αυτήν, που μέχρι χθες εκθείαζαν ως ιστορική συμφωνία που «έδινε τέλος στους Αλυτρωτισμούς...».
Είναι προφανές ότι εάν ίσχυαν όλα όσα ειπώθηκαν από την κυβέρνηση από τον περασμένο Ιούνιο για την Συμφωνία, δεν θα υπήρχε λόγος ανησυχίας για οποιαδήποτε δήλωση ή αυθαίρετη ερμηνεία του κ. Ζάεφ ούτε φυσικά θα χρειάζονταν οι αλχημείες για υποτιθέμενες νέες γραπτές διευκρινήσεις, που εξάλλου όπως θα δούμε ελάχιστη συμβατική αξία έχουν.
Η αλήθεια για την Συμφωνία των Πρεσπών, είναι ότι επρόκειτο για ένα κείμενο που διαμορφώθηκε στην βάση του στόχου της Αθήνας να κλείσει το θέμα και με προσχηματικό τρόπο να καλύψει την βασική επιδίωξη της Ελλάδας: τον αποκλεισμό δια παντός, κάθε είδους αλυτρωτισμού και τερματισμό του «Μακεδονισμού». Που βασικό όχημα έχει το όνομα του κράτους, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό.
Έτσι με έναν ιδεολογικό ακροβατισμό ότι αρκεί η αλλαγή της ονομασίας με «κουτσό» erga omnes και η παραδοχή ότι η «μακεδονική ταυτότητα, γλώσσα, ιστορία, λαός» δεν έχουν σχέση με την αρχαία ελληνική ιστορία (κάτι που εξάλλου μόνο στα τελευταία χρόνια είχε προκύψει ως στοιχείο του «Μακεδονισμού») αλλά έχει σλαβική σφραγίδα, η κυβέρνηση ουσιαστικά άνοιξε το παράθυρο για την αναγνώριση από την Ελλάδα της «μακεδονικής εθνότητας». Η οποία φυσικά έχει σλαβική διάσταση αλλά ο αλυτρωτισμός εις βάρος της χώρας μας πάντοτε αυτή την διάσταση είχε όταν προέκυψε κατά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πλήθος διατάξεων της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία έχουμε αναλύσει ενδελεχώς, καλλιεργούν και αναπαράγουν τον «Μακεδονισμό». Και αφού η συμφωνία αποδέχεται την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας, πολιτισμού ιστορίας» και καθώς αποδέχεται ότι η εθνικότητα δεν αναφέρεται μόνο στην ιδιότητα του πολίτη του κράτους, «πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» και συμπληρώνεται από το «Μακεδονική», θα ήταν μάλλον αφελές να πιστεύει ο οποιοσδήποτε ότι η άλλη πλευρά δεν θα εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που της δίνονταν.
Πιθανόν ο κ. Κοτζιάς όταν διαπραγματεύονταν την συμφωνία υπέθετε ότι οι συνομιλητές του θα είχαν διαφορετική στάση. Και σε κλίμα εμπιστοσύνης θα έμεναν συνεπείς στην Συμφωνία στρεφόμενοι προς το ευρωατλαντικό μέλλον, εγκαταλείποντας τον Αλυτρωτισμό. Όμως αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει και φυσικά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι και μελλοντικά δεν θα προκύψει ένας νέος Γκρουέφσκι.
Τα δομικά προβλήματα της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι δεδομένα και γνωστά και γι αυτό δεν είναι εύκολο να υπάρξει η οποιαδήποτε διόρθωση. Η Συμφωνία έχει ήδη κυρωθεί από την γειτονική χώρα και μέσω της Κοινοβουλευτικής Διαδικασίας και μέσω του Δημοψηφίσματος, συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει νέος κύκλος συζητήσεων για «βελτιώσεις» και μάλιστα έξι μήνες μετά την υπογραφή της. Η οποιαδήποτε παρέμβαση είτε με μορφή Πρωτοκόλλου (την οποία πάντως διαψεύδουν οι δύο πλευρές)είτε με μορφή διευκρινιστικής ρητής δήλωσης δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική.
Μια τέτοια «διορθωτική» κίνηση ουσιαστικά θα πρέπει να ανατρέψει τον πυρήνα της Συμφωνίας που είναι η αναγνώριση της «Μακεδονικής γλώσσας» και η αποδοχή της χρήσης από την γειτονική χώρα του όρου «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» καθώς βάσει του άρθρου 7 παρ 3 «με τους όρους αυτούς νοούνται η επικράτεια η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους με την δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά διακριτώς διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 7 παρ 2» (σ.σ. και αφορούν τον ελληνικό πολιτισμό).
Μέσω αυτών των άρθρων γίνεται αποδεκτή από την Ελλάδα η «Μακεδονική ταυτότητα» με την μοναδική επισήμανση ότι δεν αφορά τον ελληνικό πολιτισμό. Και δυστυχώς είναι η πρώτη φορά που όλα αυτά δεν θα είναι πια μονομερείς ισχυρισμοί της σκοπιανής πλευράς αλλά έχουν και την ελληνική υπογραφή. Και συνεπώς θα νομιμοποιούν όσους Έλληνες πολίτες αυτοπροσδιορίζονται «μακεδονικής ταυτότητας» να θέτουν ζήτημα και για διδασκαλία της «Μακεδονικής γλώσσας» είτε σε φροντιστήρια είτε και σε δημόσια σχολεία και όταν υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες την οριοθέτηση τους με βάση την «εθνική μακεδονική ταυτότητα» τους.
Οι δηλώσεις του κ. Ζάεφ οι οποίες επαναλαμβάνονται συστηματικά από την επομένη της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών, στο μεγαλύτερο μέρος τους κινούνται εντός του πλαισίου της Συμφωνίας.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα προκλήθηκε από την μη συστηματική παρακολούθηση των διεργασιών για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε οι τροπολογίες να κινούνται στοιχειωδώς στο πλαίσιο που θέτει η Συμφωνία των Πρεσπών. Το πιο ακραίο παράδειγμα αφορά την τροπολογία 36 παρ. 3 που αναφέρεται σε «μέλη του Μακεδονικού λαού στο εξωτερικό» κάτι που παραπέμπει ευθέως σε «μακεδονική μειονότητα».
Ο κ. Ζάεφ άκουσε στην διάρκεια της τρίτης δημόσιας διαβούλευσης την Παρασκευή στην Ακαδημία Επιστημών από καθηγητή πανεπιστημίου ένα επιχείρημα που θα μπορούσε να του δώσει το πρόσχημα για αλλαγή του επίμαχου αυτού άρθρου. Ο συγκεκριμένος καθηγητής πρότεινε να υπάρχει αναφορά σε «Διασπορά», ώστε να καλύπτονται όχι μόνο οι «Μακεδόνες» αλλά και οι Αλβανοί και οι Τούρκοι και οι Σέρβοι και οι άλλες εθνοτικές ομάδες.
Ο κ. Ζάεφ ίσως με αυτό το επιχείρημα, να αποπειραθεί να αλλάξει την τροπολογία ώστε να είναι αποδεκτή από την Ελλάδα, αλλά μια τέτοια κίνηση θα προκαλέσει τις αντιδράσεις των Σλαβομακεδονων και θα εμφανίσει τον κ. Ζάεφ να δέχεται υπαγόρευση της Αθήνας για την Συνταγματική Αναθεώρηση. Πάντως αν διατηρηθεί η συγκεκριμένη αναφορά, ανοίγει μείζον ζήτημα για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς θα αποτελεί απόδειξη κακής πίστης και θα αντιβαίνει στο πνεύμα και γράμμα της Συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
Ας μην πέφτει λοιπόν κανένας από τα σύννεφα με τις δηλώσεις Ζάεφ. Στις 12 Ιουνίου με την Υπογραφή της Συμφωνίας στις Πρέσπες, οι δυο χώρες άφησαν ανοικτές πληγές, ελπίζοντας ότι με τον καιρό θα κλείσουν. Έξι μήνες μετά αποδεικνύεται ότι οι πληγές αυτές ξανανοίγουν εύκολα και απαιτείται άμεση δράση για να μην κακοφορμίσουν…