Αναζητώντας τον διαφορετικό ρυθμό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης μεταβαίνει στις 5 Σεπτεμβρίου στην Άγκυρα προκειμένου να συναντηθεί με τον ομόλογό του Χ. Φιντάν σε ένα πρώτο βήμα υλοποίησης της συνεννόησης που είχαν στο Βίλνιους οι ηγέτες των δυο χωρών, αναθέτοντας στους Υπουργούς εξωτερικών το μεγάλο εγχείρημα της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Πρακτικά η συνάντηση της Άγκυρας έχει στόχο την προετοιμασία της συνάντησης των Κ.Μητσοτάκη και Τ. Ερντογάν στη Νέα Υόρκη στο περιθώριο της Γ.Σ. του ΟΗΕ, αλλά εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι μια απλή διαδικαστική συνάντηση.
Οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν από όσους ευσεβοποθιστές θεωρούν ότι το πρόβλημα της έντασης είναι ότι δεν υπήρχε σταθερή κυβέρνηση με τον αναγκαίο χρονικό ορίζοντα και την κατάλληλη πολιτική βούληση στην Ελλάδα για επίλυση των ελληνοτουρκικών, ανεβάζει ψηλά τον πήχη και συγχρόνως δημιουργεί επικίνδυνα διαστρεβλωτική εικόνα. Και κυρίως είναι προβληματική η προβολή της προοπτικής αποδοχής της Χάγης από την Τουρκία ως το μεγάλο ζητούμενο, καθώς οι όροι και οι προϋποθέσεις που θέτει η Τουρκία για να αποδεχθεί την προσφυγή στη Χάγη είναι συγκεκριμένοι και δημόσια δηλωμένοι…
Η επιδίωξη των ήρεμων νερών στο Αιγαίο και η αποκατάσταση όσο το δυνατόν ομαλότερων σχέσεων είναι λογική και επιβεβλημένη, αλλά δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι η ένταση με την Τουρκία έχει δομικά στρατηγικά χαρακτηριστικά που αφορούν τον αναθεωρητισμό της γειτονικής χώρας και κυρίως τη φιλοδοξία του Τ. Ερντογαν να την αναδείξει σε μια ηγεμονική περιφερειακή δύναμη η οποία διαμορφώνει τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες στην περιοχή κατά βούληση.
Εάν ο στόχος του κ. Γεραπετρίτη στην Άγκυρα είναι να δρομολογηθούν τα θέματα της λεγόμενης θετικής ατζέντας («χαμηλής πολιτικής» τα ονόμαζε ο Γ.Παπανδρέου) τότε η αποστολή του δεν θα είναι δύσκολη. Όμως ακόμη και η συζήτηση περιφερειακών θεμάτων θα είναι εξαιρετικά δύσκολη καθώς θέματα όπως το Κυπριακό, η Λιβύη, η Συρία, τα Βαλκάνια, η Αν. Μεσόγειος, η Μαύρη Θάλασσα και ο Καύκασος δεν προσφέρουν περιθώρια ταύτισης θέσεων.
Αλλά και η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας μάλλον θα αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης λόγω του Κυπριακού και της απαίτησης της Τουρκίας για μια χωρίς όρους, ειδική προνομιακή σχέση με την Ε.Ε.
Εάν όμως πράγματι η κυβέρνηση πιστεύει ότι απλώς επειδή για ένα επτάμηνο δεν υπάρχουν παραβιάσεις στο Αιγαίο έχει μεταστραφεί πλήρως η στρατηγική στόχευση της Τουρκίας και υπάρχουν περιθώρια για συνολική αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών, με κορυφαίο βήμα την κατάληξη σε σύναψη συνυποσχετικού για παραπομπή στη Χάγη της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα, τότε μπαίνει σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο μονοπάτι.
Η πολυπλοκότητα και το ιστορικό βάρος των ζητημάτων δεν αφήνει πολλά περιθώρια σε «μονοπρόσωπη» διαπραγμάτευση, παρά το γεγονός ότι πρακτικά οι δυο υπουργοί έχοντας την εντολή των ηγετών μπορούν πιο ελεύθερα και πιο ανοικτά να συζητήσουν δύσκολα προβλήματα. Όμως το πλέγμα των ελληνοτουρκικών απαιτεί ισχυρή υπηρεσιακή και επιστημονική υποστήριξη προκειμένου να υπάρξει ουσιαστική και με έστω μικρή πιθανότητα επιτυχίας, διαπραγμάτευση.
Και είναι προφανές ότι ούτε στη διάρκεια των 20ετών διερευνητικών επαφών ούτε και στις άλλες απόπειρες διαλόγου από το 1974 και μετά, έλειψαν οι «πρωτότυπες» ιδέες και εμπνεύσεις ούτε οι άριστες προσωπικές σχέσεις, που θα μπορούσαν τώρα ξαφνικά να επιστρατευθούν.
Μετά και το Βίλνιους υπήρξε μια υπερπροβολή της προοπτικής εμπλοκής του Δ.Δ. της Χάγης στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών.
Αυτό που ίσως διαφεύγει της προσοχής, είναι ότι η Τουρκία σταθερά ήδη από τη δεκαετία του 80 αποδέχεται τη Χάγη ως μέσο επίλυσης των διαφορών και στην ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ αλλά και με ανακοινώσεις του εκπροσώπου του, διατυπώνει σαφές πλαίσιο για τη σύνταξη συνυποσχετικού.
Το Τουρκικό ΥΠΕΞ στην ιστοσελίδα του με τίτλο «Οι απόψεις της Τουρκίας σχετικά με τη διευθέτηση των ζητημάτων του Αιγαίου» αναφέρει τα εξής:
«…Η Τουρκία είναι προσηλωμένη στις σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα και, από την άποψη αυτή, υποστηρίζει τη διαδικασία διαλόγου.
Η Τουρκία είναι αποφασισμένη να διερευνήσει κάθε οδό για την επίτευξη μιας συνολικής και διαρκούς διευθέτησης όλων των διαφορών και προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών, ειδικά εκείνων που σχετίζονται με το Αιγαίο Πέλαγος.
Το Αιγαίο πρέπει να είναι μια θάλασσα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας.
Μια πιθανή διευθέτηση των ζητημάτων του Αιγαίου θα είναι λειτουργική και διαρκής μόνο εάν οικοδομηθεί πάνω σε έναν κοινό παρονομαστή, δηλαδή τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των νόμιμων συμφερόντων και των δύο χωρών.
Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στο Αιγαίο μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, εκτός από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η οποία θα πρέπει να επιλυθεί μόνο μέσω προσφυγής στο ICJ. Αυτή η θέση της Ελλάδας, δηλαδή «ένα πρόβλημα-μία λύση», δεν αντικατοπτρίζει καθόλου την πραγματικότητα.
Επομένως, η αναγνώριση μόνο ενός προβλήματος και η παραμέληση των άλλων, καθώς και η υποστήριξη μόνο ενός μέσου για μια λύση με επιλεκτικό τρόπο δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή για την ειρηνική διευθέτηση όλων αυτών των ζητημάτων. Η επιλογή μιας τέτοιας πορείας δράσης θα άφηνε αναμφίβολα ανεπίλυτα τα άλλα εκκρεμή ζητήματα.
Με αυτή την κατανόηση, η Τουρκία πιστεύει ότι όλα τα προβλήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο σύνολό τους και είναι έτοιμη να συνεχίσει να εργάζεται για την επίλυση των ζητημάτων του Αιγαίου με ειρηνικά μέσα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Η Τουρκία δεν αποκλείει εξαρχής οποιαδήποτε μέθοδο ειρηνικής διευθέτησης που περιέχεται στο άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής, εάν είναι απαραίτητο, στο Διεθνές Δικαστήριο ή σε άλλες λύσεις τρίτων που βασίζονται στην αμοιβαία συναίνεση και των δύο χωρών.
Για τον σκοπό αυτό, η Τουρκία είναι αποφασισμένη να επικεντρωθεί σε συγκεκριμένες και εποικοδομητικές ιδέες…»
Στις 24 Ιανουαρίου 2020 ο τότε εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ Χ. Ακσόι είχε δηλώσει με αφορμή την έγερση του ζητήματος αποστρατικοποίησης των νησιών:
«…Θα θέλαμε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της παραβίασης του αποστρατιωτικοποιημένου καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου μαζί με τις άλλες διαφορές του Αιγαίου με σκοπό την επίλυσή τους μέσω διαλόγου. Με αυτόν τον τρόπο, δεν αποκλείουμε επίσης κανένα μέσο ειρηνικής διευθέτησης που θα συμφωνηθεί αμοιβαία και από τις δύο πλευρές, συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Δικαστηρίου.…».
Η υποχρέωση εξαντλητικής διερεύνησης των τουρκικών προθέσεων είναι επιβεβλημένη, με τρόπο όμως που δεν θα δημιουργεί ψευδαισθήσεις και κυρίως δεν θα στραφεί τελικά εναντίον της Ελλάδας εκθέτοντας τη χώρα ότι είναι αυτή που τελικά δεν αποδέχεται τον «διάλογο» και τη δικαιοδοσία της Χάγης ως ορόσημου για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι η έστω και εμπιστευτική και χωρίς δεσμεύσεις συζήτηση «όλων των προβλημάτων» θα εξελιχθεί σε δομημένο διάλογο που θα συμπεριλάβει όλες τις διεκδικήσεις της Τουρκίας και τη συμπερίληψη τους σε συνυποσχετικό για παραπομπή τους στη Χάγη.
Γιατί είναι προφανές ότι για άλλη Χάγη μιλάει η Ελλάδα και άλλη Χάγη εννοεί η Τουρκία. Και αυτό πιθανότατα θα το διαπιστώσει, ίσως όχι με τον ίδιο επεισοδιακό τρόπο, ο κ. Γεραπετρίτης όταν συναντηθεί με τον Χ. Φιντάν στην Άγκυρα στην ίδια αίθουσα που στις 15 Απριλίου 2021 το αντιμετώπισε ο Ν. Δένδιας στη δημόσια και απευθείας τηλεοπτική μετάδοση αντιπαράθεση του με τον Μ.Τσαβουσογλου…
ΥΓ:Για τις «πρωτότυπες» ιδέες και εμπνεύσεις που μπαίνουν στο τραπέζι θα επανέλθουμε σε επόμενο άρθρο.