Στην Τουρκία όλα δείχνουν πως «ο κύβος ερρίφθη» αναφορικά με την προσπάθεια επέκτασής της προς κάθε δυνατή γεωγραφική κατεύθυνση και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει ως στρατηγική επιλογή στο μέλλον, ακόμη και μετά την αποχώρηση του Ερντογάν από το τιμόνι της χώρας του. Εξ άλλου η ιδέα της «γαλάζιας πατρίδας» συνοδευόμενη από τους σχετικούς χάρτες έχει εξαγγελθεί επισήμως, όπως και η ανάγκη αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης. Στο παραπάνω πλαίσιο, η ανάγκη μεγιστοποίησης της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μας είναι άμεση και επιτακτική.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί τι σημαίνει αποτρεπτική ισχύς ενός κράτους και τι διαφορές έχει με την αμυντική ισχύ. Η αποτρεπτική ισχύς ενός κράτους έναντι μιας εν δυνάμει επιθετικής οντότητας (έτερο κράτος, αντάρτικο κίνημα, τρομοκρατική οργάνωση κλπ) είναι το σύνολο των δυνατοτήτων που διαθέτει το κράτος (διπλωματικών, στρατιωτικών, κατασταλτικών κλπ) ούτως ώστε να αποτρέψει την επιθετική οντότητα από το να αποφασίσει να δράσει. Και αυτό θα συμβεί όταν η επιθετική οντότητα – συνεκτιμώντας και αναλύοντας τα δεδομένα – προδιαγράψει ένα αρνητικό για αυτήν αποτέλεσμα (δηλαδή ότι οι αναμενόμενες ζημίες από την επιθετική δράση θα είναι μεγαλύτερες από τα προσδοκόμενα οφέλη). Συνεπώς η αποτρεπτική ισχύς αφορά στην δυνατότητα αποφυγής μιας σύρραξης (περιλαμβάνοντας επιμέρους διπλωματικές, στρατιωτικές και άλλες δυνατότητες) , ενώ η αμυντική ισχύς αφορά στις καθαρά στρατιωτικές δυνατότητες ενός κράτους.
Η Τουρκία μέχρι στιγμής υλοποιεί τα επεκτατικά της σχέδια έναντι της Ελλάδας (αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας) εκ του ασφαλούς, με την χώρας μας - για να χρησιμοποιήσουμε έναν ποδοσφαιρικό όρο – να αγωνίζεται ως «τερματοφύλακας». Η Τουρκία το μόνο που χρεώνεται κάθε φορά είναι κάποια προσωρινή ανεπιτυχής προσπάθεια εις βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων (πχ «εισβολή» μεταναστών στον Έβρο) αλλά πέραν τούτου τίποτε άλλο. Γιατί λοιπόν να σταματήσει να επιχειρεί; Ποιες από τις εν δυνάμει «αποτρεπτικές συνιστώσες» της Ελλάδας θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα έναντι της Τουρκικής απειλής;
Στην παρούσα φάση, οποιοδήποτε αποτρεπτικό εργαλείο της χώρας μας πέραν της στρατιωτικής ισχύος δεν αναμένεται να λειτουργήσει αποτελεσματικά, παρά του ότι είμαστε μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρά το άριστο επίπεδο των διμερών μας σχέσεων με ΗΠΑ – Γαλλία και Ισραήλ. Δυστυχώς για διάφορους λόγους η διεθνής κοινότητα (τουλάχιστον προς το παρόν) δείχνει ανοχή στις επεκτατικές ενέργειες της Τουρκία ακόμη και όταν αυτές αντιβαίνουν το Διεθνές Δίκαιο (πχ γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ, μεταφορά οπλισμού στην Λιβύη παρά το εμπάργκο του ΟΗΕ κλπ).
Κατά την άποψη του γράφοντος, ένα ιδιαίτερα σημαντικό αποτρεπτικό εργαλείο της Ελλάδας έναντι της Τουρκικής απειλής, θα ήταν η απόκτηση των κατάλληλων επιχειρησιακών δυνατοτήτων (σε συνδυασμό με την εκπεφρασμένη βούληση) για την πρόκληση ενός συντριπτικού πλήγματος έναντι των μονάδων επιφανείας του τουρκικού ναυτικού στο Αιγαίο όποτε και αν απαιτηθεί. Οι τουρκικές μονάδες επιφανείας είναι σχετικά πιο εύκολο να εντοπιστούν και να στοχοποιηθούν (σε σχέση με άλλες πλατφόρμες) και υπάρχουν αρκετές επιλογές για την αποτελεσματική προσβολή τους μέσα στο περιβάλλον του Αιγαίου. Φυσικά θα μπορούσαν να προσκτηθούν και επιπλέον δυνατότητες στο πλαίσιο ενός κατάλληλου σχεδίου. Η πιθανότητα μιάς τέτοιας εφιαλτικής έκβασης για την Τουρκία (ως απόρροια πχ ενός μελλοντικού θερμού επεισοδίου τύπου «Ίμια» που θα πυροδοτούσε μια γενική ανάφλεξη) θα καθιστούσε την Ελλάδα κυρίαρχο του Αρχιπελάγους για πολλά χρόνια και συναφώς θα μπορούσε ενδεχομένως να ανακόψει τις επεκτατικές τάσεις της Τουρκίας επ αόριστον. Εκτιμώ ότι σε αυτό το πλάνο θα πρέπει να επενδύσουμε άμεσα, φανερώνοντας τις προθέσεις μας, με σοβαρότητα και εμμονή στον σκοπό.
Η απόκτηση του προαναφερθέντος αποτρεπτικού εργαλείου προϋποθέτει την απόκτηση υπέρτερων δυνατοτήτων στην έρευνα-αναγνώριση-στοχοποίηση και προσβολή των εχθρικών μονάδων επιφανείας που κινούνται στο Αρχιπέλαγος (υπέρτερη τακτική εικόνα επιφανεία και δυνατότητα προσβολής). Κατέχοντας το σύνολο σχεδόν των νησιών και βραχονησίδων, η Ελλάδα θα μπορούσε να υλοποιήσει ένα τέτοιο πλάνο πολύ πιο εύκολα απ’ότι η Τουρκία, αρκεί να δοθεί το «πράσινο φως» και η απαραίτητη χρηματοδότηση απο την πολιτική ηγεσία. Από δε τεχνικοεπιχειρησιακής σκοπιάς, η υλοποίηση αυτού του πλάνου θα απαιτήσει την υιοθέτηση σύγχρονων αμυντικών δογμάτων (πχ δόγμα «δικτυοκεντρικού πολέμου») καθώς και την κατάλληλη επιλογή/πρόσκτηση σύγχρονων μέσων καθώς και την διασύνδεση αυτών όπου απαιτηθεί με τα υφιστάμενα (πχ δίκτυο C4ISR και ηλεκτρονικού πολέμου, μη-επανδρωμένες πλατφόρμες, ταχύπλοα σκάφη με κατευθυνόμενα βλήματα, συστοιχίες ξηράς κλπ). Οι στενές σχέσεις της Ελλάδας με ΗΠΑ, Γαλλία και Ισραήλ είναι βεβαιο πως θα μπορούσαν να συνδράμουν στην επιλογή εξαιρετικών συστημάτων και τεχνολογικών λύσεων. Ενδεχομένως με το κόστος μίας μόνο νέας φρεγάτας, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του project θα μπορούσε να υλοποιηθεί.
Με την επιτυχή ολοκλήρωση ενός τέτοιου σχεδίου, ίσως να εξασφαλιστεί η ελάχιστη απαραίτητη αποτρεπτική ισχύς έναντι της Τουρκίας για αρκετές δεκαετίες, με την απαραίτητη αναπροσαρμογή των δεδομένων/δράσεων ώστε να ανταποκρίνονται επαρκώς σε τυχόν διαφοροποιήσεις της απειλής και των σύγχρονων δογμάτων/τεχνολογιών.
* Ο Νικόλαος Μαλαχίας αποφοίτησε από την Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1986 και είναι Πλοίαρχος Π.Ν. (ε.α.). Επίσης είναι πτυχιούχος του Naval Postgraduate School των ΗΠΑ (MSc in Electrical Engineering), του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (Ηλεκτρολόγος μηχανικός και μηχανικός Η/Υ) και της Ναυτικής Σχολής Πολέμου του Π.Ν. Είναι ακόμη συγγραφέας τριών βιβλίων σχετικών με την τεχνολογία ραντάρ, ηλεκτροοπτικών συστημάτων, και υποβρύχιας ακουστικής. Σήμερα δραστηριοποιείται στον ακαδημαϊκό τομέα, ενώ κατά το παρελθόν έχει διατελέσει και στέλεχος ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας.