Του Νίκου Μελέτη
Με την Αθήνα να έχει ανοίξει όλα τα χαρτιά της, μέσω των διαρροών των τελευταίων ημερών, η συνάντηση Τσίπρα-Ζάεφ στη Σόφια είναι ο κρίσιμος σταθμός που θα κρίνει εάν οι μέχρι τώρα ενδείξεις και προφορικές υποσχέσεις της σκοπιανής πλευράς για αποδοχή της erga omnes χρήσης της νέας ονομασίας και της συνταγματικής κατοχύρωσής της έχουν βάση και συνεπώς μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για επίλυση του ονοματολογικού.
Σε διαφορές όπως αυτή για το όνομα της πΓΔΜ, στην οποία ρίχνει το βάρος της η ιστορία, θέματα ταυτότητας, αλυτρωτισμοί και μια χρόνια καχυποψία, δεν αρκεί μια γενική πολίτικη διακήρυξη προθέσεων για την εύρεση λύσης, καθώς ο «διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες».
Και σε μια συμφωνία λύσης η οποία, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα διαρροές, θα περιλαμβάνει περίπλοκα και εξαρτώμενα από πολλούς εξωγενείς παράγοντες χρονοδιαγράμματα εφαρμογής, θα πρέπει να είναι εντελώς σαφής στο περιεχόμενο της και στους όρους τους οποίους θα συμφωνήσουν οι δυο πλευρές.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο: Θα πρέπει με απολυτή σαφήνεια να καθορισθεί η έννοια του erga omnes ώστε να αποφευχθεί στο επόμενο διάστημα μετά την υπογραφή μιας συμφωνίας, οι διαφορετικές ερμηνείες με στόχο την διολίσθηση και πάλι σε μια μορφή διπλής ονομασίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Νίμιτς είχε στις τελευταίες προτάσεις του παρουσιάσει μια σειρά εξαιρέσεων από την εφαρμογή της νέας ονομασίας και για εσωτερική και για διεθνή χρήση, ακυρώνοντας έτσι πλήρως την έννοια του erga omnes.
Εάν δεν διασφαλισθεί ρητώς η απολυτή χρήση της νέας ονομασίας για κάθε χρήση και έναντι όλων στο ενωτικό και διεθνώς, τότε δεν θα πρόκειται για erga omnes χρήση.
Επίσης για να είναι απολύτως κατοχυρωμένη και για έχει περιεχόμενο erga omnes χρήση και για να αποφευχθούν στο μέλλον παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, θα πρέπει η νέα ονομασία να αποτελέσει την νέα συνταγματική ονομασία της χώρας η οποία θα αναφέρεται ρητώς στο Σύνταγμα και να αντικαταστήσει κάθε αναφορά που υπάρχει σήμερα σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Δεν αρκεί δηλαδή μια απλή πρόσθετη διάταξη ότι «η συνταγματική ονομασία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας είναι η π.χ. Upper Macedonia…». Εξάλλου είναι πρόσφατες οι δηλώσεις του κ. Ζάεφ ότι στο εσωτερικό θα αλλάξει η ονομασία σε όλες τις δράσεις και λειτουργίες που αφορούν την Ελλάδα και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, με την επισήμανση ότι «η χρήση ενός ονόματος στο εσωτερικό, μπορεί να συνεχισθεί εφόσον δεν επηρεάζει την Ελλάδα...».
Παρά το γεγονός ότι οι κυβερνητικές διαρροές των τελευταίων ημερών κάνουν λόγο για ισχυρές διασφαλίσεις, που θα συνδέουν την αλλαγή του Συντάγματος με την «Ένταξη» σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, είναι προφανές ότι εφόσον υπογραφεί και επικυρωθεί μια συμφωνία από τις δυο πλευρές και αρχίσει να παράγει αποτελέσματα, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσει η ελληνική κυβέρνηση μετά από πέντε η έξι μήνες και με άγνωστο παράγοντα τις πολιτικές εξελίξεις στα Σκόπια και στην Αθήνα, ότι η συμφωνία θα οδηγηθεί σε κατάρρευση επειδή η σκοπιανή κυβέρνηση δεν κάνει μια αναθεώρηση στο Σύνταγμά της ή γιατί δεν... κέρδισε στο Δημοψήφισμα.
Αυτό που επίσης δεν είναι γνωστό είναι μέχρι ποιου σημείου έχει φθάσει η ελληνική πλευρά στην συζήτηση για τα θέματα ταυτότητας, που αποτελούν επίσης προτεραιότητα για τα Σκόπια.
Εφόσον πράγματι η Αθήνα αποδεχθεί την ύπαρξη «Μακεδονικής γλώσσας», κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό από την μέχρι τώρα καταγραφή της γλώσσα ως «Μακεδονικής», καθώς πλέον θα έχει και τις ευλογίες της Ελλάδας, αυτό θα γίνει με την υπογραφή της Συμφωνίας και την κατάθεση της στον ΟΗΕ. Αντιθέτως η συνταγματική αλλαγή θα μένει για το μέλλον και φυσικά ακόμη κι αν οδηγούμασταν σε κατάρρευση της συμφωνίας,τα «κεκτημένα» για τα Σκόπια, όπως θα είναι η αναγνώριση «Μακεδονικής γλώσσας» θα παραμείνουν.
Πάντως υπάρχουν πράγματι στοιχειώδεις δικλείδες ασφάλειας, όπως είναι η τελική συναίνεση της Ελλάδας για ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., που θα μπορούν να αποτελέσουν εργαλεία άσκησης πίεσης στα Σκόπια για πλήρη εφαρμογή μιας συμφωνίας (εργαλείο πάντως που δεν έχει λειτουργήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια).
Μέσα σε αυτό το πολύ δύσκολο περιβάλλον, όπου η πίεση και από τον διεθνή παράγοντα δεν θα είναι αμελητέα, οι δυο πλευρές έχουν μία από τις λιγοστές τις τελευταίες δύο δεκαετίες ευκαιρία επίλυσης της διαφοράς αυτής. Και η λύση εξαρτάται πλέον από την ειλικρίνεια και την αποφασιστικότητα του κ. Ζάεφ, αλλά και από την πειστικότητα της Ελληνικής κυβέρνησης, στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ότι ούτε εκπτώσεις ούτε ροκάνισμα των ύστατων κόκκινων γραμμών της θα δεχθεί. Γιατί δεν αρκεί μια υπογραφή σε ένα κείμενο συμφωνίας, για να λυθεί οριστικώς και πλήρως αυτή η διαφορά.