Του Νίκου Μελέτη
Αντιμέτωπη με πρωτόγνωρη κατάσταση στα ελληνοτουρκικά βρίσκεται η Αθήνα, καθώς ο «μήνας του μέλιτος» -όχι μόνο με την νέα ελληνική κυβέρνηση αλλά συνολικά με την Ελλάδα- έχει ολοκληρωθεί και μετά την Συρία και την Κυπριακή ΑΟΖ, η ελληνική υφαλοκρηπίδα βρίσκεται στο στόχαστρο της αναθεωρητικής πολιτικής του Ταγίπ Ερντογαν.
Είναι πιθανόν η κατάλληλη στιγμή τόσο λόγω της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και του αρνητικού κλίματος για τη Τουρκία και τον Τ. Ερντογάν και ενώ οι αξιώσεις και διεκδικήσεις εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου είναι τόσο ακραίες και οφθαλμοφανείς που νομιμοποιείται η Ελλάδα να προβεί σε συγκεκριμένα πρακτικά βήματα για αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας και προάσπισης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Με την Τουρκία να έχει ήδη καταθέσει μονομερώς στον ΟΗΕ αυτά που θεωρεί τα εξωτερικά όρια σχεδόν ολόκληρης της υφαλοκρηπίδας στην Μεσόγειο, η Αθήνα ίσως θα πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα και να καταθέσει τις συντεταγμένες για τα εξωτερικά όρια της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Μεσόγειο βάσει του Δικαίου της Θάλασσας και για να καταδειχθεί η μονομερής τουρκική ενέργεια αλλά και για να υπάρξει έμπρακτη «ένσταση» στην τουρκική προσπάθεια επικάλυψης και υφαρπαγής της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Η πολύ χρήσιμη όπως αποδείχθηκε τροπολογία Μανιάτη ,που θεωρήθηκε ως «μισή» και έμμεση ανακήρυξη ΑΟΖ (θέτοντας ως όριο την μέση γραμμή σε περιπτώσεις που δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία με το κράτος που έχει απέναντι ακτές) ,δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις τουρκικές κινήσεις και απαιτούνται νέα μέτρα.
Επίσης θα πρέπει να δοθεί το μήνυμα ότι η μείζονα υπόθεση της οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου ,δεν έχει μπει στο ράφι ,αλλά παραμένει στο τραπέζι και όλα είναι ανοικτά.
Η Αθήνα από το καλοκαίρι και μέσω των διαρροών στον Τύπο ανέμενε κάποια κίνηση της Τουρκίας ,χωρίς να αποκλείει την αποστολή ερευνητικού η γεωτρύπανου σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ,ενώ δεν ήταν εν αγνοία της οι επαφές που υπήρχαν μεταξύ Άγκυρας και Τρίπολης ώστε να υπάρξει ένα ανέξοδο για την ίδια ,αλλά ιδιαίτερα αρνητικό για την Ελλάδα τετελεσμένο.
Η Αθήνα ίσως επαναπαύθηκε από την συζήτηση που είχε ο υπουργός εξωτερικών της αναγνωρισμένης κυβέρνησης της Λιβύης με τον Έλληνα ομόλογο του Ν. Δένδια τον Σεπτέμβριο στην Νέα Υόρκη ,όμως λόγω και των ειδικών συνθηκών που υπάρχουν στην χώρα και της ακόμη πιο στενής σχέσης της κυβέρνησης με την Τουρκία, η Αθήνα έπρεπε να έχει κινητοποιηθεί προς κάθε κατεύθυνση ,ώστε να χαλάσει αυτόν τον «αρραβώνα».
Με την υπογραφή Μνημονίου για τις Θαλάσσιες Ζώνες ,αν και το περιεχόμενο του δεν είναι γνωστό ,η Λιβύη και η Τουρκία πρακτικά προβάλουν το επιχείρημα ότι έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα.
Για να έχουν κοινά σύνορα οι δυο χώρες όμως προϋπόθεση είναι να γίνουν αποδεκτές οι τουρκικές αυθαίρετες και μονομερείς ερμηνείες του Διεθνούς Δικαίου που στερούν τα νησιά όσο μεγάλα κι αν είναι ,από θαλάσσιες ζώνες (αναγνωρίζοντας μόνον χωρικά ύδατα)και κάνει επιλεκτική εφαρμογή άλλων αρχών του Δικαίου της Θάλασσας όπως η μέση γραμμή κλπ.
Βεβαίως έχει ενδιαφέρον ότι τόσο το Κάιρο όσο και η Βουλή της Ανατολικής Λιβύης (που εκφράζει τον στρατηγό Χαφτάρ) αποδοκίμασαν την υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης για λόγους όμως δικούς τους καθώς δεν αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Τρίπολης, θεωρώντας ότι δεν έχει την νομιμοποίηση να υπογράφει Μνημόνια και Συμφωνίες, πολύ περισσότερο να μετατρέπει την Λιβύη σε πιόνι του (υποστηρικτή και συμμάχου του) Ταγίπ Ερντογάν.
Με τι ς δυο κινήσεις των τελευταίων ημερών, την επιστολή Σινιρίογλου στον ΟΗΕ και την κατάθεση συντεταγμένων για τα εξωτερικά όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, αλλά και με το Μνημόνιο Θαλασσίων Ζωνών με την Λιβύη ,η Τουρκία επιχειρεί να ασκήσει πίεση στην Ελλάδα και συγχρόνως να διαμορφώσει ένα θετικό για την ίδια κεκτημένο, σε περίπτωση που κάποια στιγμή οδηγηθούν οι δυο πλευρές σε συνομιλίες.
Όσο περισσότερες και πιο ακραίες απαιτήσεις θέτει στο τραπέζι η Άγκυρα τόσο ελπίζει ότι σε ένα παζάρι θα κερδίσει περισσότερα ,από το να παρουσιάζεται σήμερα με μετριοπαθείς και «λογικές» αμφισβητήσεις .