Το τελευταίο διάστημα η Λιβύη βιώνει ένα μεγάλο κύμα αυθόρμητων λαϊκών διαδηλώσεων που πυροδοτούν οι ελλείψεις σε βασικά αγαθά, πρωτίστως σε ηλεκτρικό ρεύμα και φάρμακα. Αμφότερες οι δύο κυβερνήσεις, της Δυτικής Λιβύης (Σάρατζ) και της Ανατολικής (Σάλεχ-Χάφταρ) προσπαθούν αμήχανα να χαλιναγωγήσουν τους διαδηλωτές.
Δεν φαίνεται να τα καταφέρνουν τόσο καλά. Το πρώτο εξιλαστήριο θύμα ήταν η κυβέρνηση της Βεγγάζης, που πρόσκειται στον Χάφταρ και η οποία προχθές παραιτήθηκε. Έτοιμος να παραιτηθεί όμως είναι και ο νόμιμος πρωθυπουργός της χώρας, ο Φαγιέζ αλ Σάρατζ, επικεφαλής της κυβέρνησης της Δ.Λιβύης. Στόχος του είναι να στείλει ένα μήνυμα καλής θέλησης προς την διεθνή κοινότητα ότι θέλει να προχωρήσουν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται υπό την αιγίδα του Μαρόκου (ενός “έντιμου διαμεσολαβητή” ή honest broker), με απώτερο σκοπό την διεξαγωγή εκλογών τον Μάρτιο του 2021.
Δεν θα ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξος για μια τέτοια έκβαση. Από την ημέρα που ανακοινώθηκε η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, καμία από τις δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις δεν σταμάτησε να συσσωρεύει στρατιωτικό υλικό. Εκτός της Τουρκίας η οποία συνεχίζει την αερογέφυρα προς την αεροπορική βάση Αλ Ουατίγια στην ΒΔ Λιβύη και η Αν.Λιβύη συνεχίζει να ανεφοδιάζεται από την Ρωσία και την Αίγυπτο, οχυρώνοντας την γραμμή Σύρτη- Γιούφρα, δηλαδή την πύλη προς την Πετρελαϊκή Ημισέλινο.
Τις προηγούμενες εβδομάδες είδαμε να εκτυλίσσεται ένα game of thrones στην κυβέρνηση της Δ.Λιβύης. Η στρατιωτική ήττα του Χάφταρ και άρα η απουσία της συγκολλητικής ουσίας μεταξύ των φατριών, της κυβέρνησης της Δ.Λιβύης, ανέδειξε στην επιφάνεια για άλλη μια φορά τις ενδοπαραταξιακές έριδες.
Κατόπιν των παραπάνω, το εύλογο ερώτημα που θα έθετε κανείς είναι κατά πόσο η βορειοαφρικανική χώρα πρόκειται να βυθιστεί σε ένα ακόμη πιο βαθύ χάος ;
Η απάντηση είναι πως σίγουρα η ακυβερνησία θα ενισχυθεί. Ούτως ή άλλως όμως, αυτή είναι μια κατάσταση πολύ γνώριμη στην Λιβύη. Διότι μετά την πτώση του Καντάφι, την χώρα κυβερνούσε περισσότερο ένα συνονθύλευμα συμμαχιών με φυλές, όπως οι Τουαρέγκ και οι Τούμπου στο νότο ή η φυλήστον Καντάφα και Αλ Ζουάγια στην Σύρτη, παρά από κυβερνήσεις με την έννοια που τις προσδιορίζουμε στην Δύση.
Τα ερωτηματικά είναι πολλά. Την ίδια στιγμή που μεγάλα τμήματα του Νότου της χώρας βιώνουν ακυβερνησία, ουδείς γνωρίζει τι στάση θα τηρήσουν οι φύλαρχοι, με τους οποίους η συμμαχία έκανε εφικτή την προέλαση του Χάφταρ τα προηγούμενα χρόνια προς τα δυτικά. Οι φύλαρχοι αυτοί ομνύουν πίστη μόνο στον Χάφταρ προσωπικά, όχι στην κυβέρνηση της Αν.Λιβύης. Είχαν ποντάρει σε αυτόν ότι θα αποδειχθεί το “νικηφόρο άλογο” στην κούρσα προς την εξουσία. Δεν συνέβη.
Στην περίπτωση του Σάρατζ, ο παράγοντας των φυλών απουσιάζει στον ίδιο βαθμό. Κεντρικό ρόλο διαδραματίζουν δύο μεγάλα κέντρα εξουσίας, η Τρίπολη και η Μισράτα. Η τελευταία είναι το κέντρο των τουρκογενών ισλαμιστών, οι οποίοι όμως δεν υποστηρίζουν την κυβέρνηση Σάρατζ αυτή καθ' εαυτή, παρά βουλευτές- πολεμάρχους που αποτελούν μέλη της, όπως ο υπουργός Άμυνας Μπασάγκα.
Ακυβερνησία δηλαδή υπήρχε ήδη στην χώρα και σίγουρα θα ενταθεί σε αρκετές περιοχές της Λιβύης, λόγω της άγνωστης στάσης που θα τηρήσουν οι φύλαρχοι από τον παραμερισμό του Χάφταρ. Απάντηση επομένως στο ερώτημα κατά πόσο τα δύο στρατόπεδα θα φτάσουν έως τις εκλογές του επόμενου Μαρτίου, δεν υπάρχει. Εξάλλου, οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις οφείλονταν σε ένα στρατιωτικό τέλμα. Σε αυτό που ονομάζεται στην βιβλιογραφία των διεθνών σχέσεων “το αμοιβαία επώδυνο τέλμα” (mutual hurting stalemate). Όταν κανείς από τους δύο αντιμαχόμενους δεν είναι σε θέση να νικήσει ολοκληρωτικά τον άλλο στο πεδίο της μάχης. Διαπραγματεύεται επομένως υποχρεωτικά μαζί του για την εξεύρεση μιας επωφελούς συμβιβαστικής λύσης, ενώ παράλληλα επιχειρεί να αυξήσει την δική του διαπραγματευτική ισχύ. Εκλογές θα γίνουν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει μια συμφωνία ad hoc μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Λιβύης για έναν τέτοιο οδικό χάρτη. Έναν χάρτη που θα περιλαμβάνει όχι μόνο εθνικές εκλογές, αλλά και δημοψήφισμα.
Το ερώτημα που τίθεται αυτή την στιγμή είναι ποιος κατέχει την εξουσία και την νομιμότητα, προκειμένου να διεξάγει υπό ιδεατές συνθήκες σε μια χώρα μαστιζόμενη από κρίσεις και πολέμους, τόσο εθνικές εκλογές, όσο και δημοψήφισμα ; Καμία από τις δύο πλευρές φυσικά
Η εικόνα αυτή την στιγμή έχει ως εξής. Από την μια πλευρά επιχειρείται από αμφότερες τις πλευρές η αύξηση της διαπραγματευτικής τους ισχύος δια της στρατιωτικής τους ενίσχυσης μαζί με ορισμένες κινήσεις ως ένδειξη καλής θέλησης, όπως η άρση του πετρελαϊκού εμπάργκο εκ μέρους της Αν.Λιβύης και η φημολογούμενη παραίτηση Σάρατζ για ένα νέο κυβερνητικό σχήμα.
Τα προβλήματα παραμένουν όμως και είναι τρία:
- Η αδυναμία συμφωνίας για τον διαμοιρασμό της εξουσίας. Κάθε πλευρά υπερέχει σε κάτι και υστερεί σε κάτι άλλο. Η Αν.Λιβύη υπερέχει σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους, η Δ.Λιβύη σε πληθυσμό. Η Αν.Λιβύη υποστηρίζεται από Ρώσους, Αιγύπτιους και διπλωματικά από τους Γάλλους, ενώ η Δ.Λιβύη από την Τουρκία και το Κατάρ.
- Εγγυήσεις από τρίτα μέρη. Κατά πόσο κάποια τρίτη δύναμη θα εγγυηθεί για αυτόν τον περίφημο οδικό χάρτη. Δεν υπάρχει κανείς τέτοιος διαθέσιμος παίκτης, τον οποίο να αναγνωρίζουν και οι δύο πλευρές ως ”έντιμο διαμεσολαβητή”. Είτε την Γαλλία, είτε την Αίγυπτο, είτε την Ρωσία.
- Η εμπλοκή τόσων εξωτερικών δρώντων, ορισμένοι εκ των οποίων δεν επιθυμούν την ειρήνευση αλλά την παγίωση της κυρίαρχης θέσης τους και άρα την δημιουργία ζωνών επιρροής.
Αυτοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για την θετική έκβαση των συνομιλιών. Ο υπαρκτός φόβος είναι ότι όπως ακριβώς το 2015 δεν υλοποιήθηκε η Συμφωνία του Σιρκάτ, έτσι και τώρα μπορεί μια τέτοια λύση να μην περπατήσει. Διότι πρέπει πρώτα να επιλυθούν τα τρία παραπάνω προβλήματα. Και μπορεί να μην υπάρχει στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν ο κίνδυνος προβοκάτσιας από τις δυνάμεις του Χαφταρ, ωστόσο προβληματισμό δημιουργεί τι θα κάνουν οι μισθοφόροι από την Συρία πώς θα αντιδράσουν άλλοι δρώντες στο (ημι)μόνιμο στο μόνιμο στρατιωτικό προγεφύρωμα της Τουρκίας στην Δ.Λιβύη και οι διαφορές μεταξύ των πολιτικών ταγών των δύο στρατοπέδων. Κάτι από όλα αυτά ή και όλα μαζί, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσουν σε νέο τέλμα τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
* Ο Δρ Σπύρος Πλακούδας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και εργάζεται ως Επίκουρος Καθηγητής Εθνικής Ασφάλειας στο Rabdan Academy