Η συμφωνία της 27ης Ιουνίου επήλθε τριάμισι χρόνια μετά την προσωπική παρέμβαση του Προέδρου Obama τον Μάρτιο του 2013 που ανάγκασε τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Benjamin Netanyahu (αριστερά), να απολογηθεί στον Τούρκο Πρόεδρο, Recep Tayyip Erdogan (δεξιά), για την καταδρομική επιχείρηση των ισραηλινών ειδικών δυνάμεων στο Μάβι Μάρμαρα τον Μάιο του 2010, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δέκα Τούρκων πολιτών.
Του Κώστα Υφαντή*
Στις 27 Ιουνίου, Τουρκία και Ισραήλ συμφώνησαν στις λεπτομέρειες της εξομάλυνσης των διμερών τους σχέσεων. Αυτή η συμφωνία επήλθε τριάμισι χρόνια μετά την προσωπική παρέμβαση του Προέδρου Obama τον Μάρτιο του 2013 που ανάγκασε τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Benjamin Netanyahu, να απολογηθεί στον Τούρκο Πρόεδρο, Recep Tayyip Erdogan, για την καταδρομική επιχείρηση των ισραηλινών ειδικών δυνάμεων στο Μάβι Μάρμαρα τον Μάιο του 2010, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δέκα Τούρκων πολιτών. Η αμερικανική διαμεσολάβηση - παρέμβαση ήταν το κερασάκι στην τούρτα της προσπάθειας του Barack Obama να αναθερμάνει τις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις μετά από τρία χρόνια ψυχρότητας.
Γιατί χρειάστηκαν τρία και πλέον χρόνια; Είναι διαφορετική αυτή η προσπάθεια εξομάλυνσης από την προηγούμενη; Πρόκειται για πλήρη αποκατάσταση της στρατηγικής σχέσης Τουρκίας - Ισραήλ;
Το 2013 καμία πλευρά δεν ήταν έτοιμη και ούτε αξιολογούσε την προοπτική της εξομάλυνσης ως χρήσιμη. Στην Άγκυρα, ο Tayyip Erdogan και ο τότε Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Ahmet Davutoglu, ήταν ακόμη υπό την επήρεια της αυταπάτης της τουρκικής ισχύος να διαμορφώσει τους συσχετισμούς στην περιοχή σύμφωνα με την ιδεολογική κατασκευή του «Δόγματος Davutoglu».
Στην Αίγυπτο οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, με Πρόεδρο τον Mohamed Morsi, ήταν ακόμη στην εξουσία, στη Συρία, κατά την εκτίμηση της Άγκυρας, η πτώση του καθεστώτος του Προέδρου της χώρας, Bashar al-Assad, ήταν θέμα χρόνου, και το Ισλαμικό Κράτος δεν είχε κάνει την εμφάνισή του, με την Τουρκία να επιτρέπει τη λειτουργία της διαβόητης «Λεωφόρου των Τζιχαδιστών», ενώ η απροθυμία των ΗΠΑ να εμπλακούν στρατιωτικά έκανε το περιφερειακό κενό ισχύος ελκυστικό. Στην Ιερουσαλήμ, κανένας δεν εμπιστευόταν την Άγκυρα και την πολιτική προστασία που προσέφερε στη Χαμάς και τα συχνά αντισημιτικά διαβήματα του Τούρκου Προέδρου επιβάρυναν αφόρητα την κατάσταση. Και στις δύο πλευρές η αντίληψη ήταν ότι δεν χρειάζονται ο ένας τον άλλο.
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, κανένας από τους δύο δεν είχε την επιλογή της οριστικής ρήξης. Η ραγδαία επέλαση των ισλαμιστών του ISIS διέλυσε κάθε αυταπάτη. Η επόμενη μέρα στη Συρία δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα ήταν καλύτερη από την πριν το 2011. Η Αίγυπτος επέστρεψε στο «μέλλον». Η τρομοκρατία του ISIS χτύπησε με σφοδρότητα την Τουρκία και αποκάλυψε την τρωτότητά της. Η Ρωσία μάλλον εξασφάλισε την επιβίωση του καθεστώτος Assad (ακόμη και χωρίς τον Assad), ενώ οριστικοποίησε τη φυσική της παρουσία στην περιοχή. Το κουρδικό με τις σαφείς πλέον περιφερειακές του διαστάσεις «αναγκάζει» τον Erdogan να επιταχύνει και να κλιμακώσει την αντιδημοκρατική διευθέτηση στο εσωτερικό και σ' αυτήν την κατεύθυνση καλές σχέσεις με το Ισραήλ μπορεί να σημαίνουν μικρότερης έντασης πολιτική κριτική από την Ουάσινγκτον. Όπως και να το δει κανείς, η εναλλακτική της διατήρησης του κλίματος ρήξης ήταν πια εκτός τραπεζιού.
Βεβαίως, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών πολύ δύσκολα θα επιστρέψουν στο status quo ante. Η στενή στρατιωτική σχέση ιδιαίτερα στον τομέα της συνεργασίας ασφάλειας και ανταλλαγής πληροφοριών δεν είναι δυνατή, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες. Οι εποχές που τα ισραηλινά μαχητικά πετούσαν πάνω από τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας με το Ιράν είναι μάλλον παρελθόν.
Αυτό που θα δούμε είναι μια ad hoc συνεργασία εκεί που η εναλλακτική είναι χειρότερη και εκεί που υπάρχει μία ελάχιστη σύγκλιση συμφερόντων. Και οι δύο ανησυχούν για την ιρανική επιρροή στη Συρία και την ενδεχόμενη αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας του Ιράν στο έδαφος. Μετά τη συμφωνία των ΗΠΑ με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου, η Τεχεράνη απολαμβάνει μεγαλύτερης νομιμοποίησης και στη Συρία ό,τι κερδίζει η Τεχεράνη είναι απώλεια για την Τουρκία, ενώ το Ισραήλ δύσκολα θα ανεχθεί τέτοια παρουσία σε απόσταση αναπνοής από τα Υψίπεδα του Γκολάν. Το σενάριο μοιάζει απίθανο, αλλά όποιος ξέρει την ισραηλινή στρατηγική κουλτούρα κατανοεί ότι το Ισραήλ λειτουργεί με το χειρότερο δυνατό σενάριο.
Σε αυτό το πλαίσιο και οι δύο πλευρές δεν είχαν επιλογή από το να κλείσουν αχρείαστα μέτωπα. Και το διμερές ήταν το πιο επιφανειακό, καθώς οι διαφορές δεν αφορούσαν διμερή προβλήματα. Για την Ελλάδα και την Κύπρο οι επιπτώσεις μπορεί να είναι σημαντικές, αλλά όχι απαραίτητα μη διαχειρίσιμες. Αλλά γι' αυτό το θέμα σε επόμενο σημείωμα.
* Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης. Το καλοκαίρι του 2016 είναι Επισκέπτης Καθηγτής στο Πανεπιστήμιο της Σεούλ.