Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις το τελευταίο διάστημα έχουν εισέλθει σε μια πρωτόγνωρη φάση αμφισβητήσεων και προκλήσεων εκ μέρους της Άγκυρας. Προκλήσεις, οι οποίες στο παρελθόν είχαν οδηγήσει σε επικίνδυνη αντιπαράθεση στρατιωτικών δυνάμεων απειλώντας να οδηγήσουν σε μια πολεμική αναμέτρηση, έχουν σήμερα καταστεί πλέον μια μόνιμη πρακτική σε βάρος -κυρίως- της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παράλληλα συνεχίζεται αμείωτη και από πολλούς παράγοντες της γείτονος, σε διαφορετικό ύφος και ένταση, η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων του Ελληνισμού.
Ταυτόχρονα, διάχυτη είναι η ανησυχία μια περαιτέρω κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας και των έμπρακτων αμφισβητήσεων, αυτή τη φορά σε βάρος των Αθηνών. Της σημερινής κατάστασης, είχε προηγηθεί μια περίοδος όξυνσης με τις καθιερωμένες αεροπορικές παραβιάσεις και παραβάσεις να συνοδεύονται με ανάλογα ναυτικά επεισόδια στο πλαίσιο της επί δεκαετιών, σταθερής και συνεπούς αμφισβήτησης των ελλαδικών θέσεων. Βλέπουμε ότι παρά τις δηλώσεις για το απρόβλεπτο των επιλογών του τούρκου Προέδρου, η μακροχρόνια συνέπεια της τουρκικής πολιτικής είναι αξιοσημείωτη γεγονός που την καθιστά προβλέψιμη ως προς τους στόχους, όχι όμως πάντα και για τις τακτικές.
Η σημερινή όξυνση εμφανίζεται σε μια εποχή που η Άγκυρα, στην προσπάθεια της ανάδειξης της σε μεγάλη δύναμη με αυτόνομη πολιτική ατζέντα, σχοινοβατεί μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, ιδιόμορφου προσωποπαγούς ισλαμικού καθεστώτος και δυτικοστραφούς δημοκρατίας. Σειρά αντιπαραθέσεων της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον και δεν είναι μόνο το θέμα της προμήθειας του αντιαεροπορικού συστήματος S-400, εντείνουν τις ανησυχίες καθώς οι γνωστοί εξωτερικοί (και ενίοτε εξαναγκαστικοί) παράγοντες αποκλιμάκωσης φαίνεται να αποδυναμώνονται. Σειρά κρίσιμων ερωτημάτων ανακύπτουν στην ελλαδική πλευρά, η οποία καλείται να χαράξει και να εφαρμόσει τη στρατηγική της, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τη σημαντική υστέρηση της σε παράγοντες ισχύος -για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους- αλλά και πληθώρα αστάθμητων παραγόντων.
Το βασικό ζητούμενο είναι ο προσδιορισμός των πραγματικών τουρκικών επιδιώξεων την συγκεκριμένη περίοδο. Αναφέρομαι στη συγκεκριμένη περίοδο διότι δυστυχώς η εκπλήρωση -έστω και μερική- των αντικειμενικών στόχων της Τουρκίας ανατροφοδοτεί την περαιτέρω επεκτατική της πολιτική. Η στάση αυτή, δεν αποτελεί γεννητική «ανωμαλία» του τουρκικού DNA, αλλά σταθερή και διαχρονική συμπεριφορά εθνών σε συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας τους επηρεαζόμενη από πληθώρα, κυρίως εσωτερικών χαρακτηριστικών. Συναφές και το ερώτημα του βαθμού του ρίσκου που φαίνεται πρόθυμη η Άγκυρα να αναλάβει έναντι αυτών των επιδιώξεων. Σύνηθης η ελληνική ρήση ότι οι ανατολικοί γείτονες προχωρούν πάντα προσεκτικά και έχοντας εξασφαλίσει υψηλές πιθανότητες επιτυχίες. Η εξέταση όμως των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποδεικνύει το μερικώς αληθές του ισχυρισμού αυτού καθόσον στο παρελθόν οι γείτονες έχουν αναλάβει και επιχειρήσεις με σχετικό (όχι υψηλό) ρίσκο. Επιπλέον, η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση που προέρχεται από σχετικές πρόσφατες επιτυχίες και άνοδο των συντελεστών ισχύος, οδηγούν στην ευκολότερη ανάληψη κινήσεων που εμπεριέχουν το ρίσκο της σύγκρουσης.
Για να γίνουμε πιο σαφείς: επιδιώκει σήμερα η Τουρκία μια στρατιωτική σύγκρουση στην Ανατολική Μεσόγειο και αύριο (αν το προηγούμενο δεν συμβεί στο ευνοϊκό για αυτήν θέατρο επιχειρήσεων πέριξ της Κύπρου) στις παρυφές της ελληνικής υφαλοκρηπίδος; Εκτιμώ ότι δεν αποτελεί την πρώτη της επιλογή, χωρίς να αποκλείω ότι θεωρεί ότι ένα ελεγχόμενης κλίμακος επεισόδιο (ανεξαρτήτως αποτελέσματος) θα ενισχύσει τις επιδιώξεις της. Η Άγκυρα εκτιμά ότι δημιουργία συγκρουσιακού κλίματος, σε Αθήνα-Λευκωσία και δυτικές πρωτεύουσες, θα ενισχύσει τις πιθανότητες εξεύρεσης (ή επιβολής) μιας λύσεως, παραπλήσιας του σχεδίου Ανάν, που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της για ουδετεροποίηση και έλεγχο της Κύπρου. Αναμφισβήτητα τα ενεργειακά ζητήματα, αποτελούν προτεραιότητα για την ενεργειακά διψασμένη Τουρκία, αλλά ο έλεγχος της Ανατολικής Μεσογείου είναι προϋπόθεση της ανάδειξης της σε περιφερειακή δύναμη. Ας περιμένουμε λοιπόν και με φόντο το συγκρουσιακό κλίμα στην περιοχή, να ξεπηδήσουν, από διαφορετικές κατευθύνσεις, προτάσεις «επίλυσης» του κυπριακού ζητήματος με δέλεαρ την αποφυγή της κλιμάκωσης και τα κέρδη μιας συνεκμετάλλευσης που σταδιακά θα επεκταθεί και στο αιγιακό χώρο. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και οι πρόσφατες τουρκοκυπριακές προτάσεις συνεκμετάλλευσης που πρέπει να τύχουν προσεκτικής αντιμετώπισης και είναι ίσως περισσότερο επικίνδυνες από τις παράνομες γεωτρήσεις.
Μια εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης που θα υποκρύπτει πολλαπλάσιες ελλαδικές υποχωρήσεις, ενδεχομένως να ικανοποιήσει αρκετές πλευρές που σήμερα στέκονται -λεκτικά μόνο και απρόθυμα- στο πλευρό μας αλλά ακόμη και μέρους του ελληνισμού που είναι διστακτικός να οδηγηθεί σε ενδεχόμενες αβέβαιες περιπέτειες. Αισιόδοξοι αναλυτές θα υποστηρίξουν ότι η σταδιακή απομάκρυνση της Άγκυρας από τη Δύση καθιστά απόμακρη μια ανάλογη εξέλιξη καθώς δεν είναι πλέον επιθυμητή η τουρκική κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και στις υφιστάμενες και μελλοντικές πηγές και οδούς της ενέργειας. Ενδεχομένως να έχουν δίκαιο αλλά αδυνατούν να προτείνουν ποιος (πλην ημών) σε μια τέτοια περίπτωση, θα αναλάβει το κόστος αντιπαράθεσης και παραβλέπουν την έντονη (διαχρονική) τάση ικανοποίησης των τουρκικών απαιτήσεων με την ελπίδα της επαναφοράς της στη δυτική τροχιά και την αγωνιώδη προσπάθεια των δυτικών εταιρειών για διείσδυση στις πολλά υποσχόμενες τουρκικές αγορές.
Ορισμένοι προσβλέπουν σε μια οξύτατη αντιπαράθεση ΗΠΑ και Τουρκίας που θα οδηγήσει σε σημαντική υποστήριξη των θέσεων μας από την πρώτη και τους συμμάχους της στην περιοχή (Ισραήλ). Θεωρώ υπεραισιόδοξη αυτήν την άποψη και δεν θα εκπλαγώ εάν οι δύο χώρες (ηγεσίες) βρουν τρόπο ανέξοδης υπέρβασης του θέματος της συνύπαρξης S-400 και F-35. Ούτε θα εκπλαγώ αν οι «καταφερτζήδες» Τούρκοι ανατρέψουν το μειονέκτημα της αποκάλυψης των «μυστικών» των δυτικών συστημάτων από τους Ρώσους, σε πλεονέκτημα απόκτησης της ρωσικής αντιαεροπορικής τεχνολογίας από την Ουάσιγκτον. Αναμφίβολα η Μόσχα συνυπολογίζοντας και αυτό το ενδεχόμενο θα έχει ήδη λάβει τα αντίστοιχα μέτρα ενώ ο Putin αντιλαμβάνεται ότι η ρωσικοτουρκική θερμή προσέγγιση έχει ημερομηνία λήξεως για λόγους που απορρέουν από σταθερές γεωστρατηγικές πραγματικότητες. Καίτοι ξεφεύγει των δικών μας ικανοτήτων επηρεασμού, προκύπτει το σημαντικό ερώτημα, ποια Τουρκία θέλουμε εμείς ως γείτονα, τη γνωστή δύστροπο, δυτικοστραφή, επιτήδεια Τουρκία ή ένα ανεξέλεγκτο επεκτατικό ισλαμικό καθεστώς; Είμαστε πρόθυμοι και ικανοί, να αναλάβουμε το μακροχρόνιο κόστος της ανάσχεσης της -έστω και με δυτική βοήθεια- και με τι εγγυήσεις; Οι μνήμες της αναπροσαρμογής της δυτικής πολιτικής στην περιοχή μας 100 χρόνια πριν, ακόμη είναι νωπές.
Στις εκτιμήσεις μας πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τον «αντισυστημικό» τρόπο προσέγγισης των διαφόρων θεμάτων από τον Πρόεδρο Trump αλλά και τον πειρασμό δυτικών θεσμικών παραγόντων για μια αναγκαστική λύση του χρονίζοντος ελληνοτουρκικού προβλήματος που θα επέλθει ως συνέπεια μιας σύγκρουσης (ελεγχόμενης κλίμακος) με αναπόφευκτες υποχωρήσεις του ηττημένου και με περιορισμένες αναφορές στο διεθνές δίκαιο. Μοναδικός ίσως σταθερός παράγων, η ατολμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λάβει δραστικά μέτρα έναντι της Άγκυρας. Οι επιτυχίες της ελλαδικής πλευράς περιορίζονται σε λεκτικές διατυπώσεις και περιορισμένα «στοχευμένα» μέτρα που μάλλον δεν θα επιφέρουν ουδεμία μεταστροφή στην τουρκική πολιτική. Ρηξικέλευθες ενέργειες -πχ απαγόρευση εξαγωγών πολεμικού υλικού, πραγματικές οικονομικές κυρώσεις- ανήκουν στη σφαίρα του εξωπραγματικού.
Κάθε ανάλυση, πλην της παράθεσης των παραγόντων και της επισήμανσης της ζοφερής για εμάς πραγματικότητας, πρέπει να συνοδεύεται και από υποβολή προτάσεων. Οι δυνατές λύσεις κυμαίνονται μεταξύ των πόλων της αποδοχής μιας συμβιβαστικής λύσεως με πολλαπλάσιες ελλαδικές υποχωρήσεις (διευθέτησης αμφιβόλου αντοχής στο μέλλον) και της αποφασιστικότητας και προετοιμασίας για αναμέτρηση πλήρους κλίμακος, ανάλογης της περιβόητης Mutual Assured Destruction (MAD) με εγγυημένη την επιστροφή -νικητού και ηττημένου- πενήντα χρόνια πίσω.
Οι δικαιολογημένοι αρνητές της μοναδικότητας των δύο λύσεων θα διαφωνήσουν προβάλλοντας ενδιάμεσες λύσεις, βασιζόμενες σε στρατηγικές αποφυγής κλιμάκωσης, διπλωματικών ελιγμών, συγκρότησης συμμαχιών, διεθνών πιέσεων και προσφυγής στο διεθνές δίκαιο. Ενδεχομένως να προτάξουν και τις «πετυχημένες» -για ορισμένους- ελληνικές επιλογές της αποφυγής πολέμου από το 1955 και μετά (δεν θεωρώ ως έτος έναρξης της σύγκρουσης το 1974) με παράλληλη σχετική διατήρηση υπέρ ημών του status quo. Πιστεύω ακράδαντα ότι η πολιτική αυτή εξήντλησε τα όρια της λόγω κυρίως της σχετικής ανατροπής ισχύος σε βάρος μας, της ικανότητας της γείτονος να εκμεταλλεύεται «θολά» σημεία, την αντικειμενική αδυναμία δικής μας ανάλογης ανταπόδοσης και της τουρκικής εκτίμησης ότι δεν θα προχωρήσουμε σε δυσανάλογες δυναμικές αντιδράσεις. Επιπλέον, ενδιάμεσες επιλογές εμπεριέχουν το ρίσκο της πλημμελούς εκ μέρους μας προετοιμασίας και μιας τελικά αναπόφευκτης δικής μας αντίδρασης που θα οδηγήσει σε ήττα σε στρατιωτικό επίπεδο (ενδεχόμενο που δεν δύναται ποτέ να αποκλειστεί καθώς ο αντίπαλος διαθέτει επιπλέον και την πρωτοβουλία των κινήσεων).
Προφανώς θα συμπεράνατε ότι προτείνω σιωπηρά την επιλογή του «μοντέλου Ισραήλ», ενός κράτους με το όπλο μονίμως σε «θέση φύλαξης». Σημασία δεν έχει τι προτείνω, σημασία έχει η ομόφωνη και σταθερή εφαρμογή μακροχρόνιας εθνικής γραμμής που θα συνοδεύεται με την ανάληψη του αναγκαίου κόστους και του αναπόφευκτου ρίσκου και συμβατής με την πραγματικότητα. Το συχνά επικαλούμενο προς μίμηση «μοντέλο Ισραήλ» έχει ένα τρομακτικό πολύπλευρο κόστος, έχει οικοδομηθεί με αίμα σε βάθος δεκαετιών και επιβιώνει χάρη στη στήριξη μιας ανθηρής οικονομίας και την υποστήριξη μιας (της) υπερδύναμης. Επιπλέον και για λόγους επιβίωσης, έχει την ευρεία λαϊκή αποδοχή σε ένα πολύπλοκο και διχαστικό κομματικό περιβάλλον ανάλογο του ελληνικού. Η μέγιστη για εμάς πλάνη είναι η επιλογή σκληρής γραμμής μη συμβατής με τις ικανότητες μας και με αβέβαιες προθέσεις της συνεπούς εφαρμογής της.
Το ελλαδικό δίλημμα είναι υπαρκτό και συνάμα τραγικό. Ο Κονδύλης το έθεσε προειδοποιητικά και αρκετά απαισιόδοξα, δύο δεκαετίες πριν, ως επιλογή μεταξύ μιας ελληνικής «φινλανδοποίησης» και στρατιωτικής συντριβής. Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ενός «έντιμου» (έννοια που εμπεριέχει πικρές υποχωρήσεις και επιφέρει ακόμη και κατηγορίες εθνικής προδοσίας) οριστικού αλλά μελλοντικά μη περαιτέρω αμφισβητήσιμου συμβιβασμού. Έθεσε όμως ως βασική προϋπόθεση για αυτή την αμφιλεγόμενη συνδιαλλαγή -ως έσχατη και αναγκαστική επιλογή- την ύπαρξη ισόρροπης ισχύος που δυστυχώς σήμερα δεν υφίσταται. Αυτήν την αναγκαία πολυεπίπεδη ισχύ πρέπει να οικοδομήσουμε καθώς αποτελεί επί τη ουσίας τη μοναδική μας ρεαλιστική επιλογή και ελπίδα που θα ενισχύσει τις πιθανότητες υπεράσπισης των θέσεων μας. Βασικές προϋποθέσεως είναι οι πολιτικές δυνάμεις και ελίτ της χώρας να ομονοήσουν στα αυτονόητα και να μιλήσουν ειλικρινά στον «περήφανο» ελληνικό λαό και τα όποια βάρη να κατανεμηθούν ακριβοδίκαια εξασφαλίζοντας σε υψηλό βαθμό τη βέλτιστη αξιοποίηση κάθε πόρου.
*Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος (εα)