Του Αλέξανδρου Σκούρα
Ο φιλελευθερισμός, δηλαδή η πολιτική φιλοσοφία που έχει ως πρωτεύοντα σκοπό την μεγιστοποίηση και διαφύλαξη των ατομικών ελευθεριών, εδώ και περίπου 100 χρόνια βρίσκεται πολιτικά σε δευτερεύοντα ρόλο. Τα φιλελεύθερα κόμματα, αυτά δηλαδή που ασπάζονται ολόκληρη τη φιλελεύθερη ατζέντα της ελεύθερης αγοράς και των ατομικών δικαιωμάτων, παίζουν στο μεγαλύτερο κομμάτι του δυτικού κόσμου είτε ρόλο ρυθμιστή είτε συνιστώσας σε κάποιο μεγάλο κεντροδεξιό ή κεντροαριστερό κόμμα. Ως αυτόνομη πολιτική δύναμη οι φιλελεύθεροι έχουν αρκετά περιορισμένη ισχύ. Επίσης, λόγω ιδεολογίας, οι φιλελεύθεροι είναι πάντοτε καχύποπτοι σε κάθε συγκέντρωση μεγάλης εξουσίας. Σαν άνθρωποι που εκτιμούν και απολαμβάνουν την ελευθερία τους, δύσκολα αποδέχονται την τυφλή υποταγή σε κόμματα ή αρχηγούς. Ο συνδυασμός των δύο αυτών φαινομένων καθιστά τον φιλελευθερισμό και τους απανταχού φιλελεύθερους ως ένα ιδιαίτερο πολιτικό κίνημα που ασκεί μεγάλη επιρροή στην πολιτική χωρίς να συγκεντρώνει πολιτική ή εκλογική ισχύ στις τάξεις του.
Στη χώρα μας, το κίνημα αυτό αποτελείται από ανθρώπους με τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις, διαδρομές και προτεραιότητες. Άλλοι ξεκίνησαν από την αριστερά - αρκετά συχνά από την άκρα αριστερά - και άλλοι ξεκίνησαν από την δεξία (σχεδόν ποτέ από την άκρα δεξιά όμως). Άλλοι βρήκαν τον φιλελευθερισμό μέσα από τους αγώνες για ατομικά δικαιώματα, άλλοι από την ανάγκη για οικονομική ελευθερία. Άλλοι έμαθαν για τις ιδέες της ελευθερίας από το ΚΠΕΕ, την πάλαι ποτέ ναυαρχίδα των ελληνικών think tanks που μεγαλούργησε επί ηγεσίας Δημήτρη Κατσούδα, και άλλοι τις βρήκαν κατά τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Θα τολμούσα να πω ότι λόγω του εκπαιδευτικού μας συστήματος, της ιδεολογικής σύγχυσης και της έλλειψης σπουδαίων φιλελεύθερων διανοητών κατά τον 20ο αιώνα, σχεδόν κανείς Έλληνας δεν μεγάλωσε ως φιλελεύθερος. Είναι κάτι που οι περισσότεροι από εμάς το βρήκαμε στην πορεία και χωρίς να το “κληρονομήσουμε” από γονείς ή δασκάλους και αυτή η διαδικασία οδηγεί αρκετά συχνά σε δογματικές πρακτικές.
Ο δογματισμός στον φιλελευθερισμό έχει μεγάλη ιστορία. Άπαξ και ορίσεις ως απώτερο πολιτικό στόχο σου την αύξηση της ατομικής ελευθερίας για κάθε πολίτη, δεν είναι εύκολο να δεχτείς στο ίδιο στρατόπεδο ανθρώπους που ενώ έχουν κοινούς στόχους διαφέρουν στα μέσα με τα οποία οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν. Κάπως έτσι οι φιλελεύθεροι καταλήγουν αρκετά συχνά σε διασπάσεις και διαχωρισμούς που θυμίζουν περισσότερο τις άπειρες συνιστώσες του ΚΚΕ και της αριστεράς παρά ένα μοντέρνο, πολυσυλλεκτικό πολιτικό κίνημα. Η καλύτερη ιστορία που παρουσιάζει την πολυδιάσπαση μεταξύ των φιλελευθέρων προέρχεται από έναν από τους σπουδαιότερους διανοητές του κατά τον 20ο αιώνα. To 1947 στο παρθενικό Mont Pelerin Society Meeting, ο Λούντβιχ φον Μίζες συζητούσε με τον Μίλτον Φρίντμαν και τον Φρίντριχ Χάγεκ για την κατανομή του εισοδήματος και το αν η ανάγκη για προοδευτική φορολογία μπορεί να είναι συμβατή με μία φιλελεύθερη κοινωνία. Ο Μίζες, μόλις διαπίστωσε ότι ορισμένοι οικονομολόγοι ήταν ανοιχτοί στην όλη ιδέα της προοδευτικής φορολόγησης, σηκώθηκε από την καρέκλα του έξαλλος και φώναξε κατά όλων των παρευρισκομένων “είστε όλοι ένα μάτσο σοσιαλιστές” και έφυγε από τη συνεδρίαση. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς ότι ο Μίζες ήταν ο πρώτος σύγχρονος φιλελεύθερος διανοητής που έβγαλε το φιλελευθερόμετρο και αφόρισε όσους διαφωνούσαν μαζί του ως εχθρούς του φιλελευθερισμού. Αυτή η συμπεριφορά έχει αρχίσει και παρατηρείται όλο και πιο συχνά στη χώρα μας τώρα τελευταία.
Στη χώρα μας το φιλελεύθερο κίνημα, από τις αρχές της δεκαετίας μας, βρίσκει τα πατήματά του - δηλαδή έχει κατορθώσει να ξεφύγει από τα 100 έως 1.000 άτομα που ασχολούνταν με αυτό - μετά από δύο δεκαετίες σχετικής ανυπαρξίας. Όσοι ενδιαφέρονται για την αύξηση της ατομικής ελευθερίας των Ελλήνων έχουν τρεις βασικές επιλογές. Ή θα επιλέξουν να διεκδικήσουν ρόλο ηγέτη των φιλελεύθερων με αποτέλεσμα να καταδικαστούν στην αφάνεια. Ή θα βγάλουν τα φιλελευθερόμετρα αποξενώνοντας τους πολίτες που βρίσκουν τις ιδέες της ελευθερίας ελκυστικές, ή θα επιλέξουν να αφήσουν στην άκρη τις διαφορές τους και να αποδεχτούν ότι στον χώρο αυτό ούτε κατέχουν την μοναδική αλήθεια, ούτε θα γίνουν ποτέ αρχηγοί, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση και την προσέλκυση περισσότερων ανθρώπων που τουλάχιστον επιδιώκουν κοινούς σκοπούς.
Το έργο, όσοι έχουμε ασχοληθεί με τα φιλελεύθερα κινήματα διεθνώς, το έχουμε ξαναδεί. Η διαφορά ανάμεσα σε άλλη μία χαμένη 20ετία ή τη δημιουργία ενός δυναμικού, πολυσυλλεκτικού κινήματος που θα διαρκέσει για τουλάχιστον μία γενιά, βρίσκεται στις τρεις παραπάνω επιλογές.