Ο Αλέξανδρος Διονυσιάδης είναι ένας γενναίος άνθρωπος, όχι γιατί έκανε κάποιες ηρωικές πράξεις, μα γιατί όταν η συνείδηση και η αντίληψη του ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα, συνειδητοποίησε τα λάθη του και άλλαξε. Η αλλαγή αυτή κάθε άλλο παρά εύκολη και ανώδυνη ήταν, μα την τόλμησε. Λίγοι μπορούν να το κάνουν αυτό.
Νέος θα δει να συλλαμβάνουν και να εξορίζουν τον πατέρα του στην εσχατιά του κόσμου τούτου την Κολιμά. Μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, ακολούθησε η οικογενειακή εξορία στην ανατολική Σιβηρία, η επιστροφή στην Μόσχα, ο ξαφνικός και παράξενος θάνατος του αδελφού του και η νέα ζωή στην βιομηχανία της χώρας, όπου διακρίθηκε. Κι ακολουθούν οι επισκέψεις στην μητέρα πατρίδα, η επανένωση με τους χαμένους συγγενείς, η πίκρα του νέου πρόσφυγα. Σελίδες συγκινητικές, σελίδες εξομολογητικές, σελίδες μιας αλήθειας που πρέπει να μαθευτεί.
Από το βιβλίο «Από τον Πόντο στην κόλαση του Στάλιν», δημοσιεύουμε σε συνέχειες, δύο συγκλονιστικά κεφάλαια, για τα δεινά και τις κακουχίες μίας ελληνικής οικογένειας στις εσχατιές του «σοσιαλιστικού παραδείσου».
* * *
Θυμάμαι μία λεπτομέρεια από τη ζωή μας στο Τμπιλίσι. Όταν ήταν να γίνει η μεταγωγή του πατέρα μαζί με μία μεγάλη ομάδα κρατουμένων στην εξορία, η μητέρα και μερικές άλλες γυναίκες θέλησαν να πάνε στον σταθμό και έστω από μακριά να δουν τους δικούς τους. Στον δρόμο όμως συνάντησαν ένα γνωστό τους που επέστρεφε από εκεί και τρομαγμένος τους είπε: «Για όνομα του Θεού, μην πάτε εκεί, δεν είναι στρατιώτες, μα θηρία. Οι Ρώσοι δεν ξέρουν τι θα πει συμπόνια, από δεκάδες μέτρα οπλίζουν τα ντουφέκια τους και σημαδεύουν». Αυτοί είναι οι Ρώσοι στρατιώτες, τους οποίους εμείς σώζαμε από τους χιτλερικούς; Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Ήταν εκείνοι στους οποίους, εμείς τα μικρά παιδιά, πηγαίναμε στα νοσοκομεία για να ακούσουμε τις μεγάλες τους διηγήσεις για τον αληθινό ηρωισμό του Ρώσου στρατιώτη. Τους θαυμάζαμε κι εκείνοι μερικές φορές μας φίλευαν, δίνοντάς μας κάτι φαγώσιμο. Κι εμείς όμως ήμασταν πολύ ψυχοπονιάρηδες. Συχνά μοιραζόμασταν το τελευταίο κομμάτι ψωμιού με τους αιχμαλώτους πολέμου Γερμανούς, ένας τεράστιος αριθμός των οποίων εργάζονταν σε διάφορες οικοδομές. Ακούγαμε και για τους δικούς τους «ηρωισμούς» με μεγάλο ενδιαφέρον και δεν μας φαίνονταν τόσο τρομεροί όπως τους έδειχναν στα κινηματογραφικά έργα.
Μία άλλη κατηγορία κατοίκων του στρατοπέδου στο Κρασνογιάρσκ, με τους οποίους ερχόμασταν συνεχώς σε επαφή ήταν οι λεγόμενοι «λογοτιμήτες». Δεν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι ποινικοί, η ποινή των οποίων έληγε ύστερα από λίγο. Συνήθως, συνεργάζονταν με τη διοίκηση. Συμπεριφέρονταν πολύ καλύτερα από τους «τυφεκιοφόρους». Εκτός από βότκα και γυναίκες, δεν ήθελαν τίποτα άλλο. Οι αμετανόητοι εγκληματίες τους φώναζαν περιφρονητικά «ανεμοδούρες». Ορισμένοι από αυτούς, μετά τη λήξη της ποινής τους, έμεναν μαζί με τις «φίλες» τους στη Ζαβόντοβκα. Βλέπετε, πολλοί κατάδικοι έβλεπαν τις οικογένειές τους να διαλύονται ύστερα από πολλά χρόνια στη φυλακή και δεν είχαν πού να πάνε. Δεν τους περιμένουν όλους να βγουν από τη φυλακή. Οι ποινές στην χώρα μας είναι εξοντωτικές, ακόμη και για ήσσονος σημασίας παραπτώματα. Δεν είναι χωρά η δική μας, μα μια τεράστια «Ζώνη» (1).
Μέρες ολόκληρες τα μεγάφωνα που ήταν στην στέγη του γραφείου του αγροκτήματος, μεταδίδοντας σε όλο το χωριό και στην ταϊγκά εκεί γύρω, πότε ανακοινώσεις για τις «επιτυχίες μας στη δουλειά», πότε μοντέρνα αισιόδοξα τραγούδια και πότε μελαγχολικά λαϊκά. Σε αυτά τα τραγούδια μπορούσες να καταλάβεις πώς αισθανόταν κάπου μακριά στη στέπα ο αμαξάς, ο αλήτης στην περιοχή πέραν της Βαϊκάλης, ο φυλακισμένος στο φρούριο Σλέσιμπεργκ, οι ναυτικοί που τα ίχνη τους χάθηκαν στη Βόρεια θάλασσα. Κι όλες εκείνες τις στιγμές ήθελες να ουρλιάξεις σαν λύκος από το αίσθημα του απόλυτου αδιέξοδου που σ’ έπνιγε. Πιο πολύ απ’ όλα με τσάκιζε η αίσθηση της τεράστιας απόστασης που με χώριζε από το γενέθλιο Τμπιλίσι. Την εποχή εκείνη δεν ξέραμε καν πως υπάρχει αεροπορική συγκοινωνία, ενώ, για να φτάσουμε σε κάποιο μέσο μεταφοράς, έπρεπε να ταξιδέψουμε δύο εβδομάδες. Η ζωή στο Τμπιλίσι, με τον πολιτισμό του, τα θέατρά του, τους συγγενείς, τους φίλους, ήταν μία απόκοσμη οφθαλμαπάτη. Ενώ εκεί... ταϊγκά, ταϊγκά, ταϊγκά, χωρίς αρχή και τέλος. Ο τρόμος με τις δασικές πυρκαγιές που καταβρόχθιζαν ολόκληρες περιοχές. Ποτέ δεν θα λησμονήσω πως έτρεξα οκτώ χιλιόμετρα με δάκρυα στα μάτια για να προειδοποιήσω τους κατοίκους της Ζαβόντοβκα, ότι πλησιάζει μία πυρκαγιά και στη συνέχεια να προσπαθήσω μαζί με τους συντρόφους μου να τη σβήσουμε. Τότε ο Θεός μάς λυπήθηκε και η φωτιά δεν πέρασε στις κορφές των δέντρων, διαφορετικά θα είχαμε χαθεί όλοι. Μόνο μία φορά είδα πυρκαγιά να καίει τις κορφές των δέντρων, αλλά από ασφαλή απόσταση, όταν ταξίδευα με ατμόπλοιο σε κάποιο από τα ποτάμια της Σιβηρίας. Είναι ένα μεγαλειώδες και τρομακτικό θέαμα. Η φωτιά μεταδίδεται με τρομερή ταχύτητα, πράγμα που δεν επιτρέπει ούτε στα αγρίμια να γλιτώσουν. Συνήθως, τρέχουν μόλις νιώσουν τον κίνδυνο από χιλιόμετρα μακριά.
Παρόλα αυτά, έπρεπε να ζήσουμε και να επιβιώσουμε σε αυτές τις συνθήκες.
Λίγο μετά την άφιξή μας, μας έδωσαν ένα ξεχωριστό οίκημα, το μισό ενός καλού, ξύλινου σπιτιού, το οποίο χωριζόταν στην «τραπεζαρία», ένα μέρος του δωματίου με ένα χοντροκομμένο τραπέζι, πάγκους, ένα ξυλοκρέβατο και ράφια για τα οικιακά σκεύη, και μέσα από ένα λεπτό χώρισμα ήταν η «κρεβατοκάμαρα» με τρία ξυλοκρέβατα. Αυτά ήταν όλη κι όλη η φτωχή μας επίπλωση. Κρεμούσαμε τα ρούχα σε καρφιά στους τοίχους. Δίπλα στην είσοδο υπήρχε ένα τεράστιο τζάκι, μέρος της οποίας ήταν μία μαντεμένια πλάκα, πάνω στην οποία ετοιμάζαμε το φαγητό μας. Το δωμάτιο χωριζόταν από την είσοδο με ένα ευρύχωρο προθάλαμο, όπου υπήρχε ένα τεράστιο βαρέλι χωρητικότητας 200 λίτρων με λάχανο τουρσί, καλάθια με μανιτάρια και αγγουράκια. Την άνοιξη βάζαμε άλλο ένα βαρέλι 200 λίτρων, το οποίο γεμίζαμε με χυμό σημύδας, ρίχναμε κομμάτια μαύρου ψωμιού και έτσι είχαμε ένα θαυμάσιο κβας (2) με το οποίο σβήναμε τη δίψα μας όλο το καλοκαίρι. Εκτός από αυτό, αποθηκεύαμε για τον χειμώνα τριμμένα με ζάχαρη φρούτα του δάσους, σμέουρα, βατόμουρα, κόκκινα και λευκά φραγκοστάφυλα. Απολαμβάναμε και τους σπόρους των κέδρων. Το γεγονός ότι δεν πεινούσαμε ήταν ένα από τα θετικά της ζωής μας στη Σιβηρία σε σχέση με τα χρόνια της πείνας στο Τμπιλίσι. Η Σιβηρία είναι γενναιόδωρη, αρκεί να μην τεμπελιάζεις.
Είχαμε ένα αρκετά μεγάλο νοικοκυριό. Έξω από το χωριό είχαμε ένα πατατοχώραφο, ενώ στο περιβόλι μας καλλιεργούσαμε παπαρούνα, αγγούρια, λάχανα, μπιζέλια, φασόλια, ντομάτες. Βέβαια, δεν προλάβαιναν να ωριμάσουν για να πάρουν εκείνο το εκτυφλωτικά κόκκινο χρώμα. Τα βάζαμε μέσα σε τσόχινες μπότες δίπλα στο τζάκι για να ωριμάσουν. Τον χειμώνα γεμίζαμε το υπόγειο με πατάτες (μέχρι 50 τσουβάλια), για να φτάσει για εμάς, την αγελάδα με το μοσχαράκι και τα τρία γουρουνόπουλα. Είχαμε τα πάντα, κρέας, γάλα, σμετάνα, ανθότυρο, τυρί, ξινόγαλα. Η μητέρα φρόντιζε για τα πάντα. Είχε όμως ελεύθερο χρόνο για να μας καλομαθαίνει με νόστιμες πίτες. Μερικές φορές όμως η μητέρα είχε κρίσεις πονοκεφάλων που την έφερναν σε σημείο να χάνει τις αισθήσεις της. Ο τοπικός νοσοκόμος κουνούσε τα χέρια του, δεν ήταν σε θέση να διαγνώσει την αρρώστια της, ούτε και να τη βοηθήσει κάπως. Οι κύριοι βοηθοί της μητέρας ήμασταν εγώ με τον Δημήτρη. Τον χειμώνα, τις πιο δύσκολες δουλειές, να κουβαλήσει νερό, να κόψει ξύλα, τις έκανε ο Δημήτρης, ανεξάρτητα από τη νεαρή του ηλικία, αφού ήταν πολύ δυνατός. Εγώ βοηθούσα στο περιβόλι και καθάριζα το παχνί. Τον χειμώνα καθαρίζαμε συχνά το παχνί, γιατί όταν έχει παγωνιά η κοπριά πάγωνε στο πάτωμα και τότε έπρεπε να το σπάνε με λοστό. Αν και ήμασταν αγόρια, μάθαμε να αρμέγουμε την αγελάδα.
Ο πατέρας στο μεταξύ έγινε «μεγάλος και τρανός» στο χωριό μας. Ήταν επιστάτης και υπεύθυνος για όλες τις υποδομές της Ζαβόντοβκα: για την πριονοκορδέλα, το ξυλουργείο, το γκαράζ, τον σταθμό ηλεκτροπαραγωγής, το τουβλοποιείο, ακόμη και για τα λουτρά. Ουσιαστικά, εκείνος τα είχε φτιάξει όλα. Έφευγε στις έξι η ώρα το πρωί, ερχόταν βιαστικά να φάει μεσημεριανό και επέστρεφε στο σπίτι αργά το βράδυ. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και κύρους στο χωριό. Αποκτήσαμε φίλους. Ανάμεσα στους στενούς φίλους της οικογένειάς μας, ήταν οι Έλληνες Μαρκόπουλοι, οι Αρμένοι Γκεβορκιάν, οι Εβραίοι Καγκάν, ο Απχάζιος Τσέιμπα, οι νεαρές δασκάλες μου στο σχολείο, λίγο μεγαλύτερες από τον Λάζαρο και, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η οικογένεια του ανθυπολοχαγού του διοικητηρίου (όργανο, επιφορτισμένο με τη φύλαξη των κρατουμένων) Βίκτωρ Πολούχιν.
Πρέπει να πούμε πως η ζωή στη Σιβηρία έδειχνε τον χαρακτήρα των ανθρώπων, φώτιζε δυνατά και τα καλά και τα άσχημα, ανεξάρτητα από το αν ο άλλος ήταν εξόριστος, ποινικός ή δεσμοφύλακας. Ανάμεσα σε αυτές τις κατηγορίες των κατοίκων υπήρχαν και θηρία, αλλά και αξιοπρεπείς άνθρωποι. Ο Βίκτωρ Πολούχιν ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους, στους οποίους η υπηρεσία στα όργανα Ασφαλείας, δεν χάλασαν τον χαρακτήρα του και δεν τον έκαναν να είναι σκληρός. Τον θυμάμαι ως ιδεαλιστή και ρομαντικό, αλλά και ως παθιασμένο κυνηγό. Η φιλία μας συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της εξορίας μας, όταν μετά το 1955 θα αποστρατευτεί και θα πάει να ζήσει στην περιοχή της Μόσχας.
Στο ήθος πολλών καταδίκων αναφέρθηκα ήδη, αλλά μεταξύ των πολιτικών κρατουμένων υπήρχαν άνθρωποι εξαιρετικά καλλιεργημένοι, οι οποίοι κάποτε κατείχαν υψηλόβαθμα αξιώματα στην κοινωνία, πραγματικοί διανοούμενοι, τόσο εξωκομματικοί, όσο και πραγματικοί κομμουνιστές με αρχές. Οι ντόπιοι πιτσιρικάδες σε τούτες τις ερημιές της Σιβηρίας οφείλουν πολλά για τη μετέπειτα πορεία, μόρφωση και καλλιέργειά τους. Πολλοί φίλοι και συνομήλικοί μου, οι οποίοι κατάφεραν να «γίνουν άνθρωποι», με βαθιά ευγνωμοσύνη τιμούν τη μνήμη αυτών των «εχθρών του λαού», οι οποίοι τους μπόλιασαν με την αγάπη για τη γνώση.
Η ανάγκη να ζήσουν καλά σε εκείνα τα μέρη, κατά τη διάρκεια της μακράς εξορίας, ίσως και για πάντα, υποχρέωνε τους εξόριστους να καλύψουν τις δυσκολίες της βιοτής, να προσαρμοστούν στις συνθήκες. Οι καταγόμενοι από τη Βαλτική διανοούμενοι οργάνωναν στη λέσχη καλλιτεχνικές δραστηριότητες, μουσικές βραδιές και χορούς, ιδίως στις αργίες. Στο σχολείο, είχαμε τον δικό μας «θίασο». Εγώ που κάποτε διοργάνωνα παραστάσεις για όλη τη γειτονιά μας στο Τμπιλίσι, έπαιζα την «Απαγωγή του θείου Τομ» έναν νέγρο, ενώ στη «Νεαρή φρουρά» (3) τον Ράντικ Γιούρκιν.
Κάποιες φορές, στις αργίες, μας έφερναν στη Ζαβόντοβκα κινηματογράφο. Έρχονταν στην πρωτεύουσα του αγροκτήματος και οι κάτοικοι των κοντινών συνοικισμών. Έδειχναν ταινίες με τις ώρες, αλλά σταδιακά. Κάθε δέκα λεπτά, κούρδιζαν τη μηχανή προβολής. Στη συνέχεια, έκαναν την εμφάνισή τους σύγχρονες κινηματογραφικές μηχανές των 16 χιλιοστών και το κούρδισμα γινόταν κάθε τριάντα λεπτά. Οι πολυχρησιμοποιημένες όμως ταινίες κόβονταν πολύ συχνά και τότε, ανάβοντας το φως, η νεολαία φώναζε: «Κάρβουνο χασάπη!» Πάντα μετά τον κινηματογράφο χορεύαμε. Φεύγοντας από τη λέσχη που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, ακολουθώντας τον μοναδικό δρόμο, χωρίζαμε σε παρέες και εξαφανιζόμασταν στο σκοτάδι. Δεν θυμάμαι να είχαμε ηλεκτρικούς φανοστάτες. Η πρωτόγονη ατμοκίνητη ηλεκτροπαραγωγική μηχανή δούλευε με κάρβουνα και έκλεινε στις 10 η ώρα το βράδυ. Αν η νύχτα ήταν αφέγγαρη, τότε, κυριολεκτικά, δεν μπορούσες να δεις πέρα από τη μύτη σου. Είναι δύσκολο να το φανταστεί αυτό κάποιος κάτοικος της πόλης ή ένας από τους κατοίκους των σύγχρονων χωριών. Για να εμψυχωθεί η παρέα των νεαρών, ο ακορντεονίστας «ο πρώτος του χωριού», έπιανε το ακορντεόν και τότε σε όλο το χωριό ακούγονταν τα σκωπτικά τετράστιχα. Όσο πιο σκοτεινή ήταν η νύχτα, τόσο πιο τολμηρά ήταν τα τετράστιχα. Τα αγόρια ξελαρυγγίζονταν φωνάζοντας: «Φούσκωσα την μπάκα της Μαριώς, μ’ έσυραν σε δίκη, μπροστά πηγαίνει τ' ακορντεόν, πίσω σέρνουν την κουφάλα!» Τα κορίτσια χωρίς χρονοτριβή, συνέχιζαν: «Φίλη καλή μου, σου δίνω συμβουλή, μην το δίνεις σε κανένα, κλείσε μ’ εφημερίδα το μ**νι» Τέτοια σκωπτικά στιχάκια θυμάμαι πολλά, παρά τις δεκαετίες που πέρασαν.
Ένα άλλο «γεγονός», που έδινε ζωή στην καθημερινότητά μας, ήταν το λουτρό κάθε Κυριακή. Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι πλένονταν οι άντρες, μετά το μεσημέρι οι γυναίκες. Πρέπει να πούμε πως κάθε άλλο παρά ντροπαλός ήμουν, αλλά δεν μπορούσε να ξεντύνομαι μπροστά στην ακόμη νεαρή γειτόνισσα με την οποία κάναμε μαζί μπάνιο κι έτσι κρυβόμουν πίσω από άλλους, πράγμα που γινόταν αντικείμενο πειραγμάτων. Οι πιο βιαστικές γυναίκες δεν περίμεναν πότε θα φύγουν και οι τελευταίοι άντρες που απολάμβαναν τον ατμό και, γελώντας φωναχτά, εισέβαλαν στο λουτρό έτσι όπως τις είχε γεννήσει η μάνα τους. Πόσο ζωηρές γίνονται οι γυναίκες όταν είναι πολλές μαζί!
Με τον Δημήτρη λέγαμε πως το φουστάνι είναι και καλό και κακό. Δεν είχαμε μάθει να καπνίζουμε, αλλά μέσα σε μερικές εβδομάδες μάθαμε να βρίζουμε εξίσου καλά με τους ντόπιους, αλλά μόνο έξω από το σπίτι. Ποτέ δεν άκουσα τον πατέρα μου να βρίζει, Θεός φυλάξοι. Γι’ αυτό και δεν τολμούσαμε να δείξουμε μέσα στο σπίτι πόσο είχε εμπλουτιστεί το λεξιλόγιό μας. Την ημέρα των δέκατων έκτων γενεθλίων μου, δοκίμασα για πρώτη φόρα βότκα. Μιμούμενος τους ντόπιους, ήπια μονορούφι ένα ποτήρι. Συνήλθα ύστερα από ένα εικοσιτετράωρο, αλλά έπαψα πια να νιώθω «σαν την τρίχα στο ζυμάρι» ανάμεσα στους συνομήλικούς μου.
Την άνοιξη μαζί με τον Δημήτρη και τους φίλους μας αρχίσαμε να δουλεύουμε στη δουλειά του πατέρα, στο συνεργείο, κουβαλώντας τα πυρότουβλα για τα τζάκια. Το αγρόκτημα είχε αγοράσει ειδικό ημιεπαγγελματικό μηχάνημα για να τα φτιάχνουν. Το μηχάνημα αυτό το δούλευαν μόνο το καλοκαίρι και μέσα στους λίγους μήνες που διαρκούσε, έπρεπε να προμηθεύει με τούβλα όλα τα νέα έργα μέχρι την επόμενη χρονιά. Όλη σχεδόν η δουλειά ήταν χειρωνακτική, έπρεπε να κουβαλάμε άργιλο και νερό, να τα ανακατεύουμε σε μία πρωτόγονη μπετονιέρα και μετά να ρίχνουμε αυτό το μείγμα που έμοιαζε με ζυμάρι στην επονομαζόμενη κρεατομηχανή, να κόψουμε από τον «κιμά» τούβλα, να τα βάζουμε στον φούρνο και την επόμενη ημέρα να τακτοποιούμε τα έτοιμα σε στοίβες. Ο επικεφαλής του συνεργείου ήταν ενήλικας, τα υπόλοιπα μέλη ήμασταν πιτσιρικάδες. Η αμοιβή ήταν, κατ’ αποκοπή, μεροκάματο. Ύστερα από λίγους μήνες, έχοντας κερδίσει αρκετά χρήματα, κατάφερα να πραγματοποιήσω το όνειρο μου, ένα μονόβολο κυνηγητικό όπλο διαμέτρου 16 χιλιοστών. Δεν κατάφερα να χορτάσω κυνήγι όμως μέσα στο πυκνό δάσος.
Τελείωσα το επτατάξιο κι έπρεπε να αποφασίσω για το μέλλον μου και τι θα σπουδάσω. Δεκατάξιο σχολείο υπήρχε μόνο στην «πρωτεύουσα» της επαρχίας. Δεν είχε κανένα νόημα όμως να συνεχίσω το σχολείο εκεί. Το θέμα ήταν ότι τα παιδιά των «εχθρών του λαού», δεν γίνονταν δεκτά σε Α.Ε.Ι. και γι’ αυτό, μαζί με τον Φιλανδό φίλο μου Τόϊβο, αποφασίσαμε ότι, αν πρέπει να φύγουμε για να σπουδάσουμε, τότε να πάμε στο Κρασναγιάρσκ και να φοιτήσουμε στην τεχνική σχολή ποτάμιας ναυσιπλοΐας. Γιατί ποτάμιας; Γιατί ήμασταν ρομαντικοί και θέλαμε να γίνουμε καπετάνιοι. Κάνοντας ένα άλμα στο μέλλον, θα πω πως ο Τόιβο έγινε όχι μόνο καπετάνιος δάσκαλος, αλλά στη συνέχεια θα γίνει και ο πρώτος μηχανικός του ποτάμιου λιμένα του Γιακούτς. Η δική μου πορεία ήταν εντελώς διαφορετική. Τότε όμως, στο τέλος του καλοκαιριού του 1951, με τον Τόιβο πήγαμε στο Κρασνογιάρσκ για να βρούμε την τύχη μας. Δύο χρόνια αργότερα, στο Κρασνογιάρσκ θα έρθουν και τα αδέλφια μου για να σπουδάσει στη Γεωλογική Τεχνική Σχολή ο Λάζαρος μετά το δεκατάξιο σχολείο, έγινε δεκτός κατευθείαν στο τρίτο έτος, ενώ ο Δημήτρης στο πρώτο. Έτσι ολοκληρώθηκε ένα ακόμη σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μας, παρόλο που η Ζαβόντοβκα δεν εξαφανίστηκε εντελώς από αυτή, αφού οι γονείς μας συνέχιζαν να ζουν εκεί μέχρι το 1955 και εμείς τους επισκεπτόμασταν στις διακοπές.
Τέλος
1. Ζώνη: το στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων (Σ.τ.Μ.)
2. Κβας, είδος ρωσικής μπύρας, χωρίς αλκοόλ. Παρασκευάζεται από μαύρο σικαλίσιο ψωμί (Σ.τ.Μ)
3. Νεαρή φρουρά, μυθιστόρημα του Αλεξάντρ Φαντέγιεφ (Σ.τ.Μ.)