Του Γιάννη Σιδέρη
Οι νεκροί είναι ανυπεράσπιστοι. Γίνονται σημαίες ευκαιρίας στις σκοπιμότητες και τις φιλοδοξίες των άλλων.
Η μητέρα του Αλέξη Γρηγορόπουλου Τζίνα Τσαλικιάν, δήλωσε χθες «Ο Αλέξανδρος ήταν κατά της βίας και όλα αυτά που γίνονται προσβάλουν την υστεροφημία του. Θα ήθελα όλα αυτά τα έκτροπα να αποφεύγονται καθώς προσβάλλουν την οικογένειά μας».
Αλλά ποιος και γιατί να την ακούσει; Σ' αυτή έμεινε ο πόνος, ο παγωμένος χρόνος, η ανοιχτή αιμάσσουσα πληγή. Στους άλλους – ακριβώς γιατί δεν ανήκε πουθενά - η μνήμη του έγινε αυθαίρετα ιδιοκτησία τους, να τη περιφέρουν σαν παντιέρα στους φλεγόμενους δρόμους, να τη λεκιάζουν γράφοντας πάνω της τις δικές τους ιδεολογίες, ιδεοληψίες ή υστερίες.
Ήταν βραδάκι, 6 του Δεκέμβρη του 2008, όταν έγινε το αποτρόπαιο. Ένα παιδί που στην άψη της εφηβείας του μπορεί και να προκάλεσε, όπως οι έφηβοι προκαλούν σαν δοκιμές ενηλικίωσης με αψηφισιά και αθωότητα, έπεφτε νεκρό από τον χέρι ενός αστυνομικού εν υπηρεσία, αλλά όχι εν διατεταγμένη υπηρεσία. Δεν του είπαν να σκοτώσει. Φάνηκε από την απομαγνητοφώνηση των συνομιλιών με το Κέντρο.
Εκείνη την στιγμή βέβαια δεν είχαν σημασία αυτά. Σαν πυρκαγιά απλώθηκε η είδηση της δολοφονίας, σαν πυρκαγιά φούντωσε η ανεπεξέργαστη αγανάκτηση στους νέους όλης της χώρας, αλλά και η επεξεργασμένη «αγανάκτηση» όσων πάνω στο αίμα του θέλησαν να επενδύσουν το πολιτικό τους μέλλον.
Οι αντιδράσεις ξεκίνησαν από κέντρο της Αθήνας και γρήγορα εξαπλώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις: Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα , Χανιά, Βόλος, Κομοτηνή, Αγρίνιο, Κέρκυρα κλπ.
Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος, από τις Σέρρες που βρισκόταν, γύρισε κατεπειγόντως στην Αθήνα, και με τον υπουργό Παναγιώτη Χηνοφώτη υπέβαλαν την παραίτησή τους στον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή για λόγους ευθιξίας, χωρίς αυτές να γίνουν αποδεκτές. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας χαρακτήρισε το συμβάν «τραύμα στο κράτος Δικαίου».
Από την επόμενη μέρα στα σχολεία άρχισαν οι καταλήψεις σε σχολεία και Πανεπιστήμια, πορείες ξεκίνησαν να πραγματοποιούνται σε μικρές και μεγάλες πόλεις, Ομοσπονδίες καθηγητών και Πανεπιστημιακών κήρυξαν απεργίες. Στην Αθήνα μαθητές προέβαιναν σε συμβολικές εκδηλώσεις προσφέροντας λουλούδια σε αστυνομικούς και ξάπλωναν στα σκαλοπάτια της ΓΑΔΑ ωσάν να ήταν πτώματα.
Αλλά αυτά ήταν πολύ ειρηνικά για όσους βρήκαν ευκαιρία να κάνουν μετωπική επίθεση «στο κράτος της βίας και της καταστολής». Έτσι από την μεθεπομένη, 8 Δεκεμβρίου, την κατάσταση πήραν στα χέρια τους οι «πολέμαρχοι» και οι πολικοί τους πάτρωνες.
Βία, καταστροφή, εμπρησμοί, στάχτη και κουρνιαχτός. Τα κτίρια που φλέγονταν, οι σπασμένες τζαμαρίες των λεηλατημένων καταστημάτων, η απελπισία των καταστηματαρχών, ο πετροπόλεμος με τα ΜΑΤ, τα σπασμένα πεζοδρόμια, οι κλαγγές των ασπίδων από τις πέτρες των διαδηλωτών αλλά και τα δικά τους γκλομπς προς εκφοβισμό, οι πυροβολισμοί τους στον αέρα, η γεύση των δακρυγόνων και των καπνογόνων που αντάριαζαν το κέντρο της πρωτεύουσας και των άλλων μεγαλουπόλεων, τα πολιορκημένα αστυνομικά τμήματα, η οργή των συμμετεχόντων και η απορία των αμέτοχων για το μέγεθος των καταστροφών, και ένας υποδόριος φόβος που διαπερνούσε όλους ότι τα πράγματα μπορεί να φτάσουν σε σημείο δίχως επιστροφή, όπου θα έχει «κράτος κι εξουσία» το απόλυτο χάος της άλογης βίας, αποτέλεσαν το ζοφερό ντεκόρ των ημερών.
Η κυβέρνηση Καραμανλή παραλυμένη από το φόβο να μην υπάρξει κι άλλος νεκρός δίσταζε να αποκαταστήσει την τάξη. Τα κόμματα, αντιλαμβανόμενα την σοβαρότητα των γεγονότων, ήταν συγκρατημένα στις αιτιάσεις τους κατά της κυβέρνησης- πλην βέβαια του ΣΥΡΙΖΑ. Η Αλέκα Παπαρήγα ήταν πιο άμεση καθώς είχε την πολύπειρη και πολύτιμη μνήμη του ΚΚΕ σε εκτρωματικές καταστάσεις.
Μετά από συνάντηση με τον Πρωθυπουργό Καραμανλή στο Μαξίμου, αφού επιτίμισε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ λέγοντας ο ηγετικός σκληρός πυρήνας της συγκρότησης των κουκουλοφόρων έχει προκύψει μέσα από τους κόλπους της κρατικής εξουσίας τους», έβαλε στο στόχαστρο την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία κάλεσε «να σταματήσει να χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων, βλέποντας μπροστά του την κάλπη, ψήφους, καρέκλα, μαξιλάρια, δεν ξέρω τι», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Όσο για την δολοφονία, και ερωτηθείσα εάν τα επεισόδια είναι υποκινούμενα, η τότε γ.γ. του ΚΚΕ απάντησε: «Δεν μπορώ να πω ότι η δολοφονία του παιδιού έγινε προσχεδιασμένα. Όμως υπάρχει ετοιμότητα και επαγρύπνηση μιας σειράς ειδικών κύκλων να αξιοποιούν γεγονότα που ωριμάζουν ή μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή».
Για τον ΣΥΡΙΖΑ ο Δεκέμβρης, οι καταστροφές δηλαδή, σήμαιναν κραυγή για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, προβαίνοντας σε μια ανίερη οικειοποίηση του δεκαεξάχρονου, προκειμένου να αποκτήσει προσβάσεις στη νεολαία, ενώ πέρυσι ο Πρωθυπουργός Τσίπρας βεβήλωσε τη μνήμη γράφοντας χωρίς ντροπή: «Δεν ξεχνάμε τον Αλέξανδρο. Πάνω στο χώμα το δικό του χτίζουμε τους κήπους και τις Πολιτείες μας» ( Μάλλον ο δεκαπεντάχρονος πάλευε για τους κήπους και τις Πολιτείες του τρίτου μνημονίου).
Ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε πολιτική κάλυψη στα γεγονότα, αλλά δεν είναι κόμμα της βίας. Είναι η αριστερά της ανωριμότητας, που θέλγεται να εκθειάζει την αντισυστημική βία των άλλων. Άλλωστε, άλλοι έκαιγαν το χριστουγεννιάτικο δένδρο του Συντάγματος εκείνο τον Δεκέμβρη, και η νεολαία του αρκείτο να χορεύει γύρω στα αποκαΐδια, τραγουδώντας στίχους που δεν θα τους επαναλάβουμε για να μην ξύσουμε πληγές.
Ο 16xρονος έφηβος που έφυγε άδικα, έγινε σύμβολο πολλών, για δική τους χρήση. Αλλά πως να υπερασπιστεί τη μνήμη του από τους σκυλευτές; Όπως κάθε νεκρός, είναι ανυπεράσπιστος.