Του Γιώργου Τσουκαλαδάκη
Ξημερώματα 29ης Αυγούστου του 1949, ο Eλληνικός Στρατός εξαπολύει, σύμφωνα με το επιτελικό σχέδιο «Πυρσός», την τελική φάση της επίθεσης του στα υψώματα της οροσειράς του Γράμμου – Βίτσι, τερματίζοντας με την νικηφόρα του προέλαση το δράμα του Εμφύλιου Σπαραγμού. Το ερώτημα όμως είναι: τι σηματοδοτεί άραγε αυτή η επέτειος; Αποτελεί μήπως μία «γιορτή μίσους» την οποία οφείλουμε να λησμονήσουμε, ή αντιθέτως ένα γεγονός από το οποίο οφείλουμε να διδαχθούμε και το οποίο θα έπρεπε να αξιολογήσουμε με θετικό πρόσημο;
Ο όρος «γιορτή μίσους» δεν είναι τυχαίος. Έτσι αποκαλεί η ηττηθείσα πλευρά κάθε εκδήλωση μνήμης της πλευράς που νίκησε. Αντίθετα, οι δικές τους εκδηλώσεις, που διαιωνίζουν το δικό τους αφήγημα για τον εμφύλιο είναι για αυτούς οι μόνες ενδεδειγμένες. Η προφανέστατα στρεβλή και μονομερής αυτή αντίληψη ήταν δυστυχώς για μεγάλο διάστημα μονοπωλιακά κυρίαρχη στην ελληνική κοινωνία. Είναι άλλωστε κοινός τόπος ότι οι ηττημένοι του εμφυλίου κατάφεραν να επιβάλουν το δικό τους ιστορικό αφήγημα στην μετεμφυλιακή και ιδίως μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Η νικήτρια αστική πλευρά ενδιαφέρθηκε για τη νομή και διαχείριση της εξουσίας και οι αποκλεισμένοι από αυτήν «εαμογενείς» και νοσταλγοί, προσανατολισμένοι στην διαμόρφωση συνθηκών ιδεολογικής ηγεμονίας καθώς ήταν, επιχείρησαν να οικοδομήσουν την τελευταία πάνω στον πυλώνα της δικής τους εξιστόρησης του εμφυλίου: ένα αφήγημα τόσο προπαγανδιστικό όσο και απλοϊκό, που, αδιαφορώντας για την ιστορική πραγματικότητα, αποθεώνει την πλευρά των ηττημένων ενώ ελεεινολογεί την πλευρά των νικητών.
Ευτυχώς η απόσταση του χρόνου έχει επιτρέψει στην ιστορική επιστήμη να ξαναδεί τα γεγονότα του εμφυλίου πέραν από τους μύθους. Έτσι πλέον γνωρίζουμε πχ. ότι η πραγματική επιρροή των ΕΑΜικών δυνάμεων ιδιαίτερα μετά τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μεγαλύτερη από το ένα πέμπτο του πληθυσμού (απέναντι στον ΔΣΕ δεν ήταν μόνο η «επάρατος Δεξιά» εξάλλου, αλλά και το διαχρονικά αντικομμουνιστικό Κέντρο), ότι ο ΔΣΕ ήταν ένας καθαρά ξενοκίνητος στρατός (τόσο από άποψη διαμόρφωσης της στρατηγικής του, όσο και από άποψη και εφοδιασμού/εξοπλισμού), ότι ο σπόρος του εμφυλίου μπήκε όταν η ηγεσία του ΕΑΜ άρχισε να εκτελεί συνειδητό σχέδιο εξόντωσης των μη κομμουνιστικών αντιστασιακών ομάδων, και των λεγόμενων «αντιδραστικών», ήδη από το 1943.
Ξέρουμε όμως και ευρύτερα, βάσει των μετέπειτα εξελίξεων, τι τύχη επεφυλάσσετο στη χώρα μας εάν είχε ακολουθήσει την πορεία των χωρών του ανατολικού μπλοκ, αλλά και την τυραννία, την ανελευθερία, την καταπίεση, τον εφ' όρου ζωής εκτοπισμό (έως και την βιολογική εξόντωση) τα οποία θα υφίστατο η πλειοψηφία του ελληνικού λαού – όπως ακριβώς τα υπέστησαν και οι λαοί των χωρών που εγκλωβίστηκαν στο «Σιδηρούν Παραπέτασμα», καθώς παντού οι κομμουνιστές ήταν μειοψηφία και η επιβολή τους επί των αντιφρονούντων υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή και απάνθρωπη.
Η επέτειος λοιπόν αυτή δεν πρέπει να ξεχαστεί, ούτε πρέπει να επιτρέπουμε να λοιδορείται. Κατ αρχάς δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι ήταν το τέλος ενός πολέμου που ποτέ δεν έπρεπε να συμβεί. Από τη στιγμή όμως που δυστυχώς συνέβη, αξίζει δόξα και τιμή στην γενιά εκείνη των μαχητών του Ελληνικού Στρατού που έδωσαν τη μάχη η Ελλάδα να παραμείνει ακέραιη, ελεύθερη και δημοκρατική όσο κι αν ο τελευταίος όρος έτυχε σφετερισμού από την πλευρά που αγωνίζονταν -οποία ειρωνεία!- υπέρ του Σταλινικού - Κομουνιστικού ολοκληρωτισμού…). Και ακριβώς επειδή ούτε η εδαφική μας ακεραιότητα, ούτε η εθνική μας ελευθερία, ούτε η δημοκρατία μας είναι δεδομένες, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τις υπερασπιστούμε. Για αυτό και η φλόγα του αληθούς νοήματος της επετείου πρέπει να παραμένει άσβεστη και η μνήμη δυνατή.
Τιμή και δόξα στον εθνικό στρατό μας.
Φωτογραφία αρχείου: YouTube