Αλληλοκοροϊδεύονται

Έχει γίνει πια έθιμο και μάλιστα ενοχλητικό. Κάθε χρόνο ανεβαίνουν οι πολιτικοί αρχηγοί στο βήμα του ΣΕΒ και κατσαδιάζουν τους βιομήχανους καλώντας τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην χώρα. Ηρωικά λογύδρια πρωθυπουργών και αρχηγών της αντιπολίτευσης, για τις τηλεοράσεις. Οι βιομήχανοι τους χειροκροτούν χαμογελώντας. Η αστική ευγένεια στο απόγειό της.

Πάει κάθε χρόνο ο Μητσοτάκης και τους τα λέει σταράτα: «Θα σας βοηθήσω, αλλά κι εσείς θα κάνετε επενδύσεις και θα δημιουργήσετε θέσεις εργασίας. Αλλιώς θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα.» Κουνάνε καταφατικά και γεμάτοι κατανόηση τα κεφάλια τους τα μέλη του ΣΕΒ από κάτω. Πάει ο Τσίπρας –σχεδόν κάθε χρόνο- και τους λέει περίπου τα ίδια, αν και με άλλη ορολογία: «Οι συλλογικές συμβάσεις και η μείωση του κόστους εργασίας δεν σας βοηθά, αλλά σας χαντακώνει μακροπρόθεσμα. Πληρώστε καλά το προσωπικό σας.» Και βάζει το ακροατήριο το πούρο στο στόμα, ώστε να απελευθερώσει τα χέρια του για να χειροκροτήσει ευγενικά τον Αλέξη.

Αλληλοκοροϊδεύονται εκεί μέσα. Πολιτικοί και βιομήχανοι, δημοσίως παίζουν τις τσακωμένες κουμπάρες για τα μάτια του κοσμάκη. Μετά τρώνε, χαιρετιούνται γεμάτοι φιλοφρονήσεις κι ο καθένας τραβά τον δρόμο του. Άλλο σύμπαν η βιομηχανία, άλλο η πολιτική. Ασύμβατα; Διόλου, απλώς οι «συμπράξεις» γίνονται αλλού, σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις μέσα σε κλειστά γραφεία όπου κανένας δεν ακούει τι διαμείβεται. Ξέρουμε βέβαια κι ας μην ακούμε: «Κάνε μου αυτό υπουργέ μου, αλλιώς θα το κλείσω το εργοστάσιο και βγάλτα εσύ πέρα με 300 άνεργους.» Κι απ’ την άλλη, «κάνε μου εκείνο και δώσε μου το άλλο αγαπητέ μου βιομήχανε, αλλιώς θα σου στείλω την εφορία και θα σε γονατίσω.»

Όλοι οι πολιτικοί; Όχι. Όλοι οι βιομήχανοι; Και πάλι όχι. Αλλά οι περισσότεροι από αμφότερες τις πλευρές. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Όχι μόνο διότι αυτού του είδους η διαπλοκή είναι προαιώνιο χούι και των δύο πλευρών, αλλά διότι σ’ αυτό τον τόπο κανένας δεν θέλει πραγματικά την βιομηχανία. Ούτε ο κόσμος, ούτε οι πολιτικοί, ούτε καν οι ίδιοι οι βιομήχανοι. Έχει φτιαχτεί λοιπόν μια υπερυθμισμένη αγορά, αργή και δυσκίνητη σαν παλιό αρματαγωγό, που κινείται σε αρνητικό περιβάλλον και κάθε μικρό βηματάκι σ’ αυτήν προϋποθέτει προσωπική συμφωνία με κάποιον εκπρόσωπο του «γκουβέρνου».

Αυτό συνέβαινε από παλιά, το ίδιο συνεχίζεται και σήμερα. Για να μην πάω στους καιρούς του προπατορικού αμαρτήματος, και ο Σημίτης το ‘παιξε αυτό το παιχνίδι και ο Καραμανλής και ο Τσίπρας και τώρα έτσι παίζεται. Ένα ξενοδοχείο-τέρας φτιάχνει ο καθένας όπου και όποτε θέλει χωρίς να χρειάζεται καμιά μεσολάβηση. Βιομηχανία δεν φτιάχνει, του την πέφτουν από παντού. Ο ξενοδόχος είναι αποδεκτός και σεβαστός απ’ όλους, ο βιομήχανος έχει μεν χρήμα αλλά κοινωνικά είναι de facto ένοχος. Μολύνει, καταπιέζει, κλέβει, κατά τα στερεότυπα.

Η βιομηχανική ανάπτυξη μοιάζει πολύ με την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Όλοι θέλουν την βιομηχανία γενικώς, αλλά κανείς δεν θέλει μια βιομηχανία στην περιοχή του, όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι γενικώς υπέρ της αξιολόγησης αλλά πάντα εναντίον κάθε συγκεκριμένου σχεδίου αξιολόγησης. Που καταλήγει όλο αυτό; Ότι κάθε βιομήχανος έχει τον προστάτη του πολιτικό, κάθε πολιτικός έχει τον φίλο του βιομήχανο (με ό,τι σημαίνει αυτό), αλλά η ίδια η βιομηχανία σέρνεται.

Οπότε δεν αρκεί ν’ αλλάξει μόνο το φορολογικό ή το εργασιακό ή το χρηματοδοτικό πλαίσιο. Πρέπει ν’ αλλάξει όλη η αντίληψη της κοινωνίας για την βιομηχανία. Που την είχαμε κάποτε σε αξιόλογο βαθμό και την στείλαμε στον διάολο για να γίνουμε διαφημιστές, καφετζήδες και ρεσεψιονίστ. Οπότε όσα ηρωικά ακούγονται στον ΣΕΒ εγώ τ’ ακούω βερεσέ. Λέγονται για να λέγονται. Οι βιομήχανοι τα βολεύουν, οι πολιτικοί τα καταφέρνουν, το πρόβλημα της χώρας είναι στην βιομηχανία και στην πολιτική.