Από τη νεολιθική εποχή συναντάμε λατρείες και απεικονίσεις της αναδημιουργίας. Είναι όμως λαθεμένη η ταύτιση της αναδημιουργίας που αναπαριστά τη γεωργία με την ανάσταση. Ακόμη κι όταν συναντάμε αφηγήσεις και εικόνες επιστροφής από τον Άδη, η ταύτιση δεν ισχύει. Διότι η Ανάσταση του Ιησού δεν έχει σχέση με αυτά.
Η Ανάσταση αυτή παραπέμπει στην ιστορία των Εβραίων. Πάσχα (= Έξοδος) ονομάζεται η ομαδική φυγή των Εβραίων από τη γη της δουλείας (Αίγυπτος) προς τη γη των προγόνων, τη Χαναάν (σήμερα Ισραήλ). Κατά τον ίδιο τρόπο οι πιστοί του Ιησού θα φύγουν από τη γη της δουλείας στην ανομία και θα βαδίσουν προς τη γη του Θεού.
Στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού δεν υπήρξε ικανή αγιογραφία. Αυτά που σώθηκαν σε σαρκοφάγους στις κατακόμβες της Ρώμης ακολουθούν την ελληνιστική ζωγραφική. Εκεί βλέπουμε την Ανάσταση του Λαζάρου εγχάρακτη, όχι όμως του Ιησού.
Στις αρχές του 6ου αιώνα βλέπουμε αναφορά στην Ανάσταση στον ναό του αγίου Απολλιναρίου (Ραβέννα): οι Μυροφόρες στέκονται μπροστά στον κενό τάφο του Ιησού, όπου τις περιμένει ο άγγελος να τους πει πως ο Ιησούς αναστήθηκε. Το θέμα της Ανάστασης διατηρείται ακόμη σήμερα σε πολλές εκκλησιές.
«Ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος -ὡς ὁ κατεξοχὴν βυζαντινὸς εἰκονογραφικὸς τύπος τῆς ὀρθόδοξης Ἀναστάσεως- ἐπικρατεῖ ὁριστικὰ στὴν Ἀνατολή, κυρίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Μακεδόνων καὶ τῶν Κομνηνῶν», γράφει ο Γιώργος Αντουράκης.
Και προσθέτει: «Στὴν περίοδο αὐτὴ -καὶ μάλιστα στοὺς 11ο καὶ 12ο αἰῶνες- συναντοῦμε τὰ καλύτερα δείγματα σὲ ψηφιδωτὰ καὶ τοιχογραφίες.» Κορυφαία μένει η απεικόνιση που δημιούργησε ο μεγάλος Μανουήλ Πανσέληνος.
Μόνο τον 14ο αιώνα συναντάμε στη Δύση εικόνα της Ανάστασης, στον ναό του Αγίου Ανδρέα στη Φλωρεντία. Ο Γερμανός Ματίας Γκρύνεβαλντ στις αρχές του επόμενου αιώνα εικόνισε την Ανάσταση και ο Ραφαήλ έδωσε μεγάλη ώθηση με το αντίστοιχο δικό του έργο.
Ακολούθησαν πολλοί ζωγράφοι, άλλοτε σε εκκλησιές κι άλλοτε σε καθαρά εικαστικά έργα. Μέσα στους θησαυρούς της δυτικής τέχνης συγκαταλέγεται η Ανάσταση του Γκρέκο και η Ανάσταση του Σαγκάλ.
Στη σύγχρονη τέχνη δεν είναι λίγοι οι ζωγράφοι που έχουν θέμα την Ανάσταση. Για την Ελλάδα, η σύγχρονη ελληνική αγιογραφία έχει προσφέρει αξιοθαύμαστα έργα με θέμα την Ανάσταση: του π. Σταμάτη Σκλήρη, οι Μυροφόροι του Γιώργου Κόρδη κ.ά.
Πριν γίνει η «Ανάσταση» θρησκευτική δοξασία του Χριστιανισμού, έζησε ως μύθος και ποιητική προσδοκία στις παραδόσεις των λαών που προηγήθηκαν, ιστορικά, των Εβραίων.
Οι Έλληνες είχαν προσωποποιήσει στις θεότητές τους φυσικούς νόμους της αναδημιουργίας. Έπλεξαν τον μύθο της Περσεφόνης που έμενε έξι μήνες στον Άδη μαζί με τον Πλούτωνα και έξι μήνες στον Όλυμπο μαζί με τη Δήμητρα για να συμβολίσουν τον θάνατο και την ανάσταση στον φυσικό κόσμο.
Οι ανατολικοί λαοί όπως οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Πέρσες, οι Ασσύριοι πίστεψαν στη μεταθανάτια ανθρώπινη μοίρα. Οι προφήτες που έζησαν και σκέφτηκαν στο ιστορικό σταυροδρόμι όλων αυτών των λαών, πήραν μαζί με τις άλλες παραδόσεις τους και την Ανάσταση των νεκρών.
Η δύναμη της δοξασίας δεν είχε την πηγή της μόνο στο αντιφέγγισμα των φυσικών νόμων στη σκέψη, αλλά και στην αδυναμία του ίδιου του ανθρώπου να δεχθεί ανεπιφύλακτα τη φοβερή εικόνα του θανάτου για το είδος του. Η επιθυμία και η ευχή για τη συνέχεια της ζωής μας στο άπειρο, μ’ αυτό το σκήνωμα που λέγεται άνθρωπος, έγινε πίστη και λατρεία.
Ο Χριστιανισμός καλλιεργήθηκε σ’ ένα έδαφος οργωμένο μ' αυτή την ανατολική παράδοση της Ανάστασης των νεκρών.
Μα η δοξασία για την αυτούσια επάνοδο των ανθρώπων από τον τάφο στη ζωή, παρ’ όλο που έγινε κοινή θρησκευτική συνείδηση στην Ιουδαία, δεν μπόρεσε να μεταφυτευθεί στην Ελλάδα που είχε καλλιεργηθεί με τη σωκρατική θεωρία της αθανασίας της ψυχής και όχι της ανάστασης του σώματος.
Ο Παύλος αν προσέκρουσε στη δυσπιστία των Αθηναίων, ήταν κυρίως γι’ αυτήν την ανατολική θεωρία της ανάστασης: «Και ακούσαντες ανάστασιν νεκρών, οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον: περί τούτου θέλομεν σε ακούσει πάλιν (πράξεις ΙΗ,32). Ο Παύλος ζήτησε τότε να προσαρμόσει την ιουδαϊκή πίστη στην ελληνική φιλοσοφία και για πρώτη φορά στην Α’ Επιστολή προς Κορινθίους προσπαθεί να ερμηνεύσει την ασιατική παράδοση για την αυτούσια ανάσταση των νεκρών με τη βοήθεια της φιλοσοφίας του Πλάτωνος: ούτω και η ανάστασις των νεκρών, σπείρεται σώμα ζωικόν, ανίσταται σώμα πνευματικό» (κεφ. ΙΕ’44).
Η δοξασία της Ανάστασης πήρε στον Χριστιανισμό κεντρική σημασία, γιατί συνδέθηκε με την πίστη της Ανάστασης του Ιησού.
Αλλά η πίστη αυτή δεν είχε πάντα το ίδιο εικονογραφικό περιεχόμενο στην Τέχνη. Στη μακρά ιστορική διαδρομή της χριστιανικής θρησκείας, η ιδέα για την Ανάσταση πέρασε διάφορα στάδια.
Τα μνημεία της Χριστιανικής Τέχνης, από τις ρωμαϊκές κατακόμβες ίσαμε τις εικόνες της Αναγέννησης, μας πληροφορούν για την ιστορία των ιδεών της ανθρωπότητας στους αιώνες γύρω από την πανάρχαιη θρησκευτική ελπίδα της Ανατολής.
Επί τρεις αιώνες οι Χριστιανοί αποφύγανε να δώσουν μια εικαστική αναπαράσταση Ανάστασης. Την συμβολίζανε μ' ένα σταυρό γυμνό, στολισμένο με δύο περιστέρια. Ταυτιζόταν το πάθος και η κάθαρση της Ζωής εν Τάφω με το μύθο του Ιωνά, που έμεινε τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κοιλιά του κήτους.
Οι καλλιτεχνικές γενικά αναπαραστάσεις των πρώτων χριστιανικών αιώνων έχουν ένα χαρακτήρα αφηρημένο, αόριστο, μυθικό. Τους λείπει η σαφήνεια και τα σύμβολα προτιμούνται από τη διήγηση. Η μνήμη γεγονότων που διαδραματίστηκαν στον αισθητό κόσμο είναι αδύνατη και ασαφής.
Η τέχνη μεταφέρει από το σκότος των συνειδήσεων ένα μυστήριο που δεν έχει αρκετά διαλευκανθεί. Κάτω εκεί στην κατακόμβη, κατεργαζόταν ακόμη η θρησκευτική πίστη και μαζί η νέα καλλιτεχνική της έκφραση.
Όταν ο Χριστιανισμός βγήκε από τις κατακόμβες, ένα νέο κράτος που είχε τα δυτικά του σύνορα στην Ευρώπη καθιέρωνε επίσημη θρησκεία του τη διδασκαλία του Παύλου. Τα αστικά στοιχεία μπορούσαν να αποκατασταθούν τώρα στη μητρόπολη του Βυζαντίου.
Ο Χριστός εγκαταλείπει, στη βυζαντινή εικονογραφία, τον παλιό τύπο του Ρωμαίου υπάτου για ν’ αποκτήσει μία όψη συριακή. Είναι τώρα αυτοκράτωρ μεγάλου και πλούσιου κράτους, με ζωηρά μαύρα μάτια, σημιτική μύτη, πυκνά φρύδια, μαύρο σφιχτό υπογένειο.
Η παλιά ασιατική δοξασία της ανάστασης των νεκρών προβάλλει έντονα στην τέχνη. Το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου περιλαμβάνει αυτή τη δοξασία και η βυζαντινή εικονογραφία παρουσιάζει την Ανάσταση ως κάθοδο του Ιησού στον Άδη για την έγερση των νεκρών. Ο τύπος αυτός της Ανάστασης κυριαρχεί σε όλη τη βυζαντινή περίοδο.
Ύστερα από τη μεταρρύθμιση των Ισαύρων, ο Ιησούς δεν παρουσιάζεται με την παλιά ακαμψία και χλιδή των Αυτοκρατόρων, αλλά απλούστερος και ανθρώπινος. Η παράσταση της Ανάστασης εκφράζεται στα ψηφιδωτά του Δαφνιού με τις αναστάσεις των κοινών νεκρών και όχι του ίδιου του Ιησού.
Στον 14ο αιώνα η ιταλική Αναγέννηση δημιουργεί με τον Τζιότο το σύγχρονο εικονογραφικό τύπο της Ανάστασης. Είναι η σύνθεση αυτή εμπνευσμένη από το Ευαγγέλιο του Ιωάννου και παρουσιάζει τον Ιησού να τινάζεται από το μνήμα που το φρουρούν δύο άγγελοι.
Ο Περουτζίνο, ο Φρα-Μπαρτολομέο συνεχίζουν την εικονογραφική επανάσταση του Τζιότο, που αρχίζει σιγά - σιγά στον 17ο αιώνα να καθιερώνεται και στην Ελλάδα.
Όταν ο Γκρέκο έδωσε την Ανάστασή του, η ανατολική εικονογραφία, από την Κρήτη, ίσαμε την Επτάνησο, είχε μετασχηματισθεί στη νέα εικονογραφική και αισθητική βάση της Αναγέννησης και είχε αποδεχθεί τον εικαστικό της τύπο.
Η Ανάσταση δεν είναι πια η κάθοδος στον Άδη, αλλά η άνοδος στη ζωή. Η Ανάσταση της Αναγέννησης είναι ένας χαιρετισμός στο γυμνό σώμα του Θεού, στο φως και στη χαρά της ζωής.
Η δοξασία της Ανάστασης παίρνει στον ευρωπαϊκό κόσμο τον παλιό φυσιοκρατικό συμβολισμό των Ελλήνων και υψώνεται στις συνειδήσεις ως η θρησκευτική έκφραση της αναδημιουργίας της Φύσης και της Ζωής.