Αναστασία Μπορίσοβνα: Υγειονομική εξέταση (+18)

Αναστασία Μπορίσοβνα: Υγειονομική εξέταση (+18)

Δύσκολες ζωές, χαμένες στις μυλόπετρες ενός συστήματος που δεν υπολόγιζε την ανθρώπινη ζωή. 

Δύσκολη κι η γλώσσα των στρατοπέδων. Ωστόσο, ο αναγνώστης θα πρέπει να δείξει επιείκεια γι’ αυτή, γιατί προέρχεται από ανθρώπους που κατέβηκαν και τα επτά σκαλιά της κόλασης. 

* * *

- Η επόμενη! 

Στο παράπηγμα της υγειονομικής εξέτασης και «επεξεργασίας» υπήρχαν πέντε πάγκοι. Πάνω από τους πάγκους ήταν αναμμένες τρεις λάμπες που έριχναν ανελέητο φως: παράθυρα στους πλίθινους τοίχους δεν υπήρχαν. 

Τέσσερα βρώμικα γυναικεία κορμιά ξάπλωσαν στους πάγκους με σηκωμένα χέρια και ελαφρώς ανοιχτά πόδια, για το ξύρισμα των μασχαλών και της περιοχής ανάμεσα στα γεννητικά όργανα και τον πρωκτό. Η πλήρης αφαίρεση όλων των τριχών ήταν αυστηρός κανόνας του Στρατοπέδου Εργασίας - Αναμόρφωσης Νο 26. Έτσι πολεμούσαν τις ψείρες. 

Μία από τις εξεταζόμενες έσφιγγε στο χέρι ένα πετρωμένο, ματωμένο κουρέλι, το οποίο κοίταξε με σιχασιά ο κουρέας. Ήταν συνηθισμένοι, άλλωστε σε αυτές τις εικόνες. Τέσσερις ελεύθεροι υπάλληλοι εργαζόταν ως υπεύθυνοι του ξυρίσματος. Δούλευαν γρήγορα και μεθοδικά. Τα δάχτυλα του γλιστρούσαν εξαιτίας του σαπουνιού και ήταν παγωμένα, λες κι ήταν νεκροί. Οι μακριές, λαστιχένιες ποδιές που φορούσαν τους έκαναν να μοιάζουν με χασάπηδες. Ακολουθούσαν μερικές κινήσεις των ξυραφιών και από τους πάγκους σηκώκονταν απολύτως άτριχα πλάσματα και πήγαιναν στο προθάλαμο των λουτρών. 

- Η επόμενη! 

Ξάπλωναν τα επόμενα τέσσερα κορμί. 

Η ομάδα μεταγωγών στο Γυναικείο Στρατόπεδο Νο 26 ήταν μεγάλη και έφτασε με το τραίνο. Η παραμικρή καθυστέρηση κατά την διαδικασία της «υγειονομικής επεξεργασίας», σήμαινε λιγότερο χρόνο παραμονής στα πολυπόθητα λουτρά. Οι γυναίκες είχαν να πλυθούν περισσότερο από ένα μήνα μέσα στο πνιγηρό λόγω του καύσωνα βαγόνι και τις έδιναν από μικρό κύπελλο βρώμικου νερού την ημέρα. Τα μαλλιά τους ήταν μπερδεμένα, η επιδερμίδα τους είχε ξεραθεί λόγω αφυδάτωσης, βρωμούσαν. Όλες στέκονταν στους τοίχους, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους, προσπαθώντας να κρύψουν με τα χέρια το στήθος και τα γεννητικά τους όργανα. Σε πολλά ανάμεσα στα πόδια κρέμονταν τα πανιά για την περίοδο. Κατά ένα παράξενο τρόπο, κατά την διάρκεια της μεταγωγής, η περίοδος ερχόταν σε πολλές μαζί ταυτόχρονα. 

Ξαφνικά, υπήρξε μία καθυστέρηση. 

Ο τέταρτος πάγκος ήταν άδειος. 

- Η επόμενη, λέω! Φώναξε ο άντρας που ξύριζε στον τέταρτο πάγκο. 

Κουλουριασμένη μία γυμνή, γκριζομάλλα γριά, με ρυτιδιασμένο δέρμα, θαρρείς και ήταν κέλυφος από το οποίο είχαν τραβήξει τον αέρα, συνέχιζε να τρέμει, μην μπορώντας να κουνηθεί από την θέση της. 

- Σας παρακαλώ... σας ικετεύω να μου δώσετε το ξυράφι. Μην με αγγίζετε... Θα το κάνω μόνη μου... Σας παρακαλώ, σας ικετεύω να μου αφήσετε έστω λίγη ανθρώπινη αξιοπρέπεια. 

Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπο της ψηλής γριούλας. 

- Είστε τόσο νέοι. Θυμηθείτε τις μάνες σας, τις δασκάλες, τις γιαγιάδες σας, επιτέλους! Θα θέλατε να τους κάνουν τα ίδια...

- Έλα, τελείωνε, γριά πουτάνα, άσε τα καπρίτσια, έχουμε άλλα 134 μουνιά να ξυρίσουμε στην βάρδια μας! - Πρόσταξε, με φωνή άγρια, ο άντρας που ξύριζε στον τέταρτο πάγκο. Ήταν ένας από τους ποινικούς, από τα «καρφιά», ο οποίος είχε εκτίσει την ποινή του και δεν είχε να πάει πουθενά, έτσι δούλευε πλέον στο στρατόπεδο ως υπάλληλος. Είχε χάσει όλα τα μπροστινά του δόντια, παλιά ανάμνηση για το πως τον είχαν «δουλέψει» καλά όλοι οι κρατούμενοι στο παράπηγμα, επειδή έκλεβε το συσσίτιο. 

Η Αναστασία Μπορίσοβνα Αντρέγιεβα - Σβίρσκαγια, είχε καταδικαστεί με την κατηγορία της αντεπαναστατικής, τροτσικιστικής δράσης, ήταν 62 ετών, επίτιμος καθηγήτρια πολλών ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, με μεγάλη προσφορά στην μελέτη του έργου του Σαίξπηρ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Μόσχας. 

Όπως ήταν φυσικά, δεν ήθελε να γδυθεί και να ξαπλώσει με ανοιχτά πόδια στον πάγκο. 

Όλες οι γυναίκες που ανήκαν στην ομάδα μεταγωγής, κοιτούσαν την Αναστασία Μπορίσοβνα με κακία. 

Στα όρια της τρέλας με την σκέψη για την αναπόφευκτη ταπείνωση, η καθηγήτρια Αντρέγιεβα - Σβίρσκαγια, ορκιζόταν πως «θα το κάνω μόνη μου, θα το κάνω μόνη μου», αποκαλούσε τους άντρες που ξύριζαν «σύντροφοι κουρείς», και, στην συνέχεια, σε μία κατάσταση πολύ κοντά στην τρέλα, άρχισε να απαγγέλει κάποιους στίχους...

Ο άντρας χωρίς δόντια, κοιτούσε ερωτηματικά τους φρουρούς, μη ξέροντας τι να κάνει. 

- Μην χαλάτε την τάξη, κρατούμενη! Κάντε ό,τι πρέπει!- Είπε, κάνοντας ένα βήμα εμπρός,  ένας νεαρούλης φρουρός, με καινούριες επωμίδες, προτάσσοντας δειλά το όπλο του. 

Η Χάννα μπήκε μπροστά. 

- Εγώ. Εγώ είμαι η επόμενη. 

Ξάπλωσε στον πάγκο, γλιτώνοντας την Αναστασία. 

Ο άντρας που ξύριζε, ανασήκωσε τους ώμους κι άρχισε την δουλειά του. 

Η Αναστασία Μπορίσοβνα συνέχιζε να στέκεται στον τοίχο, σφίγγοντας γερά τα γόνατά της, τρέμοντας και προσπαθώντας σπασμωδικά να κρύψει με τα χέρια την γύμνια της. 

Η σκέψη πως μπορεί να χάσει την Αναστασία Μπορίσοβνα ήταν ανυπόφορη για την Χάννα. 

Η καθηγήτρια Αντρέγιεβα - Σβίρσκαγια, ήταν εκείνη που στην στήριξε στο τραίνο... Που την έσωσε. 

* * *

Την δεύτερη ημέρα του ταξιδιού η Χάννα αποφάσισε και έδωσε στην κλέφτα από το Ροστόβ Φίξα, το μερίδιο από το ψωμί της, σε αντάλλαγμα το σχοινί, το οποίο «νοίκιαζε» στους αυτόχειρες. Η Αναστασία Μπορίσοβνα, είχε δει αυτή την «ανταλλαγή» και αμέσως τα κατάλαβε όλα. Πήγε στην Χάννα και με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, της είπε: 

- Give it back. You must live. 

Άρπαξε, κυριολεκτικά, από τα χέρια της Χάννα το σχοινί και το έδωσε στην Φίξα, η οποία, ανασήκωσε με αδιαφορία τους ώμους και πήγε να βρει νέους «πελάτες». 

Η αυστηρή φωνή και το ύφος της μητρικής γλώσσας, έκαναν την Χάννα να συνέλθει. 

—What for? I betrayed my husband. I ‘ve lost my daughter. I don’t deserve to live.

—Stop this nonsense! – Είπε, αυστηρά η καθηγήτρια Αντρέγιεβα-Σβίρσκαγια, μιμούμενη άθελά της το ύφος της γκουβερνάντας της, της μις Λεντμπέττερ. - 

- Tell me everything and I will tell you why you must live! 
 

Η Χάννα, για πρώτη φορά μετά την σύλληψή της, ξάπλωσε μπρούμυτα στο ξυλοκρέβατο της Αναστασίας Μπορίσοβνα και άρχισε να κλαίει. Έκλαιγε πικρά και για ώρα πολλή. Τα δάκρυά της ήταν εκείνα που ακύρωσαν την επιθυμία της να πηδήξει από το πάνω ξυλοκρέβατο με την θηλιά στο λαιμό της, όπως έκανε πριν από λίγες ημέρες η 17χρονη πανέμορφη Κίρα Γκρομόβα, κόρη εκτελεσμένου εχθρού του λαού, του συνταγματάρχη Γκόμοφ. Μέλος της Εταιρείας Αρωγής της άμυνας, της χημικής βιομηχανίας και της αεροπορικής βιομηχανίας, αλλά και τυφεκιοφόρος του Βοροσίλοφ, θεωρούσε πως η ταμπέλα «Μέλος οικογένειας προδότη του λαού» ήταν ασύμβατη με την ίδια την ζωή. 

* * *

Στο «Παράπηγμα υγειονομικής επεξεργασίας» υπήρχαν δύο φρουροί, οι οποίοι κάθονταν στον πάγκο δίπλα στην πόρτα και κάπνιζαν. Ήταν και οι δύο νεοσύλλεκτοι, ο ένας ήταν ένα παλικαράκι με τρυφερό λαιμό, γαλανομάτης από τον Λένινγκραντ, η στολή του ήταν κάπως μεγάλη, ο άλλος ήταν ένας κοντόχοντρος από τον Καύκασο. Και οι δύο, προσπαθούσαν με όλες τους τις δυνάμεις, αλλά ανεπιτυχώς, να τραβήξουν τα βλέμματά τους από τις γυμνές γυναίκες και δεν ήξεραν τι να κάνουν τώρα με εκείνη την γυναίκα που αρνιόταν να υποβληθεί στην διαδικασία και τους θύμιζε την γριά δασκάλα τους. 

- Έλα τώρα, γριά σκύλα, ξάπλωσε χωρίς φασαρία, - μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η ποινική Κόσκα. - Ποιος να θελήσει το γέρικο, βρωμερό μουνί σου... Κοίτα να δεις που οι καταραμένοι μπουρζουάδες θέλουν να περνούν καλύτερα από μάς. Ξάπλωσε, πουτάνα αλλιώς θα σου βγάλω τα μάτια. 

Η λεία, όμορφη Κόσκα, άρχισε να πλησιάζει την Αναστασία που έτρεμε. 

- Αϊ, τράβα στην θέση του! - Φώναξε στην Κόσκα, ο καυκάσιος, προτάσσοντας το όπλο του. 

Εκείνη την στιγμή άνοιξε διάπλατα η πόρτα και μπήκε στο «Παράπηγμα υγειονομικής επεξεργασίας» ο ίδιος ο υποδιοικητής του στρατοπέδου Κριβοσέκιν, γνωστός με το παρατσούκλι Κλικ. 

Οι φρουροί στάθηκαν προσοχή. 

Όταν ο Κλικ μιλούσε, το χείλος του σηκωνόταν ψηλά, αποκαλύπτοντας ένα επιπλέον δόντι που είχε φυτρώσει στα ούλα του. 

- Λοιπόν, φρουρέ, ανέφερε πως διεξάγεται η υγειονομική επεξεργασία, ρώτησε, κοιτάζοντας με περιέργεια τις γυναίκες. 

- Μία κρατούμενη... να, εκείνη εκεί, σύντροφε υποδιοικητά, - άρχισε να αναφέρει ο νεαρούλης από το Λένινγκραντ. - Αυτή η κρατούμενη... δεν θέλει να την ξυρίσουν... αρνείται. 

- Η κρατούμενη δεν θέλει; Η κρατούμενη αρνείται; - Είπε με φωνή που έκανε τους πάντες μέσα στο παράπηγμα να παγώσουν. 

- Σύντροφε... συγγνώμη, δεν γνωρίζω το όνομά σας... - άρχισε να λέει η Αναστασία. - Επί σειρά πολλών ετών δίδασκα τους φοιτητές, μεταξύ άλλων και μαρξιστική - λενινιστική φιλοσοφία. Δεν χρειάζεται να μιλάτε έτσι στους κρατούμενους... δεν είναι ανάγκη... καταλαβαίνετε... Είμαστε άνθρωποι, έχουμε αξιοπρέπεια... υπολείμματα αξιοπρέπειας... η επανάσταση έγινε... η επανάσταση απελευθέρωσε...

- Νεοσύλλεκτος; - Ρώτησε ο Κριβοσέκιν το παλικαράκι από το Λένινγκραντ, χωρίς να τραβάει το εξεταστικό βλέμμα του από την Κόσκα. 

Εκείνος έγνεψε. 

- Μάλιστα. Στρατιωτική-Πολιτική Σχολή Μεθοριακών και Εσωτερικών Στρατευμάτων του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων στο Νόβο-Πετεργκόφ, απάντησε κοφτά. 

- Καλώς. Εκεί μάθατε την θεωρία, νεοσύλλεκτε. Εδώ θα κάνεις πρακτική. Κατάλαβες; 

- Μαλι...

Ο Κλικ πλησίασε πιο κοντά στην κουλουριασμένη γυμνοή γριούλα... και με φόρα χτύπησε με την τέλεια γυαλισμένη μπότα του στο στομάχι του εχθρού. 

Όλοι κοίταξαν την Αντρέγιεβα-Σβίρσκαγια, η οποία χωρίς να βγάζει κανέναν ήχο προσπαθούσε να αναπνεύσει, στριφογυρίζοντας στο βρωμερό, ξύλινο πάτωμα και όλοι είδαν τον γκρίζο, από καιρό μαραμένο κόλπο της με τις λιγοστές γκρίζες τρίχες και τις μελανιασμένες αιμορροΐδες ανάμεσα στα τσαλακωμένα κουρέλια των γλουτών της. 

Οι νεοσύλλεκτοι στέκονταν, με κομμένη την ανάσα και γουρλωμένα τα μάτια. 

Ο Κριβοσέκιν πήρα από τον πάγκο ένα κουρέλι και με σιχασιά σκούπισε τις μπότες του. 

- Είναι καμιά άλλη που θέλει να αρνηθεί; Ρώτησε και έκανε ένα νεύμα τους νεοσύλλεκτους. - Στον πάγκο και να την δουλέψουν όπως πρέπει. Κρατούμενες, ακούστε. Μετά την επεξεργασία, είναι το λουτρό, η παραλαβή των ρούχων και των αριθμών. Αυτό το ζώο κατέφερε να μειωθεί ο χρόνος σας για πλύσιμο... (κοίταξε το ρολόι του): κατά μισή ώρα. 

- Αχ, σκύλα! - Φώναξε η Κόσκα. 

Οι κρατούμενες σώπαιναν. 

Οι φρουροί πλησίασαν την Αναστασία για να την σηκώσουν και να την βάλουν στον πάγκο. Είχε πάψει να στριφογυρίζει και ήταν ακίνητη. 

- Σύντροφε υποδιοικητά.... δεν αναπνέει, μάλλον. 

- Αν δεν αναπνέει, παραχώστε την, είπε ο Κριβοσέκιν και βγήκε θυμωνέμος. 

Αυτή η ομάδα που ήρθε ήταν όλες χάλια. Δεν του άρεσε καμιά.