Λέγεται πως ο θάνατος του ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι το 1986 και ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ έδωσε εντολή να επανεξεταστούν όλες οι υποθέσεις των φυλακισμένων αντιφρονούντων.
Μπορεί ο Ανατόλι Μάρστενκο να έζησε μόλις 49 χρόνια, πρόλαβε όμως να κάνει πολλά στο κίνημα των αντιφρονούντων αλλά και για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Γεννήθηκε στο μακρινό Νοβοσιμπίρσκ, δεν θέλησε να σπουδάσει και μετά την 8η τάξη άρχισε να εργάζεται οικοδόμος, συμμετέχοντας στην κατασκευή του Ατμοηλεκτρικού Σταθμού Ηλεκτρικού Ρεύματος στη γενέθλια πόλη.
Χωρίς να έχει καμία συμμετοχή σε καυγά των εργατών με εκτοπισμένους Τσετσένους, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται το 1958, καταφέρνει να αποδράσει και να ζήσει περίπου ένα χρόνο ελεύθερος με πλαστά έγγραφα. Προσπαθεί από φύγει παράνομα από τη ΕΣΣΔ διασχίζοντας τα ιρανο-σοβιετικά σύνορα, μα τον συλλαμβάνουν και αυτή τη φορά καταδικάζεται σε 6ετή φυλάκιση για «Εσχάτη προδοσία». Το 1966 αποφυλακίζεται και εγκαθίσταται κοντά στην πόλη Βλαντίμιρ στην Κεντρική Ρωσία. Στο μεταξύ, στη φυλακή, έχει γνωρίσει τον γνωστό αντιφρονούντα συγγραφέα Γιούλι Ντανιέλ και έτσι μπαίνει στους κύκλους της μοσχοβίτικης underground λογοτεχνίας. Το 1967 έγραψε το βιβλίο «Η κατάθεσή» μου, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις παράνομες χειρόγραφες ή δαχτυλόγραφες εκδόσεις της εποχής, αλλά και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες του κόσμου, αφού φίλοι του είχαν φροντίσει να το στείλουν κρυφά στη Δύση.
Στις 22 Ιουλίου 1968 έγραψε μία ανοιχτή επιστολή προς τα δυτικά ΜΜΕ καταδικάζοντας την σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Συλλαμβάνεται και καταδικάζεται για «παραβίαση της νομοθεσίας περί μονίμου κατοικίας» σε ένα έτος φυλακή. Αποφυλακίζεται το 1970 και συνεχίζει τη δράση του, ενώ η σοβιετική κυβέρνηση τον πιέζει να αυτοεξοριστεί για να απαλλαγεί από αυτόν, όπως έκανε και με πολλούς άλλους αντιφρονούντες εκείνη την εποχή. Αρνείται. Τον συλλαμβάνουν ξανά και καταδικάζεται για παραβίαση της «αναστολής» σε 4 χρόνια εξορία. Στο μεταξύ έχει προλάβει να γίνει μέλος του Παρατηρητηρίου του Ελσίνκι για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ε.Σ.Σ.Δ.
Το 1979 αμνηστεύεται, αλλά συλλαμβάνεται για 6 φορά το 1981 με την κατηγορία της «αντισοβιετικής προπαγάνδας» και καταδικάζεται σε 10 χρόνια φυλακή σε σωφρονιστικό κατάστημα υψηλής ασφάλειας και 5 χρόνια εξορίας. Στις 4 Αυγούστου ξεκινάει απεργία πείνας σε μια προσπάθεια να βελτιωθεί η κατάσταση των πολιτικών κρατουμένων στην Ε.Σ.Σ.Δ. Τον ταΐζουν βίαια. Διαμαρτύρεται με επιστολή του στον Γενικό Εισαγγελέα της χώρας. Μάταια. Η απεργία πείνας κράτησε 117 μέρες, με μικρά διαλείμματα, όταν η διεύθυνση της φυλακής τον έστελνε στο νοσοκομείο, γιατί φοβόταν μην πεθάνει στα χέρια της. Άλλη μία στραβή στη βάρδια τους, ήταν κάτι που δεν το ήθελε κανείς.
Πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου 1986. Ο θάνατος προκάλεσε σοκ στη σοβιετική κοινωνία που έκανε τα πρώτα της βήματα στην εποχή της Περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Δύο χρόνια αργότερα, το 1988, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τίμησε μετά θάνατον τον αγωνιστή της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ανατόλι Μάρτσενκο με το βραβείο Σάχαροφ.
Η κατάθεσή μου
Ανατόλι Μάρτσενκο (1938-1986)
Ιδού λοιπόν μία από τις ιστορίες μου – το μόνο που τη διαφοροποιεί από τις άλλες είναι η επινόηση. Αυτή η ιστορία συνέβη μπροστά στα μάτια μου την άνοιξη του 1963.
Ένας από τους συγκρατούμενους μου, ο Σεργκέι Κ, έχοντας φτάσει στην κατάσταση της απόλυτης απόγνωσης, εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας όλων των απεργιών πείνας, της αυθαιρεσίας, της αδικίας, αποφάσισε ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να σακατέψει τον εαυτό του. Από κάπου είχε περιμαζέψει ένα κομμάτι συρματόπλεγμα, έφτιαξε από αυτό ένα αγκίστρι και έδεσε μια πετονιά (που έφτιαξε ξηλώντας τις κάλτσες του). Νωρίτερα είχε φέρει δύο καρφιά που τα είχε κρύψει στην τσέπη του κι είχαν γλιτώσει από τις έρευνες. Το μικρότερο καρφί, το κάρφωσε στη γαβάθα – το κάρφωσε σιγά – σιγά, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο και τον ακούσουν οι δεσμοφύλακες, σε αυτό το καρφί έδεσε την πετονιά με το αγκίστρι. Εμείς, οι υπόλοιποι κρατούμενοι μέσα στο κελί, σιωπηλοί τον βλέπαμε – δε ξέρω τι συναισθήματα είχαν οι άλλοι ∙ δεν προβλέπεται όμως να ανακατευτεί κανείς, ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει με τον εαυτό του και τη ζωή του.
Ο Σεργκέι πλησίασε στο τραπέζι, ξεντύθηκε εντελώς, κάθισε σε ένα σκαμνί και κατάπιε το αγκίστρι του. Τώρα πια, αν οι δεσμοφύλακες ανοίξουν την πόρτα ή το άνοιγμα απ’ όπου μας έδιναν το φαγητό, εκείνον χωρίς να το θέλει θα το τραβήξουν προς την πόρτα, και θα μπορεί να κόψει την πετονιά μέσα από τη χαραμάδα του ανοίγματος που έδιναν το φαγητό. Για σιγουριά ο Σεργκέι πήρε το δεύτερο καρφί κι άρχισε να καρφώνει τον όσχεο του στο σκαμνί που καθόταν. Τώρα πια κάρφωνε το καρφί με θόρυβο, υπολογίζοντας και προσπαθώντας να προλάβει να το καρφώσει εντελώς πριν έρθει ο δεσμοφύλακας. Και πραγματικά, κατάφερε να το καρφώσει μέχρι τέλους.
Ακούγοντας τα χτυπήματα και κουδουνίσματα εμφανίστηκε ο δεσμοφύλακας, παραμέρισε το κάλυμμα από το ματάκι της πόρτας και κοίταξε μέσα στο κελί. Προφανώς, αρχικά κατάλαβε μόνο ένα πράγμα: ο κρατούμενος έχει ένα καρφί, ο κρατούμενος καρφώνει ένα καρφί! Και η πρώτη αντίδραση, προφανώς, ήταν να του το πάρει! Άρχισε να ξεκλειδώνει την πόρτα. Τότε ο Σεργκέι του φώναξε εξηγώντας του πως έχουν τα πράγματα. Ο δεσμοφύλακας τα έχασε.
Σύντομα στο διάδρομο, μπροστά στην πόρτα μας μαζεύτηκαν πολλοί δεσμοφύλακες. Κοιτούσαν από το ματάκι, φώναζαν στο Σεργκέι να κόψει τη πετονιά. Στη συνέχεια, όταν πείστηκαν ότι δεν σκοπεύει να το κάνει, οι δεσμοφύλακες απαίτησαν κάποιος από εμάς να κόψει τη πετονιά. Εμείς καθόμασταν στα κρεβάτια μας, χωρίς να σηκωνόμαστε από αυτά: κάποιες στιγμές κάποιος από εμάς πετούσε καμιά βρισιά ως απάντηση στις απαιτήσεις και τις απειλές. Να όμως που έφτασε η ώρα του μεσημεριανού φαγητού, στο διάδρομο ακούγαμε πως περπατούσαν οι τραπεζοκόμοι, στα γειτονικά κελιά άνοιγαν οι πορτούλες, κουδούνιζαν οι καραβάνες. Ένα παλικάρι από το κελί μας δεν άντεξε – για σκέψου, να μείνεις χωρίς φαγητό – κι έκοψε το σχοινάκι από την πορτούλα που έδιναν το φαγητό. Οι δεσμοφύλακες όρμησαν στο κελί. Μαζεύτηκαν γύρω από το Σεργκέι, αλλά δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα: το καρφί είχε μπει βαθιά μέσα στο σκαμνί και ο Σεργκέι καθόταν από πάνω του, γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του, καρφωμένος στον όσχεο. Κάποιος από τους δεσμοφύλακες έτρεξε να δώσει εξηγήσεις στη διεύθυνση και να ζητήσει οδηγίες. Επέστρεψε και μας διέταξαν να μαζέψουμε τα πράγματα μας – μας μετέφεραν σε άλλο κελί.
Δε ξέρω τι απέγινε ο Σεργκέι. Μάλλον τον έστειλαν στο νοσοκομείο της φυλακής – εκεί είναι πολλοί φυλακισμένοι – «που κάνουν κακό στον εαυτό τους»: και με σκισμένα στομάχια, και εκείνοι που ρίχνουν στα μάτια τους σκόνη από γυαλί, και εκείνοι που καταπίνουν διάφορα αντικείμενα – κουτάλια, οδοντόβουρτσες, σύρματα. Ορισμένοι τρίβουν τη ζάχαρη και την κάνουν σκόνη και μετά την αναπνέουν μέχρι να πάθουν απόστημα στους πνεύμονες . . . Τα ραμμένα με κλωστή κουμπιά σε δύο σειρές, πάνω στο γυμνό κορμί, - είναι λεπτομέρειες απλά, στις οποίες κανείς δε δίνει την παραμικρή σημασία.
Η εμπειρία του χειρουργού του νοσοκομείου της φυλακής ήταν πλούσια ∙ το πιο συνηθισμένο είναι να ανοίγει το στομάχι και αν είχε φτιάξει ένα μουσείο με τα πράγματα που έβγαζε από εκεί, θα ήταν μάλλον μια από τις πιο θαυμαστές συλλογές στον κόσμο.
Το ίδιο συχνές ήταν οι χειρουργικές επεμβάσεις για το σβήσιμο των τατουάζ. Δε ξέρω πως έχουν σήμερα τα πράγματα, αλλά τότε, τη διετία 1961 – 1963, οι επεμβάσεις αυτές γίνονταν πολύ πρωτόγονα: απλά έκοβαν ένα κομμάτι δέρματος και μετά οι άκρες τεντώνονταν και ράβονταν. Θυμάμαι έναν κρατούμενο που του έκαναν τρεις επεμβάσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο. Την πρώτη φορά του έκοψαν από το μέτωπο μια λωρίδα δέρματος με τη συνήθη σε αυτές τις περιπτώσεις επιγραφή: «Δούλος του Χρουστσόφ». Το δέρμα στο μέτωπο το τέντωσαν με χοντρή ραφή. Πήρε εξιτήριο και ξανάγραψε στο μέτωπό του «Δούλος της ΕΣΣΔ». Τον έστειλαν ξανά στο νοσοκομείο, του έκαναν ξανά επέμβαση. Και πάλι, για τρίτη φορά, χάραξε στο μέτωπό του «Δούλος του ΚΚΣΕ». Και αυτή τη φορά τον έκοψαν στο νοσοκομείο. Μετά από τρεις επεμβάσεις το δέρμα στο μέτωπο του ήταν τόσο τεντωμένο που δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια του, τον αποκαλούσαμε «ο τα πάντα ορών». . .
Εδώ πάλι, στη φυλακή Βλαντίμιροβκα, έτυχε να μείνω στο ίδιο κελί μερικές ημέρες με τον Σουμπόντι. Ήταν ένα παλικάρι συνομήλικός μου, ομοφυλόφιλος. Στη Βλαντίμιροβκα οι ομοφυλόφιλοι ήταν λίγοι, τους ήξεραν όλοι. Δεν έκαναν μεροκάματα εδώ. Την «πολιτική» ποινή την άρπαξε επειδή, όταν ήταν σε ένα συνηθισμένο στρατόπεδο, υπέβαλε τα παράπονα του – δεν άντεξε την «καλή συμπεριφορά». Μια φορά, μετά από 40 ή 50 παράπονα που υπέβαλε προς το Προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ, τον Μπρέζνιεφ και στην Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. του Χρουστσόφ, κατάπιε όλα τα πούλια από ένα ντόνιμο, 28 κομμάτια. Όταν επιστρέψαμε στο κελί μετά τον περίπατο (κατάπιε το ντόμιμο πριν τον περίπατο), χτύπησε το στομάχι του και είπε σε ένα παλικάρι που ήταν μπροστά του: «Βαλέρκα, άκου!» Δεν ξέρω, αν όντως ο Βαλέρι άκουσε το χτύπο από τα πούλια στο στομάχι του Σουμπότιν, μα τον ρώτησε: «Τι έχεις εκεί;» - «Ντό-μι-νό», - είπε προφέροντας αργά τη λέξη ο Σουμπότιν. Οι γιατροί δε χειρούργησαν το Σουμπότιν. Απλά τον διέταξαν να μετράει τα πούλια κατά τη διάρκεια των εκκενώσεων, λέγοντας πως θα βγουν μόνα τους. Ο Σουμπότιν φιλότιμα τα μετρούσε κάθε φορά, και, ερχόμενος στο κελί, σε ειδικό φύλλο χαρτιού σημείωνε με μολύβι πόσα βγήκαν. Όσο φιλότιμα κι αν μετρούσε όμως, τέσσερα κομμάτια του ξέφυγαν. Μετά από μερικές ημέρες καταθλιπτικής αναμονής βαρέθηκε να περιμένει: αν είχαν μείνει μέσα στο στομάχι του, τότε απλά δεν τον ενοχλούσαν, αν πάλι βγήκαν, δεν παν’ στο διάβολο.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης